Όπως είναι φυσικό, τα σωφρονιστικά ιδρύματα ανά τον κόσμο δεν έμειναν αλώβητα στον κορωνοϊό. Χιλιάδες κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, σε μία προσπάθεια αποσυμφόρησης εν μέσω πανδημίας και αποτροπής του κινδύνου εξάπλωσής της. Η Τουρκία δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Η τουρκική εθνοσυνέλευση υπερψήφισε, με 279 υπέρ και 51 κατά, σχέδιο νόμου που ανοίγει τον δρόμο για την πρόωρη απελευθέρωση δεκάδων χιλιάδων κρατουμένων από τις φυλακές της χώρας.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, όμως, προχώρησε σε επιλεκτική απελευθέρωση, πρωτοτυπώντας ως προς το ποιους επέλεξε να αποφυλακίσει. Στους 45.000 κρατούμενους -αναμένεται ο συνολικός αριθμός να φτάσει τους 90.000- δεν συγκαταλέγονται δημοσιογράφοι, πολιτικοί κρατούμενοι και όλοι εκείνοι που έχουν ενοχλήσει το καθεστώς.
Αντιθέτως, αμνηστία απόλαυσαν δολοφόνοι, μαφιόζοι, φίλα προσκείμενοι της τουρκικής ακροδεξιάς και άλλοι βαρυποινίτες. Ξεχωρίζει η περίπτωση του Αλαατίν Τσακιτζί, του περίφημου μαφιόζου με τις παρακρατικές διασυνδέσεις.
Ο διαβόητος baba -«νονός» του υποκόσμου- για τον οποίο έχουν χυθεί τόνοι μελανιού δεν αποτελεί μία συνηθισμένη περίπτωση ποινικού. Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα πριν από 67 χρόνια.
Τα χρόνια της παντοκρατορίας του ηγείτο της τουρκικής μαφίας, ενώ συνεργαζόταν στενά και με τους «Γκρίζους Λύκους». Εθεωρείτο, μάλιστα, αγαπημένο παιδί των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, σε ρόλο εκτελεστή. Ήταν γνωστός για τις επικίνδυνες αποστολές που αναλάμβανε, εκτός τουρκικών συνόρων.
Έγγραφα που είδαν το φως της δημοσιότητας, φανέρωσαν τη δράση του σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Συρία και ο Λίβανος. Η πρώτη του συνάντηση με τη Δικαιοσύνη χρονολογείται στη δεκαετία του 1980.
Τότε είχε συλληφθεί με την κατηγορία της δολοφονίας δεκάδων αντιφρονούντων και αριστεριστών. Ως δια μαγείας την είχε βγάλει καθαρή με δύο χρόνια φυλάκιση.
Αμέσως μετά λέγεται ότι άρχισε και η πλούσια δράση του, η οποία περιελάβανε την εξόντωση Κούρδων, Αρμένιων και άλλων. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν γι’ αυτόν στην Τουρκία, φυγαδεύτηκε με πλαστό διαβατήριο στο εξωτερικό.
Εντέλει καταδικάστηκε για σωρεία εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας και οργάνωσης συνδικάτου εγκλήματος με σκοπό τη δημιουργία κέρδους, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, αρκετούς φόνους, ακόμα περισσότερες απόπειρες δολοφονίας και ένοπλες επιθέσεις.
Εκτός των άλλων, αποκαλύφθηκε ότι διέταξε και τη δολοφονία της ίδιας της συζύγου του. Έδωσε εντολή να την δολοφονήσει ένας στενός συνεργάτης του ως «προσωπική χάρη».
Η πτώση του είχε συμπαρασύρει και την τότε κυβέρνηση. Η διοχέτευση στη δημοσιότητα συνομιλιών του μαφιόζου με τον υπουργό Δικαιοσύνης που είχε προσωπικά αναλάβει την δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος, κλόνισαν σύσσωμο το εγχώριο πολιτικό σύστημα.
Η υπόθεση Τσακιτζί και οι αποκαλύψεις που τη συνόδευσαν οδήγησαν και στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού του Μεσούτ Γιλμάζ. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατηγόρησαν τον τελευταίο για «διασυνδέσεις με τη μαφία».
Αρχικά συνελήφθη στη Γαλλία. Το Εφετείο της Γαλλίας δέχθηκε την υπό όρους έκδοση του στην Τουρκία. Τότε, μάλιστα, είχε απειλήσει ότι θα αποκαλύψει τις σκοτεινές διασυνδέσεις του με Τούρκους πολιτικούς και αξιωματούχους, σε περίπτωση που εκδιδόταν στην Τουρκία.
Παραλίγο να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο, με το βαθύ κράτος της Άγκυρας να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα για τις όποιες πιθανές αποκαλύψεις του.
Οι σχέσεις του με τον ηγέτη των Γκρίζων Λύκων Ντεβλέτ Μπαχτσελί πάντως δεν φαίνεται να διαρρήχθηκαν ποτέ, καθώς η αποφυλάκισή του ήταν πάγιο αίτημά του κυβερνητικού εταίρου του Ερντογάν. Η διαγωγή του δεν διευκόλυνε την υπόθεσή του.
Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, είχε απειλήσει τον εκδότη μίας καθημερινής εφημερίδας και έξι δημοσιογράφους. Υπέγραφε μία ανοιχτή επιστολή, ζητώντας από «όσους τον αγαπούν να τους τιμωρήσει». «Πάντα προειδοποιώ όσους σκοπεύω να χτυπήσω.
Οι δημοσιογράφοι θα τιμωρηθούν από αυτούς που με αγαπούν. Αυτό είναι το κάλεσμά μου σε όσους με διαβεβαίωσαν ότι με αγαπούν και θα πέθαιναν για εμένα. Τώρα πρέπει να δράσουν».
Βρίσκεται έγκλειστος από το 2004, ενώ υπό κανονικές συνθήκες δεν θα απολάμβανε ποτέ την ελευθερία του. Ο κορωνοϊός αποδείχθηκε η ιδανική συνθήκη για να αποφυλακιστεί, σε αντίθεση με πολλούς αντιφρονούντες, διανοούμενους και δημοσιογράφους.