Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πρωθυπουργός της Ελλάδας από τον Απρίλιο 1990 έως τον Οκτώβριο 1993, έδεσε την Ελλάδα στην Ευρώπη αποδεχόμενος στο σύνολό της τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Ο Μητσοτάκης έλαβε την ιστορική απόφαση της πρόσδεσης της Ελλάδας στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα (και της εγκατάλειψης της δραχμής).
Του Στέφανου Μάνου*
Τότε ξεκίνησαν οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης του αρτηριοσκληρωτικού ελληνικού κατεστημένου. Οι προσπάθειες ανεκόπησαν βίαια με την ανατροπή της κυβέρνησής του.
Δειλά δειλά επανεμφανίστηκαν ύστερα από μερικά χρόνια στην κυβέρνηση Σημίτη. Πολύ αργότερα, οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες γινόταν λόγος από την κυβέρνηση Μητσοτάκη έγιναν επιταγές των μνημονίων των δανειστών.
Χάσαμε 20 πολύτιμα χρόνια. Οχι ένα ή δύο, είκοσι ολόκληρα χρόνια! Αντί να προσαρμοστούμε έγκαιρα και να απολαύσουμε όσα προσφέρει η Ενωμένη Ευρώπη, προτιμήσαμε να παρασυρθούμε από ανεύθυνους εξουσιολάτρες δημαγωγούς και να καταντήσουμε την Ελλάδα επαίτη.
Τον Σεπτέμβριο του 1993 ήμουν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η 9η Σεπτεμβρίου είχε οριστεί ως ημέρα υπογραφής της σύμβασης για το νέο αεροδρόμιο («Ελ. Βενιζέλος») μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και των Γερμανών αναδόχων.
Ο πρωθυπουργός με ειδοποίησε –τηλεφωνικώς– ότι δεν πρέπει να υπογράψω διότι η κυβέρνηση έχει χάσει τη δεδηλωμένη (ανεξαρτητοποίηση Συμπιλίδη). Το αεροδρόμιο τελικά έγινε, με τρία χρόνια καθυστέρηση, και με αλλαγές στη σύμβαση (για να ικανοποιηθεί η ματαιοδοξία των επομένων) που έβλαψαν τα ελληνικά συμφέροντα.
Το αεροδρόμιο ήταν μια παράπλευρη απώλεια. Ο κ. Συμπιλίδης στην επιστολή παραίτησής του επικαλέστηκε τον ΟΤΕ. Η υπόθεση ΟΤΕ, θυμίζω, και οι ιλιγγιώδεις προμήθειές του (από πολύ λίγους προμηθευτές) είχαν εξάψει τη φαντασία πολλών δημοσιογράφων και αναλυτών, που έπλαθαν σενάρια. Η κατάσταση την 9η Σεπτεμβρίου ήταν ότι για τον ΟΤΕ υπήρχε ένας διεθνής διαγωνισμός εν εξελίξει για το 35% των μετοχών.
Στόχος της κυβέρνησης ήταν εντός του 1993 να ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός, το 35% (ο στρατηγικός επενδυτής) να αναλάβει το management, 10% να διατεθεί στο ευρύ κοινό και 4% στους εργαζομένους.
Η παραίτηση της κυβέρνησης οδήγησε σε διακοπή του διαγωνισμού. Αργότερα η κυβέρνηση Σημίτη διέθεσε 10% στο κοινό. Σήμερα τον ΟΤΕ ελέγχει πλήρως η Deutsche Telekom. Το 1990 ήταν η χρυσή δεκαετία της τηλεφωνίας. Για τον ΟΤΕ δυστυχώς η δεκαετία χάθηκε.
Χάθηκε και το κέρδος που θα αποκόμιζε το Δημόσιο. Πάλι καλά πάντως που αργότερα ο ΟΤΕ στάθηκε στα πόδια του χάρη στον Βουρλούμη. Και ο εν εξελίξει το 1993 διεθνής διαγωνισμός για ιδιωτική μονάδα ηλεκτροπαραγωγής 600MW στη Θίσβη Βοιωτίας μπήκε κι αυτός «στο ψυγείο». Θύμα αυτός της ΓΕΝΟΠ και του ΠΑΣΟΚ.
Ευτυχώς στη διάρκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη παραχωρήθηκαν, με διεθνή διαγωνισμό, δύο άδειες κινητής τηλεφωνίας που έχουν κυριολεκτικά κατακτήσει τη ζωή μας. Δίδαξαν οι δύο εταιρείες κοινής ωφέλειας τι μπορεί να κάνει ο ιδιωτικός τομέας, σωστά δομημένος, σε συνθήκες ανοικτού ανταγωνισμού.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στηριζόταν σε κοινοβουλευτική ομάδα 151 βουλευτών. Στην ομάδα περιλαμβάνονταν και μερικοί που ευχαρίστως θα ανέτρεπαν τον Μητσοτάκη διότι πίστευαν (υποθέτω) ότι θα ήσαν καλύτεροι από αυτόν. Με αυτή την ομάδα, αβέβαιης στήριξης, ο Μητσοτάκης κατάφερε να κυβερνήσει και να περάσει εξαιρετικά δύσκολα νομοσχέδια.
Οι κυβερνητικοί ρυθμοί, συγκρινόμενοι με τους σημερινούς, ήταν καταιγιστικοί. Ο Μητσοτάκης διατηρούσε πάντοτε, απόλυτα, την (για μερικούς εκνευριστική) ψυχραιμία του. Ηγεμόνευε τηρώντας όλους τους κανόνες της δημοκρατίας αλλά και τους παραδοσιακούς κανόνες των πελατειακών σχέσεων.
Η πρώτη μου επαφή με τον Μητσοτάκη ήταν το 1978. Είχε προσχωρήσει στη Νέα Δημοκρατία και είχε αναλάβει το υπουργείο Συντονισμού.
Εγώ, νέος βουλευτής, υφυπουργός Δημοσίων Eργων. Δοκίμαζα τα όριά μου. Είναι η περίοδος κατά την οποία γίνονται οι πρώτες παρεμβάσεις στην Αθήνα.
Το 1979 ακολουθούν οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, ο 947 για τις οικιστικές περιοχές, ο 960 για τα γκαράζ, ο 880 για τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης κ.ά.
Τους νόμους υπέγραφαν ο υφυπουργός Δημοσίων Eργων (εγώ δηλαδή), ο υπουργός Συντονισμού και ο υπουργός Οικονομικών (Α. Κανελλόπουλος). Ειδικά τον 947, περισσότεροι.
Ο Μητσοτάκης έμπαινε γρήγορα στο νόημα και είχε την ικανότητα αυτό που είχε καταλάβει να το κάνει δικό του. Χάρη στον Μητσοτάκη δεν δυσκολεύθηκα, ασήμαντος υφυπουργός Δημοσίων Eργων, να ξεπεράσω εύκολα τον σκόπελο του υπουργείου Οικονομικών.
Αρχές του 1980 εισηγήθηκα τη δημιουργία αυτοτελούς υπουργείου Περιβάλλοντος και Χωροταξίας. Τα ζητήματα της χωροταξίας τα χειριζόταν το υπουργείο Συντονισμού. Εγώ ήθελα τη χωροταξία στο νέο υπουργείο, ο Μητσοτάκης δεν ήθελε να χάσει το έλεγχο της χωροταξίας και εμμέσως του νέου υπουργείου. Καβγαδίσαμε έντονα.
Τη διαφορά κλήθηκε να επιλύσει ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, που τάχθηκε στα σημεία υπέρ του Μητσοτάκη. Στο τέλος της συνάντησης με κράτησε στην άκρη ο Καραμανλής και μου είπε να μη με στενοχωρεί η απόφασή του διότι είχα επιτύχει το μείζον. Το νέο υπουργείο Περιβάλλοντος.
Οι ιστορίες με τον Μητσοτάκη δεν έχουν τέλος. Δεν χωράνε εδώ. Για μένα ήταν τιμή ότι με επέλεξε ως συνεργάτη παρά τις όποιες διαφορές τακτικής είχαμε.
Θα ήθελα να σας αφήσω με μια σκέψη που με στενοχωρεί. Ο Μητσοτάκης μετά το 1993 και για πολλά χρόνια ήταν ακμαίος.
Ηταν ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Η Ελλάδα όμως δεν φάνηκε ικανή να το αξιοποιήσει. Μπορούσε να προσφέρει πολλά. Κανείς δεν τόλμησε να του το ζητήσει. Ανασφαλείς πολιτικοί τρέμουν τις συγκρίσεις. Θα μου πείτε, μήπως είναι και το μόνο αναξιοποίητο κεφάλαιο; Το Ελληνικό; Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις; Ετσι καταντήσαμε επαίτες.
* Ο κ. Στέφανος Μάνος είναι πρώην υπουργός
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ