Το δημοσίευμα της Handelsblatt ήρθε να προσγειώσει απότομα την ελληνική κυβέρνηση και τη ρητορική της, καθώς υπενθύμισε ότι σε πείσμα των όσων υποστηρίζουν περί της σταθερής πορείας της χώρας προς την ανάπτυξη, οι αγορές δεν έχουν την ίδια γνώμη.
Πιο συγκεκριμένα, το δημοσίευμα υπενθύμισε ότι η χώρα μας εξακολουθεί να μην μπορεί πραγματικά να «βγει στις αγορές», με την έννοια ότι τα επιτόκια που θα καλούνταν να προσφέρει σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν τουλάχιστον απαγορευτικά, αναφέρει το in.gr.
Το δημοσίευμα επισημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν βιάζεται να επιστρέψει στις αγορές, αν και το 2019 θα χρειαστεί 7 δισεκατομμύρια για να αποπληρώσει εμπρόθεσμα δάνεια του ΔΝΤ.
Μάλιστα, το δημοσίευμα αναφέρει ότι η σκέψη που κάνει η κυβέρνηση είναι να προχωρήσει σε έκδοση ομολόγου που θα το αγοράσουν οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, εφόσον μάλιστα το επιτόκιο θα είναι ελκυστικό.
Όμως, όλα αυτά τελούν από την αίρεση της ΕΚΤ, η οποία είναι ερώτημα εάν θα συναινέσει στην αύξηση των τοποθετήσεων των τραπεζών σε κρατικούς τίτλους.
Όμως ακόμη και έτσι το πρόβλημα μεσοπρόθεσμα παραμένει, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι κάποια στιγμή θα εξαντληθεί και το «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» που έχουμε μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Η υποχώρηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας
Η δυσπιστία των αγορών απέναντι σε μια χώρα που έχει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, σταθερή αποπληρωμή όλων των υποχρεώσεών της και συνεχή επιτήρηση, προφανώς και αντανακλά την πεποίθηση ότι πίσω από αυτή την εικόνα υπάρχουν σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες.
Καταρχάς μία από τις χειρότερες κληρονομιές της κρίσης είναι η υποχώρηση της παραγωγικότητας, ως αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης της ανεργίας και της αναγκαστικής ελλιπούς αξιοποιήσεις του παραγωγικού δυναμικού.
Έτσι, λοιπόν σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ η παραγωγικότητα (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε πραγματικούς όρους ανά ώρα) υποχώρησε -1,9% το 2016 και -0.5% το 2017. Από τη μεριά του το ΙΝΕ ΓΣΕΕ στην πρόσφατη έκθεσή του υπολόγισε την υποχώρηση της παραγωγικότητα της εργασίας στην περίοδο 2010-2018 σε -6%.
Η υποχώρηση της παραγωγικότητας παραπέμπει σε μια οικονομία που δεν έχει δυναμισμό, που δεν αξιοποιεί το παραγωγικό της δυναμικό, που έχει ένα συρρικνούμενο και γηράσκον εργατικό δυναμικό.
Όλα αυτά αντανακλώνται και στην υποχώρηση της συνολικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Παρότι γύρω από την μέτρηση της ανταγωνιστικότητας, που δεν στηρίζεται απλώς σε ποσοτικά μετρήσιμες οικονομικές επιδόσεις και παραμέτρους αλλά και σε πλευρές όπως το θεσμικό πλαίσιο, η λειτουργία του κράτους και συνολικά το κατά πόσο διευκολύνεται η οικονομική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Ανταγωνιστικότητας που προετοίμασε το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ για το 2018, με βάση την νέα μεθοδολογία που επέλεξε, η Ελλάδα υποχώρησε 4 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη ως προς την ανταγωνιστικότητα καταλαμβάνοντας την 57η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες.
Κοιτώντας την ανάλυση των παραμέτρων που περιλαμβάνει η έκθεση, διαπιστώνει κανείς την ίδια την αντιφατικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Από τη μια η Ελλάδα είναι στη 21η θέση ως προς την υγεία του εργατικού δυναμικού, την 39η ως προς τις δεξιότητες, την 38η ως προς τις υποδομές, και την 44η ως προς την ικανότητα για καινοτομίες.
Από την άλλη είναι στην 87η ως προς του θεσμούς, στην 83η ως προς τη μακροοικονομική σταθερότητα, την 107η ως προς την κατάσταση στην αγορά εργασίας, την 114η ως προς την κατάσταση του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Πάντως και στον συναφή Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας που επεξεργάζεται επίσης το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ η Ελλάδα υποχώρησε έξι θέσεις στην παγκόσμια κατάταξης ως προς την παραγωγικότητα ανάμεσα στο 2015 και το 2017.
Αντίστοιχα και στους Παγκόσμιου Δείκτες Διακυβέρνησης που επεξεργάζεται η Παγκόσμια Τράπεζα παρατηρούμε μια επιδείνωση σε όλους τους δείκτες (λογοδοσία, πολιτική σταθερότητα, αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, ελεγκτικοί μηχανισμοί, κράτος δικαίου και έλεγχος διαφθοράς) σε σχέση με το 2007.
Το αρνητικό εσωτερικό οικονομικό κλίμα
Σε όλα αυτά προστίθενται και μια σειρά από άλλες παραμέτρους που αφορούν την εσωτερική οικονομική κατάσταση.
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε τον Οκτώβρη ακολουθώντας εδώ και μια συνολικότερη πανευρωπαϊκή τάση.
Το χρέος των πολιτών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, ένας χαρακτηριστικός δείκτης οικονομικής δυσπραγίας, συνεχίζει να σωρεύεται έχοντας αυξηθεί κατά 60% από το 2014). Επιπλέον, έχουν πραγματοποιηθεί 4,85 εκατομμύρια κατασχέσεις, σε πάνω από 1,1 εκατομμύρια πολίτες. Την ίδια στιγμή οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς τους πολίτες είναι στα 3 δισεκατομμύρια χωρίς να υπάρχουν άμεσα δανειακοί πόροι για τις καλύψουν.
Οι καταθέσεις των πολιτών, παρά τις κατά καιρούς ανακοινώσεις για «επιστροφή καταθετών», εξακολουθούν να είναι 25 δισεκατομμύρια μικρότερες από το 2015, κάτι που σημαίνει ότι ολοένα και περισσότερο αναλίσκονται αποταμιεύσεις για να τα βγάλουν πέρα οι πολίτες. Η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίζεται και το υπόλοιπο χρηματοδότησης έχει μειωθεί κατά 18% από το 2015.
Η κυβέρνηση επικεντρώνει κυρίως στα θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα και τα πρωτογενή πλεονάσματα, παραβλέποντας ότι το κόστος τους είναι στην πραγματικότητα μια υφεσιακή δυναμική για την οικονομία και την αύξηση του ΑΕΠ που από μόνη της δεν συνιστά πραγματική αναπτυξιακή δυναμική, ιδίως σε μία οικονομία που ανακάμπτει από μια κατακόρυφη πτώση του ΑΕΠ.
Τα ανοιχτά ερωτήματα και η απουσία σχεδίου
Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία παραμένει βαθιά τραυματισμένη από την περίοδο των μνημονίων και την αποδιάρθρωση της οικονομικής δραστηριότητας, την ίδια ώρα που εξακολουθούν να μην έχουν απαντηθεί τα διαρθρωτικά ερωτήματα που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο και την εξασφάλιση σταθερών κανόνων του παιχνιδιού.
Γι’ αυτό το λόγο και η προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει ένα success story και τη βεβαιότητα ενός οδικού χάρτη προς την ανάπτυξη, ολοένα και περισσότερο φαντάζει ως ευσεβής πόθος παρά ως πολιτικό σχέδιο.
Πόσο μάλλον που αυτή η κυβέρνηση προτιμά π.χ. να αναλώνει το κονδύλι των δημόσιων επενδύσεων για να μπαλώνει τρύπες, παρά για να σχεδιάζει επενδύσεις με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
Και σίγουρα δεν αποτελεί η δικαιολογία η διαρκής μεταφορά της ευθύνης στις πλάτες των «θεσμών». Όχι γιατί το αντιαναπτυξιακό φορτίο των μνημονίων δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο και το μίγμα πολιτικής στο οποίο ψυχαναγκαστικά σχεδόν επέμειναν οι δανειστές, αλλά γιατί υποτίθεται πια ότι είμαστε στην «ανάκτηση του ελέγχου» της οικονομίας και άρα δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται πλέον οι προηγούμενες δικαιολογίες.
Όμως, η παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία που ήδη ξεκινήσει και η επικέντρωση της πολιτικής συζήτησης όχι στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και ένα σχέδιο αναπτυξιακό αλλά στην κλίμακα των έστω και πενιχρών παροχών προς το εκλογικό ακροατήριο, μάλλον δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη ότι η σοβαρή κουβέντα για την οικονομία θα γίνει στο επόμενο διάστημα.