Ο εφιάλτης της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης πλανάται εκ νέου πάνω από την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Οι ενδείξεις για μία νέα προσφυγική κρίση πληθαίνουν, την ώρα που το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη δεν διευκολύνει την ουσιαστική συζήτηση.
Η Ελλάδα ήταν εξαρχής η χώρα στην οποία ήρθε αρχικά ένα μεγάλο κύμα μεταναστών, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, κύρια από τα Βαλκάνια, κάνοντάς την για πρώτη φορά χώρα υποδοχής μεταναστών αντί για χώρα αποστολής μεταναστών που ήταν σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα.
Στη δεκαετία του 2000 θα υπάρξουν και μεγάλα κύματα προσφυγικών ροών: από το Ιράκ, το Αφγανιστάν και την Παλαιστίνη αρχικά και στην επόμενη δεκαετία και από τη Συρία.
Εξαιρεμένη από ορισμένες προβλέψεις του «Κανονισμού του Δουβλίνου ΙΙ», επειδή θεωρήθηκε ότι δεν εξασφάλιζε τα δικαιώματα των προσφύγων, το 2015, στην κορύφωση του Συριακού Εμφυλίου, θα δει να περνάνε τα σύνορά της κοντά ένα εκατομμύριο πρόσφυγες.
Παρά τις τεράστιες ανεπάρκειες του πληθυσμού, η αλληλεγγύη των κατοίκων σε συνδυασμό με την παρουσία των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) θα εξασφαλίσει ότι θα μπορέσουν να περάσουν προς τον «Βαλκανικό Διάδρομο» και να κινηθούν προς τη Δυτική Ευρώπη.
Η Ευρώπη κλείνει τα σύνορα
Αρχικά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ιδίως η Γερμανία έδειχναν θετικές στην προοπτική υποδοχής προσφύγων.
Όμως, η αυξανόμενη απήχηση ακροδεξιών αντιμεταναστευτικών απόψεων, έκανε το κλίμα χειρότερο.
Χώρες που στην πραγματικότητα δεν είχαν μεγάλες μεταναστευτικές ροές, όπως οι κεντροευρωπαϊκές χώρες του Βίζεγκραντ ή η Αυστρία έκλεισαν μονομερώς στις αρχές του 2016 τον «Βαλκανικό Διάδρομο».
Κυριαρχεί πλέον στην Ευρώπη η λογική της «αποτροπής» και ως βασικό μέτρο αποτροπής επί της ουσίας θεωρείται η εξασφάλιση ότι οι αιτούντες άσυλο θα «εγκλωβίζονται» στα σημεία πρώτης άφιξης και δεν θα επιτρέπεται η άμεση μετακίνησή τους προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο βαθμό που η Τουρκία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Σύρων προσφύγων, διαμορφώνεται η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, που ουσιαστικά ζητούσε από την Τουρκία να μην επιτρέπει μετακινήσεις προς την Ευρώπη και να δέχεται τις άμεσες επαναπροωθήσεις όσων δοκίμαζαν να περάσουν σε άλλες χώρες, με αντάλλαγμα οικονομική ενίσχυση (που θα δοθεί εν μέρει) και ικανοποίηση πάγιων τουρκικών αιτημάτων όπως ήταν η διευκόλυνση της χορήγησης βίζας σε τούρκους υπηκόους (που ακόμη εκκρεμεί). Στην πραγματικότητα, το προσφυγικό έγινε έτσι τμήμα της διαρκούς διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία.
Παράλληλα, η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Αφγανιστάν σήμαινε ότι οι προερχόμενοι από τη συγκεκριμένη χώρα συναντούσαν ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία να αποκτούν το καθεστώς του πρόσφυγα.
Τα τελευταία χρόνια ενισχύθηκαν στην Ευρώπη σημαντικά οι ακροδεξιές και αντιμεταναστευτικές φωνές.
Αυτό αφορά και πολιτικά ρεύματα αλλά και κυβερνήσεις όπως αυτές της Ουγγαρίας. Μέχρι πρότινος ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Ιταλία περιλάμβανε και τη Λέγκα του Σαλβίνι, ενώ αρκετά κεντροδεξιά κόμματα έχουν πάρει πιο συντηρητικές θέσεις, όπως για παράδειγμα η γερμανική χριστιανοδημοκρατία που θεωρεί ότι για να απαντήσει στην άνοδο της ακροδεξιάς θα πρέπει να υιοθετήσει το λόγο της.
Η διαχείριση του προσφυγικού στην Ελλάδα
Όπως και σε προηγούμενες στιγμές, η Ελλάδα κλήθηκε να λειτουργήσει ως ένα «ευρωπαϊκό σύνορο» ως προς τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές.
Η λογική ήταν ότι έπρεπε οι νέες αφίξεις να εξετάζονται στα σημεία άφιξης και ει δυνατόν να υπάρχει άμεση επαναπροώθηση σε περίπτωση που δεν τύγχαναν καθεστώτος ανθρωπιστικής προστασίας.
Όμως, οι ίδιοι οι ρυθμοί των σχετικών διαδικασιών, οι ελλείψεις σε προσωπικό διαμόρφωναν διαρκώς συνθήκες υπερπληθυσμού στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης στα νησιά, την ώρα που η διαμόρφωση των χώρων φιλοξενίας (τα λεγόμενα «καμπ») στην ενδοχώρα καθυστέρησε σημαντικά, ενώ δεν έλειψαν και αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών, συχνά υποκινημένες από ακροδεξιές φωνές. Η Μόρια έφτασε να γίνει συνώνυμη των κακών συνθηκών, την ίδια ώρα που άρρητα οι επίσημοι φορείς στηρίζονταν στην… επικουρία των καταλήψεων στέγασης για να καλύπτονται βασικές ανάγκες.
Αύξηση των ροών
Το τελευταίο διάστημα δείχνει να υπάρχει μια αύξηση των ροών προσφύγων προς την Ελλάδα. Αύξηση είχε καταγραφεί και το 2018 μετά τη μεγάλη υποχώρηση που έφερε το κλείσιμο του «Βαλκανικού Διαδρόμου».
Μπορεί να απέχουμε από το να πούμε ότι ζούμε «μέρες 2015», όμως υπάρχουν αρκετοί που εκφράζουν ανάλογες ανησυχίες. Σε αυτό συντελούν διάφορες παράμετροι, όπως οι συγκρούσεις γύρω από τον Ιντλίμπ που αρκετοί, ιδίως στην Τουρκία, πιστεύουν ότι θα πυροδοτήσει ένα νέο κύμα προσφύγων που θα θέλουν να αποφύγουν τις πολεμικές συγκρούσεις.
Αντίστοιχα, η μερική αλλαγή κλίματος στην τουρκική κοινωνία απέναντι στους Σύρους πρόσφυγες σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των τουρκικών χωρών να απομακρύνουν πρόσφυγες από τις μεγάλες πόλεις, θα μπορούσαν να ενισχύσουν ξανά τις ροές.
Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι θα μπορέσει να απαντήσει σε όλα αυτά με τα μέτρα που θα πάρει και που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμά της. Πιστεύει ότι με την κατάργηση του δεύτερου βαθμού θα περιοριστεί ο χρόνος και άρα σύντομα οι αιτούντες που δεν έλαβαν άσυλο να επαναπροωθούνται απευθείας από τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίηση.
Εκτιμά ότι αλλάζοντας τις οδηγίες προς την αστυνομία και δίνοντας εντολή για μαζικές συλλήψεις και επαναπροωθήσεις όσων έτυχαν απορριπτικών αποφάσεων θα μπορέσει να μειώσει και τους αριθμούς όσων βρίσκονται στην ενδοχώρα. Και πιστεύει ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην καλύτερη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων, σε συνεργασία με τη Frontex αλλά και η αποσαφήνιση των κανόνων εμπλοκής θα περιορίσει τις αφίξεις.
Ακόμα, η Κυβέρνηση εκτιμά ότι η αλλαγή του «Κανονισμού του Δουβλίνου» θα μπορούσε να διευκολύνει και την καλύτερη κατανομή των προσφύγων σε όλη την Ευρώπη.