Διπλό μέτωπο «στήνουν» οι τράπεζες για να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα των «κόκκινων» δανείων.
Από τη μία αγριεύουν και προχωρούν σε πλειστηριασμούς, και δη ηλεκτρονικούς με διαδικασίες εξπρές, για τους κακοπληρωτές και από την άλλη προσφέρουν ισχυρά πακέτα μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων στους συνεπείς δανειολήπτες.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Έθνους, τα «κόκκινα» δάνεια αποτελούν σήμερα την σημαντικότερη πηγή κινδύνου για την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς το 50% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών βρίσκεται σε επικίνδυνη περιοχή, σύμφωνα με τους Έλληνες τραπεζίτες.
Και ενώ οι ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις έδειχναν να αποδίδουν καρπούς, η χρονοτριβή σε ότι αφορά τη νομοθέτηση του εξωδικαστικού μηχανισμού και της νομικής προστασίας των τραπεζικών στελεχών δημιούργησε νέο «κύμα» καθυστερήσεων.
Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι από την αρχή του χρόνου προστέθηκαν περίπου 1,5 με 1,7 δις. ευρώ νέα «κόκκινα» στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια στο σύστημα, από τα οποία το 80% ήταν σε ρύθμιση.
Οι δανειολήπτες πλέον, σύμφωνα με το Έθνος, εμφανίζονται απρόθυμοι να ρυθμίσουν και να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους και παράλληλα πληθαίνουν οι στρατηγικά κακοπληρωτές «αφού η εσκεμμένη αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων δεν επιφέρει τις προβλεπόμενες κυρώσεις» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η τελευταία έκθεση της ΤτΕ.
Να σημειωθεί ότι πέρυσι ρυθμίστηκαν δάνεια ύψους 14 με 15 δια. Ευρώ ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζικών στελεχών το ίδιο σκηνικό θα επαναλαμβανόταν και φέτος, περίμεναν δηλαδή να πάνε σε ρύθμιση άλλα 15 δις. ευρώ «κόκκινων» οφειλών.
Προς το παρόν όμως στο «βουνό» των 108 δις. ευρώ των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προστέθηκαν και άλλα 1,7 δις. ευρώ.
Οι τράπεζες υπολογίζουν σε 60.000 τους στρατηγικά κακοπληρωτές, οι οποίοι αποτελούν το 20% των δανειοληπτών και έχουν δάνεια σε καθυστέρηση συνήθως άνω των 300.000 ευρώ ενώ στην συντριπτική πλειονότητά τους έχουν σημαντική οικονομική επιφάνεια εντός και εκτός Ελλάδας και βάσει του Ε9 εμφανίζονται κάτοχοι περισσότερων του ενός ακινήτων.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί έναντι των εποπτικών αρχών (ΤτΕ και SSM) να τα μειώσουν κάτω από τα 70 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2019.
Οι τραπεζίτες λοιπόν εστιάζουν πρωτίστως στις λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα και δευτερευόντως της οριστικής διευθέτησης, για τις οποίες προβλέπονται 17 εργαλεία, μέσα από τον Κώδικα Δεοντολογίας.
Μάλιστα το τρίτο τρίμηνο πέρυσι οι δύο αυτές κατηγορίες αντιπροσώπευαν το 50,1% των λύσεων (από 39% το τελευταίο τρίμηνο του 2015).
Ειδικότερα οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις προβλέπουν: μείωση επιτοκίου, παράταση διάρκειας, «σπάσιμο» του δανείου στα δύο, μερική διαγραφή οφειλής, λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης, συμφωνία ανταλλαγής χρέους με μετοχικό κεφάλαιο. Και οι λύσεις οριστικής διευθέτησης προβλέπουν μεταξύ των άλλων: ολική διαγραφή οφειλής, πώληση οφειλής, πλειστηριασμό, εθελοντική παράδοση του ακινήτου, μετατροπή της δανειακής σύμβασης σε χρηματοδοτική μίσθωση.
Κακοπληρωτές
Αναφορικά δε με τους πλειστηριασμούς, τα τραπεζικά στελέχη υπογραμμίζουν ότι κατά κύριο λόγο έχουν στόχο τον εντοπισμό και περιορισμό των συνειδητά ασυνεπών και στρατηγικών κακοπληρωτών.
Επομένως, συνεχίζουν, το ζήτημα των πλειστηριασμών, που δεν ξεπερνούν ετησίως τους 6.000, πρακτικά αφορά κυρίως έχοντες που αρνούνται να πληρώσουν και όχι όσους βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία.
Οπως λένε, πρόκειται για δανειολήπτες που εκμεταλλεύονται την κρίση και την πραγματική αδυναμία πολλών άλλων, για να διασώσουν τις μεγάλες προσωπικές τους περιουσίες, πολλές φορές εις βάρος ανθρώπων που απασχολούν ως εργαζόμενους, εις βάρος των φορολογουμένων, εις βάρος του τραπεζικού συστήματος και μεταθέτοντας τις υποχρεώσεις τους στο κοινωνικό σύνολο.
Οι ασυνεπείς
60.000 με 70.000 δανειολήπτες ανήκουν στην κατηγορία των στρατηγικά κακοπληρωτών. Από αυτούς οι μισοί έχουν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια και το υπόλοιπο 50% έχουν λάβει επιχειρηματικά δάνεια.
2,7 εκατομμύρια δάνεια, συνολικού ποσού 98,5 δισ. ευρώ, βρίσκονται σε καθυστέρηση πάνω από 3 μήνες. Στις 500.000 υπολογίζονται τα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών.