Η εικόνα είναι γνωστή σχεδόν σε όλους: λογαριασμοί στην πόρτα μετά τα μπάνια και τις διακοπές. Τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, ΕΝΦΙΑ, σχολεία και φροντιστήρια παιδιών. Αναρωτιέται κανείς πώς θα αντεπεξέλθει σε όλα αυτά, πώς θα τα διαχειριστεί.
Ένα βουνό υποχρεώσεων που πνίγει κάθε σκέψη για δημιουργία, σχέδια, στόχους. Και μετά αρχίζουν οι ενοχές: »χρωστάμε και πήγαμε διακοπές, ψωνίσαμε και ρούχα, τρώγαμε όλη μέρα έξω».
Του Ηλία Καραβόλια
Και η αλυσίδα της ενοχής μεγαλώνει και συμπεριλαμβάνει όλα όσα αγοράζαμε τις καλές εποχές, με δόσεις (έπιπλα, αυτοκίνητο, ακόμη και το ίδιο το σπίτι). Δουλεύουμε περισσότερο, αμειβόμαστε λιγότερο, χρωστάμε περισσότερα. Απλό και αντιληπτό το σχήμα, από όλους πλέον.
Να σημειώσω, ως παρένθεση, ότι ενώ το άγχος του καθενός αυξάνεται, ενώ τα βάσανα μεγαλώνουν, ενώ οι στόχοι περιορίζονται (αφού δεν συμφέρει να βγάζεις περισσότερα λεφτά), βρήκαμε ως λαός αποφόρτιση: εμφύλιος για την ύπουλη, κατά την γνώμη μου, εξομοίωση ναζισμού-κομμουνισμού.
Οι Έλληνες στο facebook, για να μην αναφερθούν στον ΕΝΦΙΑ, στις τράπεζες και στα χρέη, ανταλλάσσουν δόγματα και ανιστόρητες θέσεις για τον Στάλιν, τον Χίτλερ, τον Λένιν και τον Μάρξ.
Πέρασαν χρόνια από τότε που η γη χάθηκε κάτω από τα πόδια μας. Και όμως είναι σαν χθες. Ο χρόνος συμπυκνώθηκε, παρέμεινε εκεί, στο απρόσμενο που έκανε όλο αυτό το σκηνικό να φαίνεται ότι δεν μας βγάζει πουθενά.
Η αλήθεια είναι ότι ανάκαμψη δεν προβλέπεται σύντομα, αν και βελτιώθηκε δραστικά η εικόνα των δημοσίων μεγεθών (γιατί πολύ απλά ματώνουμε για να έχει το κράτος πλεόνασμα) Πόσο όμως κοστίζει ψυχικά αυτή η θυσία; Πόσο άγχος ακόμη χωράει στο στενάχωρο ψυχισμό του Νεοέλληνα;
Τα λάθη του καθενός μπορεί να είναι αντιληπτά μόνο από τον ίδιο. Η σκόπιμη καλλιέργεια όμως αισθήματος μαζικής ενοχής και συλλογικής απειθαρχίας, κάποτε θα έβγαινε στην επιφάνεια ότι κρύβει μια κύρωση απέναντι στον εαυτό: την ατομική ευθύνη, τον εξατομικευμένο ανορθολογισμό. Ο καθένας εξ ημών ξέρει πόσο φταίει για τις οικονομικές του επιλογές.
Ίσως όμως να φταίει τόσο όσο και για την ψήφο του, το κατ’ εξοχήν παράδειγμα επιλογής που απαιτεί ορθολογισμό. Υπερδανείστηκε ο Έλληνας χωρίς να υπολογίζει ότι κάποτε θα έπεφτε ο μισθός του και το εισόδημα του. Τι δεν ομολογούσε όμως στον εαυτό του;
Το ότι ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα τον αφήσει απροστάτευτο το κράτος του. Και εδώ είναι η μεγάλη πλάνη που κυριαρχεί σχεδόν σε όλα τα κράτη της καπιταλιστικής Δύσης, αφού ο πολίτης (όχι μόνο ως οικονομικό υποκείμενο) πιστεύει ότι ζεί κάτω από το πέπλο της κοινής προστασίας από το κράτος-πατερούλη.
Ένας μύχιος πατερναλισμός έθρεφε τις επιθυμίες σχεδόν όλων. Την ίδια στιγμή που βρίζαμε το κομματικό κράτος, το σπάταλο και γραφειοκρατικό Δημόσιο, στο πίσω μέρος του μυαλού μας το είχαμε ως θεματοφύλακα του επαγγελματικού μας βίου, ως αγελάδα που την αρμέγουμε, ως φορέα που θα επέμβει να σβήσει την φωτιά.
Και σαν αντασφαλιστή των φόβων μας, είχαμε καταφέρει να εγκαταστήσουμε στο μυαλό μας την Ευρώπη, που μας απάλλασσε από το δίλημμα Δύση-Ανατολή και μας επιβεβαίωνε την φαντασιακή θέσπιση μιας δήθεν αλληλέγγυας ομοσπονδίας προηγμένων λαών, χωρίς να προβληματιστούμε ποτέ γιατί αυτοί οι λαοί έφτιαχναν αυτοκίνητα και εμείς τα ψωνίζαμε με φθηνό χρήμα που οι δικές τους τράπεζες δάνειζαν στις δικές μας.
Η εποχή έχει τίτλο. Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του αμφιλεγόμενου μεν, αλλά αξιόλογου κατ εμέ, Σλοβένου διανοητή S. Zizek: «Καλώς ήλθατε στην έρημο του Πραγματικού».
Και ως Πραγματικό ορίζεται η βίαιη βιοπολιτική που στηρίζεται στην δαρβινική εκδοχή της ατομοκρατίας, σε μια άκρως ανταγωνιστική και πλήρως ιδιωτικοποιημένη οικονομία, που δεν χωράει το κράτος πρόνοιας, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, τις αξιοπρεπείς συντάξεις, τις ρήτρες εισοδήματος σε δανειακές συμβάσεις( να πέφτει η δόση αν πέφτει το εισόδημα).
Στις σκανδιναβικές και στις βορειοευρωπαϊκές χώρες μπορείς (ή, τουλάχιστον, μπορούσες κάποτε) να σχεδιάσεις το μέλλον σου.
Να ξέρεις ότι θα έχεις νοσοκομείο για τα γηρατειά σου και σχολείο για τα παιδιά σου, ως ανταπόδοση από την υψηλή φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές.
Δομήθηκε ένα οικονομικό σύστημα με επιχειρήσεις που αντέχουν να δίνουν υψηλούς μισθούς.
Η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία έθρεψαν μεν έναν μανιακό καπιταλισμό, αλλά ο προοδευτικός πολίτης ξέρει ότι θα ανταμειφθεί για τον κόπο του, ξέρει ότι η ανεργία παραμονεύει αλλά οι ευκαιρίες πάντα υπάρχουν για όσους μοχθούν δίκαια, με προσόντα και ταλέντο.
Το Κράτος λειτουργεί εκεί ως υπηρέτης. Για να ακριβολογώ, οι δομές του έχουν αυτοματοποιηθεί και συστηματικά πλέον εξυπηρετούν το άτομο, ενίοτε το προφυλάσσουν κιόλας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η αγορά εργασίας και ο επιχειρηματικός στίβος δεν είναι αρένα ανταγωνισμού όπου επιβιώνει ο καλύτερος αφού σε πολλές χώρες ισχύει το αυτονόητο πλέον: ο μανιακός χρηματοπιστωτικός τομέας και ολιγοπώλιο βιομηχανικών κολοσσών, δυσκολεύουν την ζωή του μέσου πολίτη, του εργαζόμενου, του ελεύθερου επαγγελματία.
Στον τόπο μας, έπρεπε να φτιάξουμε πρώτα το Κράτος και μετά τα σπιτικά μας και τις δουλειές μας. Παθογένειες δεκαετιών (όχι μόνο της μεταπολίτευσης) πήγαν να διορθωθούν από μερικούς ικανούς πολιτικούς.
Το κόμμα όμως, οι συντεχνίες, οι χορηγοί, η μικρή και η μεγάλη διαπλοκή, η διαφθορά σε τοπική αυτοδιοίκηση και υπουργεία, αποδείχθηκαν ισχυρότερα των καλών προθέσεων.
Αλλά κάτι άλλο με ενδιαφέρει ως κατακλείδα. Ο Έλληνας, είτε ως πολίτης είτε ως πολιτικός, παραμένει δέσμιος του αρχέγονου συμπλέγματος ενοχής μεταξύ Χρέους και Περιουσίας, δηλαδή πώς να αφήσουμε κάτι σε αυτή την ζωή, για την επόμενη γενιά, πριν αποδημήσουμε.
Ίσως είναι καιρός είναι να μελετήσουμε γιατί ο Πλάτωνας στους Νόμους του είχε εισηγηθεί να απαγορευτούν τα έντοκα δάνεια, πράγμα αδύνατο στην εποχή μας, αφού ο τόκος γεννά χρήμα και απαξιώνει εργασία, υποτιμά το χέρι και το ανθρώπινο μυαλό.
Αυτή την απαξίωση, δυστυχώς, και την εμπλοκή της με την χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και τον μύχιο πατερναλισμό μας, είναι που δεν έχουμε αντιληφθεί ακόμα. Γι αυτήν »συνωμοτεί» όλο το σκηνικό της πολυετούς κρίσης.