Κρατισμός, παλαιοκομματισμός και κακώς εννοούμενος καραμανλισμός είναι τα μεγάλα εμπόδια στις πολιτικές φιλοδοξίες του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Μήπως τελικά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ισχύσει το περίφημο «όποιος βιάζεται σκοντάφτει»;
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μήπως βιάστηκε να αναρριχηθεί στην εξουσία της ΝΔ, χωρίς να έχει μελετήσει σωστά όλες τις παραμέτρους της προσπάθειάς του; Από την άλλη πλευρά, μήπως η άνοδός του στην κορυφή της ΝΔ δεν τον αφήνει να δει και να εκτιμήσει σωστά σε ποιο πολιτικό και γεωπολιτικό περιβάλλον κινείται; Επίσης, έθεσε ποτέ στον εαυτό του –όπως έκανε ο Εμμ. Μακρόν στην Γαλλία– το ερώτημα αν μπορεί να πετύχει πολιτικά χρησιμοποιώντας παλαιά και εξόχως φθαρμένα υλικά;
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε θέτοντας ακόμα πολλά ερωτήματα. Δεν είναι όμως αυτός ο στόχος μας.
Στο παρόν σημείωμα θέλουμε να πάμε πίσω από την υπόθεση της διαγραφής του Ευάγγελου Αντώναρου από την ΝΔ και να υπογραμμίσουμε ότι σημαντικοί παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί, δεν θέλουν στην χώρα την ύπαρξη μίας αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ.
Θεωρούν ότι θα ήταν ουσιαστικά κυβέρνηση μειοψηφίας και άρα πολύ δύσκολα θα μπορούσε να βάλει την Ελλάδα στην απαραίτητη για την οικονομική της επιβίωση τροχιά ανάπτυξης.
Την άποψη αυτή δεν την εκφράζουμε αβασάνιστα. Την έχουν διατυπώσει, κάπως πιο διπλωματικά, κορυφαίοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, κοινοτικοί αξιωματούχοι, Αμερικανοί διπλωμάτες, αλλά και συνάδελφοι εκτός Ελλάδος που ασχολούνται με το αποκαλούμενο «ελληνικό πρόβλημα».
Οι τοποθετήσεις των παραπάνω παραγόντων είναι απολύτως γνωστές στον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και σε μερίδα της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ. Ειδικά δε στον σημερινό πρωθυπουργό, οι απόψεις αυτές ήταν εν μέρει γνωστές και πριν τις εκλογές τού 2015, υπαγόρευσαν δε σε σημαντικό βαθμό επιλογές του.
Για παράδειγμα, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η επιλογή του να προτείνει για πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Πρ. Παυλόπουλο, στενό συνεργάτη του Κωνσταντίνου Καραμανλή την δεκαετία τού 1980 και κορυφαίο στέλεχος των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή την περίοδο 2004-2009.
Οι δυτικοί σύμμαχοι και δανειστές μας το 2015 δέχθηκαν θετικά την επιλογή Παυλόπουλου στην προεδρία της Δημοκρατίας όπως και την συμμαχία Σύριζα-Ανέλ. Ο σημερινός ΠτΔ σε μεγάλο βαθμό αποτελούσε εγγύηση για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και ο Π. Καμμένος ήταν εγγύηση για την νατοϊκή επιλογή της χώρας.
Υπό αυτή την έννοια, έτσι, παρά τις αντιδυτικές κορώνες του Αλ. Τσίπρα, οι Ρώσοι γνώριζαν πολύ καλά ποιο παιχνίδι έπαιζε και είχαν ξεκάθαρες πληροφορίες για τις σχέσεις του με τους Κλίντον μέσω της Γιάννας Αγγελοπούλου. Συνεπώς, όταν ο Παν. Λαφαζάνης έκανε τεμενάδες στον πρόεδρο Βλαδίμηρο Πούτιν, ο τελευταίος γνώριζε πολύ καλύτερα από τον Έλληνα υπουργό ότι οι γονυκλισίες του είχαν ημερομηνία λήξεως.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Σύριζα-Ανέλ βόλευε ένα κομμάτι της ΝΔ γιατί, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, έπρεπε να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις που η ΝΔ ως κυβέρνηση δεν ήθελε να κάνει.
Εξάλλου, μέσα στην ΝΔ δεν ήσαν λίγοι οι καραμανλικοί που ήθελαν να στηρίξουν τον Αλέξη Τσίπρα, με την ελπίδα ότι έτσι θα υπονομευθεί η αρχηγία Κυριάκου Μητσοτάκη –τον οποίο, άλλωστε, υπονομεύουν συστηματικά και συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, που στο παρελθόν είχαν συμβάλει τα μέγιστα στην πτώση της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο Αλέξης Τσίπρας, αφού απαλλάχθηκε από βαρίδια τύπου Λαφαζάνη, Κωνσταντοπούλου και Βαρουφάκη, από την μια πλευρά δημιουργεί πλέον δικό του «καθεστώς» και, από την άλλη, φιλοδοξεί να διαδραματίσει διεθνή ρόλο ως «ανανεωτής της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς».
Στο πλαίσιο αυτό, μέσω της λάσπης, ήδη επιδιώκει να αποδυναμώσει το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, να κηλιδεύσει συγκεκριμένα πρόσωπα στην ΝΔ και να δημιουργήσει διχαστικό κλίμα που θα ευνοεί την «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια και την «αδιάφθορη» προσωπικότητά του.
Δεν ήταν διόλου τυχαία, επίσης, η προσπάθειά του να «λασπολογήσει» τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, και τον πρώην υπηρεσιακό πρωθυπουργό Παν. Πικραμμένο. Θεωρεί τα πρόσωπα αυτά κλειδιά στις προσεχείς εξελίξεις στην Ελλάδα και ικανά να παίξουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην οικονομία και στην Δικαιοσύνη.
Όπως ήδη γράψαμε, ο επόμενες εκλογές θα γίνουν σε βαρύ πολιτικό τοπίο, με μία κυβέρνηση που θα παίζει τα ρέστα της. Είναι πολύ πιθανόν τον Οκτώβριο 2018 να έχουμε διπλές κάλπες –εθνικές εκλογές και δημοψήφισμα για αλλαγή Συντάγματος. Δεν αποκλείεται, επίσης, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της ΝΔ, να υπάρξει οικουμενική κυβέρνηση και νέα εκλογική αναμέτρηση τον Μάϊο 2019 ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές.
Ωστόσο, αν στις ευρωεκλογές ο Αλ. Τσίπρας κατέβει με «φωτοστέφανο» του «ηγέτη» της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς, τότε οι εξελίξεις θα πάρουν άλλην τροπή.
Στο μεταξύ, όμως, η κυβέρνηση Τσίπρα θα παίξει κυνικά το παιχνίδι της έντασης.
Ο σημερινός πρωθυπουργός έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Σύριζα δεν μπορεί να ανεβάσει τα ποσοστά του και να πλησιάσει εκείνα τού 2015. Δίνει έτσι έμφαση στην προσπάθεια να κατεβάσει το δημοσκοπικό εκλογικό ποσοστό της ΝΔ σε επίπεδο που θα τού επιτρέψει να διατηρήσει πρωταγωνιστικό ρόλο, μετά την πιθανή εκλογική του ήττα.
Με αυτό το σκεπτικό, άλλωστε, προχώρησε στην αλλαγή του εκλογικού νόμου και στην προώθηση σχετικών ρυθμίσεων για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Όλα αυτά, σε μία χώρα καταπονημένη από οκτώ χρόνια κρίσης, θα έπρεπε να προκαλούν προβληματισμό σε βάθος και όχι μικροκομματικούς υπολογισμούς. Η χώρα θέλει ριζικό ανανεωτικό λίφτινγκ. Με παλαιοκομματικά γιατροσόφια δεν θα πάει πλέον πολύ μακρυά.