Σε μία χώρα όπου ο δημόσιος διάλογος έχει πάρει διαζύγιο από την λογική, η περί της λιτότητας μυθολογία απομακρύνει κάθε προσπάθεια ανάκαμψης και προσαρμογής στις απαιτήσεις της πραγματικότητας...
Των Κων. Γάτσιου και Δημήτρη Α. Ιωάννου*
Αν υπάρχει κάτι που μάθαμε από την πρόσφατη «υψηλού επιπέδου» επίσκεψη το οποίο δεν ξέραμε, είναι ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση (ομού μετά της πολιτειακής ηγεσίας) συμφωνούν σε τούτο: βασικό πρόβλημα της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας μας είναι η «λιτότητα»!
Επόμενο ήταν, μόλις το μάθαμε αυτό, να γεννηθεί –σε κάποιους, τουλάχιστον, από εμάς– ένα εύλογο ερώτημα: Αφού είναι έτσι, και τα δύο μεγάλα κόμματα συναντώνται σε κάτι τόσο θεμελιώδες, προς τί το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Αντί να αλληλοκατηγορούνται για πολλά και διάφορα «μικρά», γιατί δεν σχηματίζουν (μαζί και με τα μικρότερα κόμματα που συμφωνούν στο συγκεκριμένο θέμα) μία κυβέρνηση συνεργασίας για να αντιμετωπίσουν από κοινού αυτό που θεωρούν ως μείζον πρόβλημα;
Να πολεμήσουν, δηλαδή, όλοι μαζί, αυτήν την κακούργα την «λιτότητα»; Να καταργήσουν, με έναν νόμο και ένα άρθρο ει δυνατόν, αυτή την φοβερή μάστιγα, που βρίσκεται πίσω από κάθε καταστροφή που μάς χτύπησε την τελευταία δεκαετία;
Δοθέντος ότι, αν δεν μάς απατά η μνήμη, «λιτότητα» είχαμε και εκεί πίσω στο 2008 και στο 2009, πριν μπούμε στην κρίση. Αυτήν κατήγγελλαν και τότε οι αταλάντευτοι αγωνιστές και γι αυτήν θρηνούσαν οι υγιείς αναξιοπαθούντες!
Δυστυχώς, ζούμε σε μία χώρα που ο δημόσιος διάλογος έχει πάρει διαζύγιο από την λογική και η συλλογική συνείδηση από την πραγματικότητα. Διότι σήμερα στην Ελλάδα δεν εφαρμόζεται καμμία πολιτική «λιτότητας».
Η Ελλάδα καταναλώνει το 90% του ΑΕΠ που δημιουργεί –όταν, για να έχει μακροοικονομική ισορροπία και ελπίδες για ανάπτυξη, θα έπρεπε να καταναλώνει μόνον το 75%, ώστε να αποταμιεύει και να επενδύει το υπόλοιπο (όπως κάνουν σχεδόν όλες οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης).
Επίσης, φέτος, μετά από έξι χρόνια μνημονίων, θα δανειστεί ποσό μεγαλύτερο από το 2,5% του ΑΕΠ της, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να πληρώσει τους τόκους των δανείων της! Δηλαδή, έχουμε μία πτωχευμένη χώρα, της οποίας ο υπερμεγέθης δημόσιος τομέας συνεχίζει να καταναλώνει πέρα από τις δυνατότητες της οικονομίας της.
Μια πτωχευμένη χώρα η οποία δεν καταφέρνει να εξυπηρετεί μόνη της τους τόκους των οφειλών της και, ως αποτέλεσμα, συνεχίζει να δανείζεται, αυξάνοντας και άλλο το χρέος της! Παρά, μάλιστα, το γεγονός ότι εξαιτίας της μεγαλύτερης απομείωσης χρέους που έγινε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία, καθώς και διάφορων άλλων συνοδευτικών ρυθμίσεων, σήμερα χρειάζεται να πληρώνει ετησίως για τόκους σχεδόν 10 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα απ’ ό,τι θα πλήρωνε εάν δεν είχαν γίνει οι εν λόγω ρυθμίσεις. Για τις οποίες, όμως, βρίζει και κατηγορεί τους πιστωτές της, θεωρώντας ότι τής έστησαν παγίδα και την κατέστρεψαν! Ζητώντας, βέβαια, στην συνέχεια, και άλλη απομείωση του χρέους της!
Ένα επιπλέον δε χαρακτηριστικό αυτής της πτωχευμένης χώρας είναι ότι διαθέτει το μικρότερο ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού στον αναπτυγμένο κόσμο, έχοντας παράλληλα στείλει στην σύνταξη σχεδόν το 10% των κατοίκων της όσο βρίσκονταν ακόμη σε παραγωγική ηλικία –και τώρα θρηνεί γιατί δεν έχει την δυνατότητα να πληρώνει τις συντάξεις που θα «επιθυμούσε»!
Δυστυχώς, η Ελλάδα είναι επίσης μία χώρα όπου, αντί ο λαός της να έχει φέρει τα πάνω κάτω προκειμένου να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για να απασχολήσει το περισσότερο από ένα εκατομμύριο ανέργων που την βαρύνουν και τους πεντακόσιους χιλιάδες νέους που έφυγαν στα ξένα, κάθεται και παρακολουθεί με καμάρι τους ηγέτες της να θρηνούν και να επαιτούν στους παρατυχόντες ξένους ομολόγους τους για διάφορα πράγματα που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Διότι στην Ελλάδα, σήμερα, όχι μόνο δεν έχουμε «λιτότητα» αλλά ούτε και το δημόσιο χρέος είναι το βασικό μας πρόβλημα. Ειδικά για το τελευταίο, με τις διευθετήσεις που έγιναν, πληρώνουμε ως ποσοστό του ΑΕΠ λιγότερο από άλλες χώρες που δεν χρεώθηκαν ποτέ τόσο πολύ. Και, σε κάθε περίπτωση, επιβαρυνόμαστε για την εξυπηρέτησή του με ένα ποσοστό (3,5% του ΑΕΠ) που μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικό για μία οικονομία στο δικό μας επίπεδο ανάπτυξης.
Όμως, επειδή το χρέος και η απομείωσή του είναι βολικό θέμα συζήτησης, συνεχίζουμε να φλυαρούμε γι αυτό την στιγμή που το πραγματικό καρκίνωμα, που λέγεται «μη εξυπηρετούμενα δάνεια», δηλαδή το ιδιωτικό χρέος, γιγαντώνεται μέρα με την ημέρα, απειλώντας να οδηγήσει την οικονομία στην πλήρη κατάρρευση.
Ένα καρκίνωμα που αφέθηκε για χρόνια να αναπτύσσεται, διότι η αντιμετώπισή του απαιτούσε αντιδημοφιλείς και, επομένως, όχι αρεστές στην κυριαρχούσα δημαγωγία λύσεις.
Και έτσι χάθηκε η ευκαιρία να ιαθεί τον καιρό που οι τράπεζες ανήκαν στο ελληνικό Δημόσιο και ήταν εφικτή μία ικανοποιητική λύση. Τώρα, δυστυχώς, ή θα αφεθεί να πνίξει την ελληνική οικονομία ή θα εκριζωθεί με πολύ μεγάλες παρενέργειες.
Η ελληνική οικονομία δεν είναι μία οικονομία που υποφέρει από «λιτότητα». Υποφέρει από πολλαπλές ασυμμετρίες και δυσπλασίες –όλες, προϊόντα λανθασμένων και άστοχων διαχρονικών επιλογών των ίδιων των Ελλήνων πολιτών και των πολιτικών τους αντιπροσωπεύσεων.
Γι’ αυτό, το να ξεσπάμε σε λυγμούς και ικεσίες μόλις βρεθούμε μπροστά σε οιονδήποτε ξένο αξιωματούχο, σχετικό ή άσχετο με το χρέος μας και την υποτιθέμενη «λιτότητα», μάλλον δεν συνιστά παραγωγική πρακτική. Όχι μόνον γιατί δεν μπορεί να αποφέρει τίποτα αλλά, κυρίως, γιατί δεν αξίζει ένας λαός να ζει μετερχόμενος την τέχνη της επαναστατικής θρηνωδίας και της αγωνιστικής επαιτείας, με θεατή ολάκερη την οικουμένη.
Έτσι κι αλλιώς, οι ξένοι ό,τι ήταν να δώσουν το έδωσαν και ό,τι είναι να δώσουν παραπάνω θα το δώσουν και αυτό. Ακόμη και εξ ανάγκης.
Όμως, η λύση στα προβλήματα της χώρας βρίσκεται στα χέρια των ίδιων των πολιτών της και μόνον αυτών. Και θα δοθεί αν αποφασίσουν κάποτε, μακάρι σύντομα, πρώτα να κυνηγήσουν όσους δημαγωγούν και μετά να μεταρρυθμίσουν και να εξυγιάνουν, με ηθικό θάρρος και πνευματική τόλμη, τον βίο τους.
Να ξανακάνουν την χώρα τους «Ελλάδα» και τους εαυτούς τους «Έλληνες».
* Ο Κων. Γάτσιος είναι καθηγητής Οικονομικών και πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Δημ. Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος