Δεν γνωρίζουμε πώς ο πρωθυπουργός και οι περί αυτόν αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα, είναι όμως ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι η χώρα ελάχιστα απέχει από τον γκρεμό
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε σχόλια, από την πλευρά μας. Τα γεγονότα ομιλούν από μόνα τους –οι καρέκλες των ανθρώπων της εξουσίας τρίζουν για καλά, οράματα και ελπίδες δεν υπάρχουν, οι δε ελάχιστοι θύλακες παραγωγής της χώρας παραπαίουν.
Και όλα αυτά συμβαίνουν όταν ο κόσμος γύρω μας αλλάζει, με τους καιροσκόπους του λαϊκισμού να παίζουν με την φωτιά. Ας μείνουμε, όμως, στα δικά μας.
Ιδού πώς βλέπει την ελληνική πραγματικότητα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το οποίο κάθε άλλο παρά αισιόδοξο είναι για την πορεία της χώρας στην ευρωζώνη: Στην έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία –που θα παρουσιασθεί στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου στις 6 Φεβρουαρίου και η οποία είναι στην διάθεση του κ. Μιχάλη Ιγνατίου (mignatiou.com), γνωστού και καταξιωμένου δημοσιογράφου στις ΗΠΑ– το ΔΝΤ καθιστά σαφές προς τις ελληνικές αρχές και το πολιτικό σύστημα ότι η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει σε πρόσθετες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να παραμείνει στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) της Ευρώπης.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, παρά την σημαντική πρόοδο στην χαλάρωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της Ελλάδας, η οικονομία δεν έχει ανακάμψει καθώς η μεταρρυθμιστική ορμή έχει επιβραδυνθεί λόγω της κούρασης που σχετίζεται με το κοινωνικό κόστος της δημοσιονομικής και μεταρρυθμιστικής προσαρμογής.
Έτσι, το ΔΝΤ προειδοποιεί για το μέλλον της Ελλάδας στην ΟΝΕ και αναφέρει στην έκθεσή του ότι, «χωρίς μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να μειώσει το χάσμα ως προς το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με την ζώνη του ευρώ και θα αναδειχθούν εκ νέου οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να ευημερήσει και να παραμείνει ανταγωνιστική στο εσωτερικό της ευρωζώνης».
Όπως τονίζεται στην έκθεση, η ελληνική οικονομία παραμένει θεμελιωδώς μη ανταγωνιστική λόγω του αδύναμου επενδυτικού κλίματος και της ανεπαρκούς προόδου στο άνοιγμα της οικονομίας.
Ενδεικτικά, η έκθεση, που συντάχθηκε από την Ντέλια Βελκουλέσκου, αναφέρεται στην αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που «παρεμπόδισαν την προσαρμογή της χώρας και την αποκατάσταση της εξωτερικής της ανταγωνιστικότητας μέσα στην νομισματική ένωση». Μάλιστα, διατυπώνονται επικρίσεις για το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές δεν διαπιστώνουν την ανάγκη για μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών ή την ανάγκη για μικρότερες εκπτώσεις στον φόρο εισοδήματος.
Ειδικά στο θέμα της μείωσης του αφορολογήτου, το ΔΝΤ δεν κάνει ούτε ένα βήμα πίσω. «Οι φορολογικοί συντελεστές πρέπει να μειωθούν, ενώ η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί», λέει το Ταμείο στην έκθεση (άρθρο 4) και προσθέτει πως τα δημόσια έσοδα υστερούν σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, καθώς οι υψηλοί οριακοί φορολογικοί συντελεστές που εφαρμόζονται σε μία μικρή φορολογική βάση ενθαρρύνουν την φοροδιαφυγή, αποθαρρύνουν την εργασία και παρέχουν κίνητρα στις επιχειρήσεις να εγκατασταθούν σε γειτονικές χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Για τις συντάξεις το ΔΝΤ επιμένει στην ίδια επιχειρηματολογία. «Αν και οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα συνέβαλαν στην εξυγίανση του συστήματος, ωστόσο αναμένονται πιέσεις μακροπρόθεσμα από την γήρανση του πληθυσμού, ειδικά εάν οι συντάξεις για τους σημερινούς συνταξιούχους παραμείνουν σε δυσβάσταχτα υψηλά επίπεδα», τονίζεται στην έκθεση.
Παραλλήλως, το ΔΝΤ τάσσεται υπέρ της άρσης της προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς, καθώς θεωρεί πως το μέτρο αυτό θα συμβάλει στην μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Τονίζεται έτσι (άρθρο 4) ότι «αν και οι ελληνικές αρχές τροποποίησαν το νομικό καθεστώς για την ατομική και την εταιρική πτώχευση, αναθεώρησαν τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και επέτρεψαν τις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων», ωστόσο το νομικό οπλοστάσιο δεν είναι ακόμη πλήρως αποτελεσματικό, καθώς «οι περιορισμοί για την πρώτη κατοικία παραμένουν, η δημιουργία του επαγγέλματος συνδίκου της πτώχευσης έχει καθυστερήσει και το παράγωγο δίκαιο παραμένει σε εκκρεμότητα». Η διατύπωση αυτή αποτυπώνει με σαφήνεια την θέση του Ταμείου ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να παύσει.
Το ΔΝΤ θεωρεί, συνεπώς, ότι είναι απαραίτητες «αποφασιστικές ενέργειες» για την αποκατάσταση τόσο των τραπεζικών ισολογισμών όσο και των λογιστικών καταστάσεων των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιστροφή σε μία βιώσιμη πιστωτική επέκταση.
Υπογραμμίζει δε πως, αν και οι τρέχουσες στρατηγικές των τραπεζών στοχεύουν σε μείωση του συνολικού δείκτη δανείων σε καθυστέρηση στο 48%, 42% και 34% από το 2017, το 2018 και το 2019 αντίστοιχα, αυτή η καθυστερημένη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν είναι σύμφωνη με το φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο και τις αναπτυξιακές παραδοχές της ελληνικής κυβέρνησης.
Ακόμη, το ΔΝΤ εστιάζει στην ανάγκη να επιταχυνθούν οι προσπάθειες για άρση των capital controls, αλλά με προσοχή, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. «Το πλαίσιο ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων έχει αντίκτυπο στο κόστος των διεθνών συναλλαγών», σημειώνεται στην έκθεση και προστίθεται πως, λόγω των εγκρίσεων που απαιτούνται και της τεκμηρίωσης των αιτημάτων, οι καταθέτες χρησιμοποιούν ακριβότερες μεθόδους πληρωμής αντί ανέξοδες ηλεκτρονικές τραπεζικές μεταφορές, «με αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση του άμεσου κόστους των διεθνών μεταφορών».
Να σημειωθεί πως το ΔΝΤ στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του έχει διατηρήσει την παραδοχή ότι απαιτούνται 10 δισεκατομμύρια ευρώ για την κάλυψη πιθανών αναγκών υποστήριξης των τραπεζών.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, οι ισολογισμοί τους παραμένουν ευάλωτοι, με υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ τα μισά από τα κεφάλαια των τραπεζών αποτελούνται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που αντιπροσωπεύουν ενδεχόμενες υποχρεώσεις του κράτους.
Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης της οικονομικής πραγματικότητας για την χώρα, η οποία «βιάζεται» να βγει για νέα δανεικά στις αγορές, το ΔΝΤ είναι πολύ αρνητικό και η λογική του δεν στερείται ερεισμάτων. Η ανάλυση βιωσιμότητας του Ταμείου ναι μεν ξεκαθαρίζει πως το ελληνικό χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο», ωστόσο την ίδια στιγμή αναφέρει πως το χρέος μπορεί να γίνει βιώσιμο εάν η Ελλάδα καταγράψει διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3% για όλη την περίοδο 2018–2040.
Αυτή η αναφορά του ΔΝΤ έχει προκαλέσει σύγχυση στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς ερμηνεύεται ως σύμπραξη του Ταμείου με τους Γερμανούς, ώστε να πιεστεί πρόσθετα η Ελλάδα να πάρει μέτρα που θα οδηγήσουν σε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλη χρονική περίοδο.
Η προσέγγιση αυτή –την οποία ενστερνίζονται αρκετοί και εκτός Ελλάδος– δεν συνάδει με τις δημόσιες δηλώσεις του ΔΝΤ πως δεν εισηγείται περισσότερη λιτότητα για την Ελλάδα.
Οι προθέσεις του ΔΝΤ θα καταδειχτούν στο προσεχές εκτελεστικό συμβούλιο, στις 6 Φεβρουαρίου. Εάν σε αυτό η ηγεσία του Ταμείου επιμείνει στην σκληρή θέση για πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ και μεγάλη ελάφρυνση του χρέους τότε αυτό θα σημαίνει πως το ΔΝΤ αναζητά την πόρτα της εξόδου από το ελληνικό πρόγραμμα. Εάν αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο παραμονής με την προϋπόθεση λήψης πρόσθετων μέτρων, τότε θα είναι ξεκάθαρο πως το Ταμείο έχει συμπράξει με την Γερμανία.
Το μόνον σίγουρο είναι πως, αν και ανήμερα του Eurogroup διέρρευσε η ανάλυση βιωσιμότητα τους ελληνικού χρέους του ΔΝΤ, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης όχι μόνον δεν ενοχλήθηκαν, αλλά κάλεσαν την Ελλάδα να πάρει τα μέτρα τώρα, έτσι ώστε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Ταμείου και να επιστρέψει αυτό στο πρόγραμμα. Να σημειωθεί πως το γεγονός ότι το ΔΝΤ θεωρεί μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος, καθιστά απαγορευτικό για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να το χαρακτηρίσει εκείνη βιώσιμο και να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) –το οποίο είναι και το βασικό συστατικό στο success story της κυβέρνησης.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι από το Μέγαρο Μαξίμου αναζητείται συμβιβαστική φόρμουλα που θα επιτρέψει μείωση αφορολογήτου, μείωση συντάξεων, μέτρα για τις αγορές προϊόντων και στην αγορά εργασίας χωρίς να εκθέτει την κυβέρνηση. Στην βάση αυτή επανέρχεται στο προσκήνιο η εισήγηση της «ρήτρας αυτόματης ακύρωσης» ή του « αντίστροφου κόφτη», που προβλέπει πως η ελληνική κυβέρνηση θα ψηφίσει μεν τα μέτρα, αλλά θα μπορεί να τα ανακαλέσει αν πετύχει το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Με άλλα λόγια, δίνεται ο υπέρ πάντων αγώνας για την διατήρηση και συντήρηση του πελατειακού κράτους –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καταβυθιζόμενη πραγματική οικονομία, για το μέλλον της οποίας οι προβλέψεις της τελευταίας έκθεσης της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Βουλής δεν απέχουν πολύ από τις δυσοίωνες προβλέψεις του ΔΝΤ (για τις οποίες, εξάλλου, μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε ποιες είναι και οι θέσεις και απόψεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης).