Αίτημα στο Υπουργείο Οικονομικών για την απαλλαγή τους από πολεοδομικές τακτοποιήσεις των ακινήτων που αποκτούν από πλειστηριασμούς μέχρι την μεταπώλησή τους, έχουν υποβάλει οι τράπεζες.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, το αίτημα των τραπεζών έχει υποβληθεί ενόψει της περαιτέρω κατακόρυφης αύξησης των πλειστηριασμών από το τρέχον έτος. Mέσω των πλειστηριασμών αυτών, οι τράπεζες θα αποκτήσουν χιλιάδες νέα ακίνητα – όπως υπολογίζουν 20.000 ακίνητα θα αποκτηθούν την διετία 2019 – 2020 -, τα οποία θα πρέπει να μεταπωλήσουν σε χρόνους – εξπρές, κατόπιν απαίτησης του SSM.
Μέχρι στιγμής, το 80% των ακινήτων που έχουν βγει σε πλειστηριασμούς, έχουν καταλήξει στις ίδιες τις τράπεζες. Αυξάνοντας τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων δανείων με εξασφαλίσεις και αναμένοντας την βελτίωση της πλατφόρμας των πλειστηριασμών ώστε αυτή να γίνει φιλικότερη προς τους ενδιαφερόμενους τρίτους αγοραστές, οι τράπεζες επιδιώκουν να μειώσουν τις αγορές πλειστηριαζόμενων ακινήτων κατά 10% φέτος. Ωστόσο, και πάλι η διαχείριση των χιλιάδων ακινήτων αποτελεί άθλο για τις τράπεζες, οι οποίες θέλουν να βάλουν όσο το δυνατόν περισσότερους τρίτους αγοραστές στις διαδικασίες αγοράς πλειστηριαζόμενων ακινήτων.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται το αίτημα των τραπεζών προς το Υπουργείο Οικονομικών με το οποίο ζητούν να τους επιτραπεί να προχωρούν στις μεταβιβάσεις ακινήτων, χωρίς να είναι εκ των προτέρων υποχρεωτική η τακτοποίησή τους, αλλά να παρέχεται γι΄ αυτήν διάστημα πενταετίας.
Όπως αναφέρουν αρμόδια τραπεζικά στελέχη στο Capital.gr, η πολεοδομική τακτοποίηση των ακινήτων από τους πλειστηριασμούς απαιτεί ένα τρίμηνο, αφού προηγουμένως έχουν προηγηθεί η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης από τον συμβολαιογράφο για την απόκτηση του ακινήτου (που σημαίνει άλλο ένα τρίμηνο μέχρι να πάρει η τράπεζα στα χέρια της τον τίτλο του ακινήτου), η μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο και η αποβολή εγκατάστασης του οφειλέτη (η διαδικασία αυτή παίρνει ένα δίμηνο).
Όπως διευκρινίζουν τα ίδια στελέχη, για την τακτοποίηση των ακινήτων που έχουν ήδη αποκτήσει από πλειστηριασμούς, οι τράπεζες καταβάλλουν ετησίως 2 – 3 εκατ. ευρώ. Σημειώνουν δε, ότι το αίτημά τους προς το Υπουργείο δεν αφορά απαλλαγή των τραπεζών από πληρωμές συνυφασμένες με τα ακίνητα, όπως φόροι, ΕΝΦΙΑ και ΤΑΠ (τον τελευταίο, μάλιστα, δεν τον έχει πληρώσει κανείς από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων), τις οποίες οι τράπεζες καταβάλλουν άμεσα στο Δημόσιο με τις αγορές των ακινήτων από τους πλειστηριασμούς.
Το ζητούμενο των τραπεζών είναι να ρυθμιστούν θέματα του νόμου 4178 περί τακτοποίησης αυθαιρέτων (ο νόμος έχει λήξει από τον περασμένο Οκτώβριο και έχει πάρει παράταση) και δη θέματα εξαιρετικά χρονοβόρα για την μεταπώληση των ακινήτων, αλλά και την εκδήλωση ενδιαφέροντος από τρίτους αγοραστές.
Ενδεικτικά είναι τα θέματα τακτοποίησης που αφορούν σε οριζόντιες ιδιοκτησίες και συνιδιοκτήτες (π.χ. κλεισμένοι φωταγωγοί σε πολυκατοικίες και άλλα κοινόχρηστα ζητήματα, των οποίων η τακτοποίηση απαιτεί συναίνεση από όλους τους ιδιοκτήτες).
Το γεγονός ότι οι διαδικασίες αυτές είναι εξαιρετικά χρονοβόρες, ειδικά με το δεδομένο ότι οι τράπεζες πρέπει να απαλλαγούν τάχιστα από τον όγκο των ακινήτων τους, οδηγεί ακόμη και τρίτους ενδιαφερόμενους αγοραστές να απέχουν από τους πλειστηριασμούς ακινήτων. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, τρίτοι ενδιαφερόμενοι δηλώνουν στις τράπεζες ότι θα ήταν πρόθυμοι να καταβάλουν τίμημα προσαυξημένο κατά 30% σε αυτές για την απόκτηση ακινήτων, αρκεί να μην εμπλακούν οι ίδιοι εξαρχής με τις διαδικασίες τακτοποίησης.
Σε ό,τι αφορά την αποβολή του οφειλέτη από το ακίνητο που εκπλειστηριάζεται, οι τραπεζίτες αναφέρουν στο Capital.gr ότι δεν έχει υποβληθεί αίτημα για χρόνο αποβολής του στο δίμηνο και αυτό διότι το διάστημα αυτό ισχύει ήδη.
Πρόκειται για το διάστημα μετά την μεταγραφή του τίτλου του ακινήτου από την τράπεζα που προαναφέρθηκε, στο οποίο ο οφειλέτης μαθαίνει από την τράπεζα ότι αυτή έχει πλέον την ιδιοκτησία του ακινήτου και καλείται να συνεννοηθεί μαζί της για τις επόμενες κινήσεις του (π.χ. αν θα παραμείνει στο ακίνητο έναντι ενοικίου).
Οι τραπεζίτες σημειώνουν, πάντως, πως ένα 10% - 15% των οφειλετών καταθέτουν ανακοπές κατά του κύρους του πλειστηριασμού, τις οποίες χάνουν μεν στα δικαστήρια διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, κερδίζουν όμως χρόνο, καθώς πρόκειται για υποθέσεις που εκδικάζονται ενάμιση με δύο χρόνια μετά τον πλειστηριασμό.