Οι λεπτές ισορροπίες στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας απαιτούν και τους ανάλογους χειρισμούς.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αντιπαραθέσεις για το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών στα Δημοτικά και Γυμνάσια, θέλω να αναφερθώ σε ορισμένες πτυχές των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας, Εκκλησίας της Ελλάδος και δικαστικής εξουσίας.
Της Μαριέττα Γιαννάκου*
Η τελευταία απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως έγινε γνωστό, φαίνεται πως κρίνει αντισυνταγματικές τις αποφάσεις του προηγούμενου υπουργού Παιδείας σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών στα Δημοτικά και στα Γυμνάσια. Η σύγκρουση αυτών που πιστεύουν όχι απλώς σε διακριτούς ρόλους αλλά σε πλήρη διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, όσες φορές υπήρξε, κατέληξε σε βάρος των πρώτων.
Ο λόγος είναι απλός: η Εκκλησία είναι οργανισμός που κινείται βάσει δογμάτων και υπό την πλήρη κάλυψη του Συντάγματος, ενώ ταυτοχρόνως διαθέτει κάποιες ευελιξίες αν η Πολιτεία κινηθεί σωστά και χωρίς δημόσιο οξύ λόγο.
Όταν είχα κληθεί στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής να εκφράσω την άποψή μου για τα θέματα Παιδείας, παρόντος του υπουργού κυρίου Φίλη, είχα τονίσει ότι η επικοινωνία με την Εκκλησία πρέπει να είναι συνεχής, αλλά δεν χρειάζεται δημοσιότητα.
Έτσι υπήρξε θετική αντίδραση της Εκκλησίας όταν εισηγήθηκα στην Βουλή τον νόμο για την δημιουργία τζαμιού στον Βοτανικό, όπως και όταν δημιούργησα δια νόμου 240 θέσεις ιεροδιδασκάλων για την αρωγή των μουφτειών στο έργο τους στην Θράκη. Επίσης χωρίς καμμία αντίδραση σταμάτησε η εξομολόγηση εντός των σχολείων, αφού αυτή αποτελεί μία απολύτως προσωπική υπόθεση. Ακόμη, η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελούσε ελεύθερη επιλογή της οικογένειας του μαθητού.
Μετά από προσφυγή θεολόγων στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), οι προϋποθέσεις έγιναν αυστηρότερες –αν και το κίνητρο της προσφυγής είχε μάλλον χαρακτήρα επαγγελματικού συμφέροντος. Επιπλέον, η Ιερά Σύνοδος δια του Αρχιεπισκόπου, ζήτησε κάποια στιγμή από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο την έγκριση των βιβλίων από εκκλησιαστικούς παράγοντες. Το τελευταίο απήντησε ότι τα βιβλία ούτως ή άλλως τυγχάνουν επεξεργασίας από θεολόγους και αυτό ήταν αρκετό για την εγκυρότητά τους.
Οι σχέσεις με την Εκκλησία στο διάστημα 2004-2007 διαμορφώθηκαν και μέσω επιστημονικών επιτροπών Πολιτείας και Εκκλησίας, με την πλειοψηφία να προέρχεται από το υπουργείο Παιδείας. Θέματα όπως η εκκλησιαστική εκπαίδευση, η εκκλησιαστική δικαιοσύνη, είχαν εξετασθεί και καταλήξει σε συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Όταν επρόκειτο να ληφθεί κάποια απόφαση σχετική με ενδιαφέροντα της Εκκλησίας, υπήρχε συνήθως άτυπη επικοινωνία με το ΣτΕ ώστε να μην υπάρξει, ει δυνατόν, ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Τέλος, το 2004 σταμάτησε η επί έναν χρόνο δημόσια σύγκρουση της Εκκλησίας της Ελλάδας με την Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και βρέθηκε modus vivendi που επισημοποιήθηκε με έγγραφη συμφωνία, με προσωπική μας ευθύνη και συνεννόηση με τις δύο πλευρές. Τότε όλη η διαβούλευση και η επικοινωνία με την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα έγιναν διακριτικά, χωρίς τυμπανοκρουσίες, και ποτέ δεν εκμεταλλευτήκαμε το γεγονός ότι δόθηκε λύση στην αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών.
Η εμπειρία δείχνει ότι οι δημόσιες αντιπαραθέσεις πολύ συχνά δεν βοηθούν για να αλλάξεις τα πράγματα. Ούτε το ΣτΕ αξίζει βαρείς χαρακτηρισμούς, αφού προφανέστατα απεφάσισε στην προκειμένη περίπτωση κατ’ επιταγήν του Συντάγματος. Το ερώτημα είναι, η επιτροπή που δημιούργησε η κυβέρνηση για την συνταγματική αναθεώρηση και ο αντίστοιχος «διάλογος» ανά την χώρα, σε ποια συμπεράσματα οδηγούν για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας;
*Πρώην υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων