«Πρώτα στήνουμε τι σκηνές και μετά οι μπάφοι και τα ξίδια». Με τη συμβουλή αυτή παλαιός αριστερός, γνώστης της γεωγραφίας του «βουνού των ανταρτών», περιγράφει απλά τις προτεραιότητες των επίδοξων κατασκηνωτών, που θα μετακομίσουν για επαναστατική θερινή διαβίωση ( σκηνάκια τα λένε στο στράτευμα) επί τετραήμερο στις περιοχές που «δοξάστηκαν» οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού!
Του Χρήστου Υφαντή
Η συμβουλή του παλιού και έμπειρου στις δοκιμασίες της υπαίθρου και ειδικά των «απάτητων κορυφών των βουνών του ανταρτοπολέμου» είναι κρίσιμη (και χρήσιμη) γιατί απεικονίζει πλήρως την κατάσταση που επικρατεί στη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία απειλεί με «έμφραγμα» το κόμμα και τον Αλέξη Τσίπρα.
Με το διαδίκτυο να έχει πλημμυρίσει από κάθε είδους σχόλια, τα περισσότερα αρνητικά να γελοιοποιούν την απόφαση της νεολαίας, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται και πάλι στο στόχαστρο και χρειάζεται να βρει απαντήσεις για την μοναδικής παράνοιας έμπνευση «των μικρών» να φέρουν στο προσκήνιο εν έτει 2020 ιστορίες του εμφυλίου, οι οποίες δεν συγκινούν κανένα, πλην ελάχιστων προσκολλημένων σε ένα ανιστόρητο παρελθόν.
Ούτε στα χειρότερα όνειρα του δεν φαντάζονταν το κόμμα ότι θα έπρεπε στα τέλη Ιουλίου 2020, με την επικαιρότητα να βρίσκεται στο παρόν και τα τεράστια προβλήματα με τις περίεργες λειτουργίες του Παππά και της παρέας του στα χρόνια της διακυβέρνησης να είναι ήδη υπό εξέταση (και δικαστική), να απολογείται «για μια τσογλανοπαρέα» που αποφάσισε να ζήσει για μερικές μέρες στα χνάρια του Μάρκου και του Ζαχαριάδη και να ξαναφέρει στη μνήμητην περιβόητη ρήση «για το όπλο παραπόδα», με την οποία σφραγίστηκε το τέλος του εμφυλίου.
Η εικόνα είναι απογοητευτική και επιφέρει νέα πλήγματα στο ήδη αποδιαρθρωμένο, από τους διάφορους Παπαγγελόπουλους, ηθικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ξαφνικά, το κόμμα θα χρειαστεί να διαμορφώσει και να συντάξει πολιτικές και επικοινωνιακές απαντήσεις στις λογικότατες επιθέσεις που μαζικά δέχεται ήδη από όλους τους πολιτικούς χώρους (ακόμη και από το ΚΚΕ, που διεκδικεί την αποκλειστικότητα της εκπροσώπησης εκείνης της περιόδου και των «ηρώων» της).
Η άμεση και σαφής σύνδεση του ΣΥΡΙΖΑ με μια περίοδο, που η ελληνική κοινωνία έχει αποφασίσει να ξεχάσει οδηγεί το σύνολο του κόμματος σε μια παρανοϊκή, εμμονική σχεδόν προσκόλληση στον 20ο αιώνα και στα όσα συνέβησαν στη χώρα εβδομήντα πέντε κοντά χρόνια πριν, την ώρα που τα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα του 2020 είναι εντελώς διαφορετικά και αξιολογούνται με άλλες κλίμακες.
Η εξέλιξη είναι σημαντική για να την παρακάμψει κάποιος. Οδηγεί το κόμμα και τα κεντρικά του στελέχη σε μια αναδίπλωση και σηματοδοτεί τη δημόσια εικόνα του με όρους Ζαχαριάδη και Μάρκου Βαφειάδη, την ώρα που ο βασικός πολιτικός αντίπαλος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει αφεθεί να αλωνίζει και στην κεντροαριστερά με απλές επιλογές και κινήσεις σύγχρονου πολιτικού.
Περίπτωση να πάρουν πίσω οι «νεολαίοι ΣΥΡΙΖΑ» την επιλογή τους δεν υπάρχει, καθώς «τα παλιόπαιδα είναι και ατίθασα». Κάποιες απόπειρες να το «ξανασκεφτούν» έγιναν δεκτές από τους επαγγελματίες υπερεπαναστάτες που διαχειρίζονται τη νεολαία ως ευθείες παρεμβάσεις στην αυτονομία του χώρου. Διαμηνύθηκε στο κόμμα ότι «είναι καλό να μείνει έξω από αυτή την ιστορία και να συνεχίσει να ασχολείται με τον Παπαγγελόπουλο αντί να επιχειρεί να ποδηγετήσει το ζωντανότερο κομμάτι του» και με τι επισημάνσεις αυτές κάθε απόπειρα συνεννόησης κατέρρευσε.
Ο ίδιος ο Τσίπρας εξετάζει ακόμη την πιθανότητα να βρεθεί και αυτός στον Γράμμο των ανταρτών και του Δημοκρατικού Στρατού, σε μια προσπάθεια να μην αφήσει το κόμμα εντελώς ανεξέλεγκτη την κατάσταση, αλλά οι εισηγήσεις που δέχεται είναι όλες αρνητικές.
Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε μπλεγμένος σε μια εμμονική προσκόλληση στο παρελθόν χωρίς να την έχει επιδιώξει ως οργανισμός και ανεξάρτητα από τις παραδόσεις του χώρου, αλλά δεν γίνεται να αποποιηθεί τις ευθύνες του.
Η πολιτική «μια στο καρφί και μια στο πέταλο» που ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια και η αδυναμία του να πάρει σαφείς αποστάσεις από περιόδους και γεγονότα που έχουν τραυματίσει την ελληνική κοινωνία, απλώς για να συνεχίσει να πατάει σε δύο βάρκες, τον οδήγησαν να αντιμετωπίζει σήμερα ταυτοτικά προβλήματα και να τρέχει πίσω από κάτι δεκαοχτάχρονα που ζουν σε ένα παρελθόν, που όλοι θέλουν να ξεχάσουν.