Οι επικείμενες εκλογές μαζί με την παροχολογία, τους αθρόους διορισμούς και τον καλλιεργούμενο διχασμό δικαιολογούν ήδη ανησυχίες και για δημοκρατική εκτροπή, και ο Θεός της Ελλάδας να βάλει το χέρι του.
Αν απαισιόδοξος είναι ο αισιόδοξος, που έχει καλή πληροφόρηση, όπως έχει πει ο Οσκαρ Γουάιλντ, τότε όποιος έχει καλή πληροφόρηση για ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία δεν μπορεί παρά να είναι απαισιόδοξος. Σχεδόν όλοι οι οικονομικοί αναλυτές, που δεν είναι διορισμένοι σε κάποιο κρατικό αξίωμα, δεν συγκρατούν την απογοήτευσή τους και έχουν ελάχιστες προσδοκίες για το νέο έτος.
Του Γιάννη Μαρίνου
Ολοι σχεδόν οι οικονομικοί δείκτες είναι από τους χειρότερους σε όλη την Ευρώπη, όπως η ανταγωνιστικότητα, η παραγωγικότητα, η ανεργία, το δημόσιο χρέος. Το ευχάριστο γεγονός ότι χάρη στις πιέσεις της τρόικας μηδενίσαμε επιτέλους τα δημοσιονομικά ελλείμματα και περιορίσαμε σε ανεκτά επίπεδα το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών δυστυχώς δεν αρκεί.
Αλλωστε μετά τους πανηγυρισμούς της Ιθάκης για απαλλαγή από τα μνημόνια ο κυβερνητικός πανικός για την επερχόμενη απώλεια της πλειοψηφίας στις εκλογές έχει ήδη μετουσιωθεί σε κάθε είδους αντιπαραγωγικές παροχές με καταναλωτική κατάληξη, με βέβαιη συνέχεια τον ταχύ εξανεμισμό των ούτως ή άλλως αποπνικτικών υπερπλεονασμάτων που οφείλονται κυρίως στη βαρύτατη φορολογία.
Αυτή άλλωστε στερεί από τους φορείς παραγωγής κάθε δυνατότητα για επενδύσεις, που μόνες αυτές θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και συνεπώς στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος, του οποίου η απώλεια κατά την τελευταία οκταετία υπερέβη το 25%.
Δυστυχώς στην ατέλειωτη σειρά ψευδών και ψευδαισθήσεων, με τα οποία εκδηλώνεται η διακυβέρνηση της χώρας μας τα τελευταία τριάμισι χρόνια, κυρίαρχη είναι η εκτίμηση ότι, παρά τη λήξη των μνημονίων, η Ελλάδα δεν κατέκτησε την απαραίτητη αξιοπιστία για να την εμπιστευθούν και πάλι οι περίφημες αγορές, δηλαδή οι διεθνείς επενδυτές, τους οποίους μάταια καλεί η κυβέρνηση να επαναλάβουν τον υγιή δανεισμό μας, αν δεν χρυσοπληρωθούν με απαγορευτικά επιτόκια, που κυμαίνονται γύρω στο 4,5%.
Το ότι τα ευρωπαϊκά κράτη-συνεταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν φαίνεται να ανησυχούν και δεν διστάζουν να αναφέρονται με επαινετικούς χαρακτηρισμούς στη σημερινή ελληνική κυβέρνηση οφείλεται στο απλό γεγονός ότι με σειρά ασφυκτικών δεσμεύσεων, με τις οποίες έχουν δέσει χειροπόδαρα την Ελλάδα έως το 2060, έχουν εξασφαλίσει την εξόφληση των υπέρογκων δανείων τα οποία γενναιόδωρα μεν μας έδωσαν σώζοντάς μας από την ανοιχτή χρεοκοπία, αλλά τα οποία ανέβασαν το δημόσιο χρέος της χώρας μας σε πάνω από 320 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 180% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
Είναι ως εκ τούτου φυσιολογική η δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίζονται οι προσκλήσεις για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα, τις οποίες άλλωστε εκτός της βαριάς και ασταθούς φορολογίας αποτρέπουν και η ασφυκτική γραφειοκρατία, η διαφθορά της δημόσιας διοίκησης και η ουσιαστική αρνησιδικία του επίσης πάσχοντος δικαστικού μας συστήματος, το οποίο εκδηλώνει τάσεις αντιδημοκρατικής υποταγής στις επιθυμίες της κυβέρνησης, ενώ παράλληλα απειλεί και πάλι τη δημοσιονομική ισορροπία με αποφάσεις η εκταμίευση των οποίων μπορεί να υπερβεί τα 15 δισ. ευρώ.
Οι επικείμενες εκλογές μαζί με την παροχολογία, τους αθρόους διορισμούς και τον καλλιεργούμενο διχασμό δικαιολογούν ήδη ανησυχίες και για δημοκρατική εκτροπή, και ο Θεός της Ελλάδας να βάλει το χέρι του.