Πουτινισμός στην Ρωσία, Τραμπισμός στις ΗΠΑ και κρατικός καπιταλισμός στην Κίνα, σε συνδυασμό με την ισλαμική πανώλη, έχουν εξαπολύσει την σκληρότερη επίθεση κατά της δημοκρατίας και των φιλελεύθερων αρχών της
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Κάποιοι δεν διάβασαν προσεκτικά το περίφημο άρθρο του Φράνσις Φουκουγιάμα περί του τέλους της Ιστορίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ούτε ανέλυσαν την σκέψη του στο βιβλίο του όπου έθιγε το ίδιο θέμα.
Ορισμένοι, όμως, διαβάζοντας βιαστικά τα περί της νίκης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τα πήραν στο κρανίο και ορκίστηκαν εκδίκηση. Η προοπτική ότι, μετά την κατάρρευση του εθνικοσοσιαλισμού και του κομμουνισμού, θα μπορούσε να υπάρξει επί της γης ένα σύστημα που θα ήταν δημοκρατικό, φιλελεύθερο, αποτελεσματικό και λιγότερο διεφθαρμένο, απαλλαγμένο από «σωτήρες» και άλλους «νονούς» της κοινωνικής δικαιοσύνης, τούς αρρώσταινε. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους που μεγαλώνουν στους κόλπους μίας βάρβαρης και βαθύτατα αντιδραστικής θρησκείας, που είναι ο ισλαμισμός. Έπρεπε, λοιπόν, να βρουν ευκαιρίες για να πάρουν την ρεβάνς απέναντι στην Ιστορία –την οποία νομίζουν ότι μπορούν να σταματήσουν…
Έτσι, από το 1997 και μετά –δηλαδή, οκτώ χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου– άρχισαν οι διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης. Σηάτλ, Γένοβα, Πόρτο Αλλέγκρε, υπήρξαν θέατρα βίαιων εκδηλώσεων, με κύριο χαρακτηριστικό τους την τυφλή βία για την βία. Την ίδια περίοδο άρχισαν να ενισχύονται και τα αντιευρωπαϊκά κινήματα, τα οποία όμως δεν είχαν επεκταθεί στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Οι χώρες της ετοιμάζονταν για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και, μετά την κομμουνιστική εμπειρία, οι αντιευρωπαϊκές φωνές δεν είχαν μεγάλη πέραση. Παρόλα αυτά, στις χώρες αυτές οι πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του αντιευρωπαϊσμού υπήρχαν, αλλά απλώς περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθούν.
Αυτή η κατάλληλη στιγμή ήρθε μετά την ένταξη των χωρών αυτών στην ΕΕ, χώρο όπου ισχύουν κανόνες δικαίου, ελεύθερος ανταγωνισμός και αυστηρή προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι αρχές αυτές δεν ήταν δεδομένες στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, αλλά ούτε και μπορούσαν να εισαχθούν εύκολα και απλά σε κοινωνίες που είχαν βιώσει τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, από το 1990 και μετά, στην παγκόσμια αγορά γινόταν όλο και πιο ισχυρή η παρουσία χωρών με αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Κίνα, το Βιετνάμ, η Ταϋλάνδη, κ.α., οι οποίες, μαζί με την Ινδία, την Βραζιλία και την Νότιο Αφρική, διεκδικούσαν μερίδιο συμμετοχής σε αυτήν –σε μία περίοδο όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας ήσαν θετικοί μεν, αλλά ανεπαρκείς για να καλύψουν τις απαιτήσεις των νεοεισερχομένων.
Την ίδια εποχή, σημαντικές διαστάσεις έπαιρνε και η «μεταμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας», όπως την είχε περιγράψει ο αείμνηστος Πήτερ Ντράκερ σε πολύκροτο άρθρο του το 1987, στο περιοδικό Φόρεϊν Αφφαίρς. Σύμφωνα με τον Ντράκερ, στις αναπτυγμένες χώρες η οικονομία στηριζόταν όλο και περισσότερο στις υπηρεσίες, στην γνώση, στην ταχύτητα της καινοτομίας, στις χρηματοοικονομικές λειτουργίες και σε άϋλα στοιχεία, που αποδυνάμωναν τον ρόλο των πρώτων υλών και της εργασίας. Οι ίδιες εξελίξεις, ωστόσο, μεταμόρφωναν κυριολεκτικά αυτούς τους ίδιους τους κανόνες λειτουργίας της ανοικτής αγοράς και άλλαζαν ριζικά τους τρόπους παραγωγής πλούτου, αλλά και συσσώρευσης κεφαλαίου.
Παράλληλα, η αναγωγή της χρηματοοικονομίας σε κορυφαίο εργαλείο της νέας οικονομικής πραγματικότητας αποτελούσε μία μοναδική ευκαιρία για τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών να προσφέρουν στους πολίτες τους «δανειακή ευημερία», συγκαλύπτοντας έτσι τις αδυναμίες τους να αντιμετωπίσουν τις νέες πραγματικότητες.
Στο πλαίσιο αυτό, και ενώ η ανεργία στην Δύση είχε πλέον διαρθρωτικό χαρακτήρα, το περίφημο «κράτος ευημερίας» απορροφούσε όλο και περισσότερο δανειακό χρήμα, προσφέροντας στους πολίτες την ψευδαίσθηση ότι όλα πάνε καλά, την στιγμή που δεν πήγαιναν.
Η τακτική αυτή ενίσχυε και τα προσοδοθηρικά συμφέροντα στον αναπτυγμένο κόσμο, με αποτέλεσμα σήμερα η προσοδοθηρία να είναι από τα κορυφαία προβλήματά του, ως πηγή παραγωγής ανισοτήτων –ανισότητες που παράγονται με επιταχυνόμενο ρυθμό, πλην όμως διαφέρουν αισθητά από τις αντίστοιχες του παρελθόντος, ήτοι από αυτές της πρώτης και της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης.
Εξάλλου, στο πλαίσιο των πιο πάνω διαδικασιών, αναδύονται και νέες αστικές τάξεις οι οποίες, από πλευράς αξιών και ιδεολογικών αρχών, είναι επίσης απομακρυσμένες από αντίστοιχα χαρακτηριστικά των αστών του 19ου και μεγάλους μέρους του 20ου αιώνα.
Με άλλα λόγια, οι μεσαίες τάξεις του σήμερα, αλλά περισσότερο αυτές του αύριο, θα διαφέρουν αισθητά από πλευράς αντιλήψεων και τρόπου ζωής και σκέψης από τα μεσαία στρώματα του 20ου αιώνα.
Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι θα έχουν άλλες προτεραιότητες, διαφορετικές προσδοκίες και άλλες ανάγκες.
Είναι έτσι προφανές ότι αυτές οι τεράστιες αλλαγές, πέρα από τις ανισότητες που εκκολάπτουν, αποτελούν και παράγοντα κοινωνικής αστάθειας, φαινόμενο που οι δυνάμεις του ζόφου αξιοποιούν στο έπακρο πολιτικά. Στο σημείο αυτό ακριβώς εισέρχεται στο τοπίο η περιρρέουσα κουλτούρα, με την ανθρωποφαγική και όχι με την καλλιτεχνική έννοια. Τίθεται ως εκ τούτου, το ερώτημα ποιες αξίες και πρακτικές μπορούν να λειτουργήσουν ως συνεκτικός ιστός των ατόμων όταν κατακερματίζονται οι θεσμικές οργανώσεις στις οποίες ζουν. Ακόμα περισσότερο, όταν οι περίοδοι αστάθειας χαρακτηρίζονται και από την ταχύτητα αλλαγής των συντελεστών που αποσταθεροποιούν το περιβάλλον, τότε η κατάσταση μπορεί να μετατραπεί σε εκρηκτικό κοκτέϊλ. Το πολιτιστικό ιδεώδες που απαιτείται από τις νέες θεσμικές οργανώσεις φθείρει, επομένως, πολλούς ανθρώπους που λειτουργούν στο εσωτερικό ενός αενάως μετασχηματιζόμενου περιβάλλοντος.
Κατά συνέπεια, στον βαθμό που η εξέλιξη αυτή πιέζει για εγκατάλειψη του παρελθόντος, τόσον εντονότερη γίνεται για αρκετές πληθυσμιακές ομάδες η ανάγκη «προστασίας» τους από αυτόκλητους «νονούς».
Επειδή δε η αστάθεια αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό, αλλά και δυναμικό στοιχείο της φιλελεύθερης κοινωνίας και της ελεύθερης οικονομίας, ή αυτού που εκλαμβάνεται ως καπιταλισμός, στην ουσία οι εχθροί της ανοικτής κοινωνίας έχουν μπροστά τους πεδίον δράσης λαμπρόν.
Με αντίπαλο την κατά Κάρολο Μαρξ «ρευστή νεωτερικότητα», έχουν κηρύξει παγκόσμιο πόλεμο κατά του φιλελευθερισμού και της «δημιουργικής καταστροφής» που αυτός εμπεριέχει.
Άτυποι δε αλλά αποτελεσματικοί σύμμαχοί τους είναι σήμερα οι δολοφόνοι του Ισλάμ που, με την σειρά τους, σκορπώντας βία και θάνατο, επιδιώκουν να κλείσουν στις ανοικτές κοινωνίες και να ανακόψουν την προέλασή τους. Και από την άποψη αυτή, μέχρι στιγμής, αρκετά έχουν καταφέρει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το 2017 θα είναι μία κρίσιμη χρονιά, στην διάρκεια της οποίας πολλά θα εξαρτηθούν για τις εξελίξεις τού αύριο από τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν στις ΗΠΑ, καθώς και από στρατηγικές επιλογές σε χώρες-κλειδιά, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία και η Γερμανία στην Ευρώπη.
Όπως να έχουν τα πράγματα, πάντως, ο λαϊκισμός και η δημαγωγία θα βρίσκονται θεαματικά στο επίκεντρο –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ασταθείς, πλέον, φιλελεύθερες δημοκρατίες μας.