Αποκαλυπτήρια του ήθους, του ύφους, της ηθικής και της ιδεολογίας της εξουσίας…
Πολλοί απόρησαν και ενοχλήθηκαν με την παρατήρηση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών κ. Γ. Κατρούγκαλου στο Φόρουμ των Δελφών, όταν είπε ότι ο ίδιος και το κόμμα του «εκπροσωπούν τον λαό και όχι την ελίτ» που συμμετείχε στην εκδήλωση.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο Στέφανος Μάνος, την Κυριακή 4 Μαρτίου, σε ένα ευρηματικό άρθρο του στην Καθημερινή, αναρωτιέται στην ουσία πώς συμβαίνει και το αίσθημα της ντροπής απουσιάζει από τους ανθρώπους της κυβέρνησης των Συριζανέλ. Εξηγεί δε την απουσία αυτή λόγω ενός φαρμάκου που η Novartis προσφέρει στα μέλη της κυβέρνησης για να μην ντρέπονται. Πρόκειται βέβαια για μία φανταστική προσέγγιση του θέματος των διώξεων που επιχειρεί η κυβέρνηση κατά των πολιτικών της αντιπάλων.
Με τις παρατηρήσεις που ακολουθούν, θα αποδείξουμε ότι ο κ. Γ. Κατρούγκαλος είναι απολύτως σύμφωνος με αυτά που πιστεύει και άρα καλώς είπε αυτά που τού καταλογίζουν σχολιαστές αλλά και συνάδελφοί του. Ο δε Στέφανος Μάνος καλώς επισημαίνει την έλλειψη ντροπής στους Συριζανέλ, πλην όμως αυτή δεν είναι αποτέλεσμα φαρμακευτικής αγωγής αλλά ενός βαθύτατα ριζωμένου συναισθήματος, εξαιρετικά επικίνδυνου κατά τα λοιπά. Ας δούμε λοιπόν ποια είναι η πραγματικότητα.
Ο κ. Γ. Κατρούγκαλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και δικηγόρος, είναι προφανές ότι στα φοιτητικά του χρόνια ξεφύλλισε κάποια μαρξιστικά-λενινιστικά φυλλάδια, από τα οποία θα διδάχθηκε τρόπους κατάληψης της εξουσίας και παραμονής σε αυτήν. Κατά συνέπεια, τα όσα είπε στο Φόρουμ των Δελφών ανταποκρίνονται πλήρως στο ιδεολογικό του σύμπαν και στους τρόπους άσκησης της πολιτικής που αυτό τού υπαγορεύει.
Υπό αυτήν την έννοια, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών θεωρεί τον εαυτό του ως μέλος της κατά Λένιν πρωτοπορίας, η οποία, έστω και δια της απάτης, πήρε εντολή από 2,5 Έλληνες στους 10 να «σώσει τον λαό». Κατά τον κ. Γ. Κατρούγκαλο, στην εντολή αυτή συμπεριλαμβάνεται και η εξόντωση των ανθρώπων του παλαιού καθεστώτος, οι οποίοι επέβαλλαν στον λαό μνημόνια και άλλα δεινά.
Αυτοθεωρούμενος, λοιπόν, ο κύριος αναπληρωτής υπουργός ως εκπρόσωπος του λαού –τον οποίον μάλλον περιφρονεί βαθύτατα, όπως εξάλλου και ο Λένιν– δεν μπορεί παρά να τρέφει αισθήματα απαρέσκειας για την ελίτ. Παρά το γεγονός, βέβαια, ότι είναι μέλος της.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι φαιοκόκκινοι πολιτικοί σχηματισμοί, όπως αυτός που σήμερα βρίσκεται στην εξουσία, δεν έχουν κανέναν απολύτως ηθικό φραγμό. Είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικοί και αντιφιλελεύθεροι και κατά βάθος μισούν την κοινωνία. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που αρέσκονται να καλλιεργούν το μίσος, το οποίο είναι και η βασική πρώτη ύλη της πολιτικής τους ύπαρξης.
Κατ’ επέκταση, οι άνθρωποι που εκπροσωπούν πολιτικούς σχηματισμούς μίσους και αυταρχισμού, είναι αδιανόητο να διαθέτουν και ίχνη συναισθήματος ντροπής. Όπως υποστηρίζουν πολλοί ψυχολόγοι, η ντροπή είναι υποδηλωτική, μεταξύ άλλων, και μιας κάποιας ενοχής –συναίσθημα ανύπαρκτο στο επίπεδο των Συριζανέλ. Πώς μπορούν να αισθάνονται ντροπή και ενοχές άνθρωποι που, για να αναρριχηθούν στην εξουσία, εξαπάτησαν συνειδητά και με προμελέτη τον ελληνικό λαό σε μία περίοδο βαθύτατης κρίσεώς του;
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι Συριζανέλ είχαν και ένα βολικό άλλοθι για να ενεργήσουν με αυτόν τον τρόπο. Η τελευταία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (2007-2009) και το ΠΑΣΟΚ του Γ.Α. Παπανδρέου στην συνέχεια είχαν προετοιμάσει το έδαφος έχοντας δημιουργήσει και τις ιδανικές προϋποθέσεις.
Αν το 2009 είχε σχηματιστεί στην Ελλάδα μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας για να διαχειριστεί την κρίση, όπως συνέβη τρόπον τινα τον Ιανουάριο 2012, η χώρα σήμερα θα βρισκόταν εκτός μνημονίων. Πιθανότατα δε, ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα βίωνε αυτή την θύελλα του φαιοκόκκινου λαϊκισμού που απειλεί το μέλλον της σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι Συριζανέλ δεν είναι συνασπισμός κομμάτων αρχών, που υπεύθυνα αναλαμβάνουν την διαχείριση της εξουσίας στο πλαίσιο δημοκρατικών κανόνων. Οι Συριζανέλ είναι ευκαιριακός συνασπισμός ανθρώπων διψασμένων για εξουσία και αποφασισμένων για όλα προκειμένου να παραμείνουν σε αυτήν. Αυτός είναι και ο λόγος που κάνει το σημερινό κυβερνητικό μόρφωμα εξαιρετικά επικίνδυνο, φοβερά ανήθικο και απίστευτα θρασύ, άρα χωρίς αιδώ.
Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο, δεν απαλλάσσει των ευθυνών τους τα δύο μεγάλα κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα από το 1974 έως το τέλος τού 2014 και που, ως εκ τούτου, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της χρεοκοπίας. Τα κόμματα αυτά όχι μόνον έχουν εθνικό καθήκον να παραδεχτούν και να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, αλλά και να προτείνουν κοινές μεταρρυθμιστικές λύσεις για έξοδο από την κρίση και είσοδο στον δρόμο της ανάπτυξης.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η Ελλάδα έχει ανάγκη των ελίτ της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς –που όντως έχουν και τις γνώσεις, αλλά και την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να ανοίξουν στην χώρα την πόρτα του 21ου αιώνα. Την ώρα που στην Ιταλία οι δυνάμεις του λαϊκισμού και του αντιευρωπαϊσμού απειλούν 60 και πλέον χρόνια ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, η Ελλάδα θα μπορούσε, από πρόβλημα, να γίνει αφετηρία λύσεων και για μιαν άλλη Ευρώπη.