Όσο περισσότερο πλησιάζει η ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών ή δημιουργείται σκοπίμως προεκλογικό κλίμα, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι «δεσμεύσεις» των πολιτικών προσώπων σε σχέση με την βελτίωση των συνθηκών σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης της κοινωνίας και την μετάβαση στην περίοδο της ευημερίας.
Με επικοινωνιακή λογική εκφράζεται δημοσίως η βούληση των πολιτικών προσώπων να διαμορφώσουν μια ιδεατή πραγματικότητα ανάλογα με τις ανάγκες, που υπάρχουν σε διάφορους τομείς, από την δημιουργία θέσεων εργασίας μέχρι την ασφάλεια των πολιτών και την αντιμετώπιση της ανομίας.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Η δημόσια διαβεβαίωση από τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας μετά την «επιδρομή» αναρχικών στο αστυνομικό τμήμα στην πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα, ότι «δεσμεύεται» προσωπικά για την άμεση αντιμετώπιση της ανομίας μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από το κόμμα του, σε αντιδιαστολή με την σημερινή κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία είναι ανίκανη να καταπολεμήσει αυτό το φαινόμενο, αποτελεί πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής των «πολιτικών δεσμεύσεων».
Οι «πολιτικές δεσμεύσεις», ως επικοινωνιακό εργαλείο, αξιοποιούνται κυρίως από πολιτικά πρόσωπα και κόμματα, που διεκδικούν την ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η σύνδεση της πραγματοποίησης τους από το ένα μέρος με το «ηθικό ανάστημα» του πολιτικού προσώπου, που «δεσμεύεται» και από το άλλο με την ικανότητα και την βούληση του, που δεν διαθέτουν οι αντίπαλοι.
Βέβαια η πολιτική διαχείριση των φαινομένων ανομίας και πρόκλησης ανασφάλειας στους πολίτες εδράζεται στην λογική της καταστολής και όχι στην αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων της ευδοκίμησης στάσεων και συμπεριφορών, οι οποίες «δοκιμάζουν» τα όρια της κοινωνικής ανοχής και της δημοκρατικής λειτουργίας.
Ιδιαιτέρως σε κοινωνίες με θεσμούς χωρίς δυναμική και ουσιαστική αναφορά στο κοινωνικό συμφέρον, αφού οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν στηρίζονται στον διάλογο, διότι δεν υπάρχει ανεπτυγμένη κοινωνία πολιτών, διευκολύνονται οι πολίτες και κυρίως οι νέοι, να καταφεύγουν σε περιθωριακές δραστηριότητες.
Επίσης οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες και η «καταδίκη» ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας στην φτωχοποίηση και στην έλλειψη προοπτικής οδηγούν στην συρρίκνωση της κοινωνικής συνοχής και μερικές φορές σε αδιέξοδες επιλογές σε σχέση με την πολιτική δραστηριοποίηση.
Για να αποκτήσουν οι «πολιτικές δεσμεύσεις» και εξαγγελίες του πολιτικού συστήματος αξιοπιστία, πρέπει να πληρούνται ορισμένες βασικές προϋποθέσεις.
Κατ’ αρχήν επείγει να ανακοπεί η σταδιακή υποκατάσταση των κοινωνικών αξιών του ανθρωπισμού από την ισοπεδωτική λογική του συστημικού πραγματισμού, ο οποίος υπηρετεί μόνο την λειτουργικότητα των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων και την οικονομική τους απόδοση, ενώ παράλληλα ο άνθρωπος μετατρέπεται σε εργαλείο για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Ειδάλλως οι «πολιτικές δεσμεύσεις» καλλιεργούν στους πολίτες αυταπάτες για ένα «καλύτερο μέλλον» με στόχο την χειραγώγηση τους και την αποκόμιση πολιτικού οφέλους. Αυτή η πρακτική ταυτοχρόνως αποδυναμώνει την δημοκρατία, την οποία επικαλούνται τα κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα, διότι βασίζεται στην επίδραση του μηχανισμού της εξιδανίκευσης του μέλλοντος και την κατασκευή μιας φαντασιακής πραγματικότητας και όχι σε θεσμοθετημένο διάλογο με τους πολίτες, οι οποίοι λειτουργούν είτε ως ατομικά είτε ως συλλογικά (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) υποκείμενα.
Στην Ελλάδα βέβαια, για να είναι οι «πολιτικές δεσμεύσεις» πραγματοποιήσιμες και η εμβέλεια τους να αφορά στο κοινωνικό σύνολο και να μην περιορίζεται μόνο στην ικανοποίηση του ατομικού συμφέροντος, πρέπει να απαλλαγεί η κοινωνία από την διαφθορά και τις δομικού χαρακτήρα παθογένειες της.
Οι «πολιτικές δεσμεύσεις» δεν έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα, εάν δεν υπάρξει ριζική αντιμετώπιση του πελατειακού συστήματος, της συντεχνιακής λογικής και γενικότερα της διαφθοράς (φοροδιαφυγή, μίζες, φακελάκι κ.λ.π.).
Ειδάλλως οι πολιτικές εξαγγελίες δεν στοχεύουν στην ευημερία του συνόλου της κοινωνίας, αλλά στην ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων σύμφωνα με τους λειτουργούντες κανόνες στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο παράγει κοινωνικές ανισότητες, ενώ συμβάλλει στην άνοδο του βαθμού διακινδύνευσης σε πλανητικό επίπεδο. Πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι
1. η πολιτική, που ακολούθησαν, με την εμπλοκή και των ευρωπαίων εταίρων αργότερα, οι κυβερνήσεις πριν και κατά την περίοδο της κρίσης, η οποία οδήγησε στην φτωχοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας και
2. Η «αυτοκτονική» πολιτική της παγκόσμιας κοινότητας σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Η ευημερία και η ποιότητα ζωής δεν εξαρτώνται από την συσσώρευση πλούτου και την οικονομική ανάπτυξη με κοινωνικές ανισότητες, αλλά από τις κοινωνικές συνθήκες στο αξιακό πεδίο και την βιωσιμότητα του φυσικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών (υγεία, εκπαίδευση, εργασία, κοινωνική ασφάλιση κ.λ.π.). Δυστυχώς σε αυτούς τους τομείς το πολιτικό σύστημα επιδεικνύει ανεπάρκεια.
Επίσης λείπει ένας ρεαλιστικός σχεδιασμός τόσο για την αντιμετώπιση των παθογενειών της κοινωνίας όσο και για την μετάβαση σε συνθήκες ευημερίας. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι ακόμη ικανό να διαχειρισθεί την σύγχρονη σύνθετη πραγματικότητα, που διαμορφώνουν η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία και κυρίως η ψηφιακή, με επιπτώσεις ακόμη και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανθρώπου (π.χ. ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο και επιτάχυνση των εξελίξεων, κυριαρχία της εικόνας και της λογικής του θεάματος στην προσέγγιση της πραγματικότητας).
Δυστυχώς οι κοινωνίες και οι πολιτικές τους ηγεσίες λειτουργούν με κριτήριο την συσσωρευμένη εμπειρία του παρελθόντος μόνο, χωρίς να διαθέτουν τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία και την βούληση να σχεδιάσουν την εξέλιξη σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου από αυτή, που βιώνουν δύο ή τρεις συνεχόμενες γενιές, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του ανθρώπινου είδους και του πλανήτη.
Πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η εμμονή στην χρησιμοποίηση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας, η οποία ρυπαίνει το περιβάλλον, παρά την δυνατότητα αξιοποίησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Με αυτά τα ποιοτικά δεδομένα στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος, τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και την μεγάλη ταχύτητα της εξέλιξης, τα περιθώρια για την μετατροπή των «πολιτικών δεσμεύσεων» σε πραγματική προοπτική ευημερίας και αειφορικού μέλλοντος δεν δημιουργούν ελπίδες, ούτε και δρομολογούν τις αναγκαίες διεργασίες για την πρόσδωση ρεαλιστικού περιεχομένου στις «πολιτικές δεσμεύσεις» και εξαγγελίες.