Μπορεί να πετύχει η προσπάθεια του πρωθυπουργού να παραμείνει κυρίαρχος ως αξιωματική αντιπολίτευση;
Θέλει να είναι το πρώτο βιολί στον νέο διπολισμό. Και έχει κάποια ατού με το μέρος του, για να το πετύχει. Κυρίως, όμως, διαθέτει πλέον πολύτιμη πρωθυπουργική εμπειρία –την οποία ο ελληνικός λαός την πλήρωσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, με περίπου 200 δισεκατομμύρια ευρώ.
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στους 44 μήνες που είναι στην εξουσία, με τα λεφτά των φορολογουμένων ο Τσίπρας γνώρισε παγκόσμιους ηγέτες, έκανε ταξίδια, έμαθε πώς γίνονται κάποιες διαπραγματεύσεις, βελτίωσε και τα αγγλικά του, κατάλαβε κάποια τερτίπια της γεωπολιτικής και, κυρίως, απέκτησε σοβαρά συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι κάποιων ανταγωνιστών του στην Ελλάδα. Με απλά λόγια, ο Αλ. Τσίπρας έχει πλέον πολλά εφόδια για να παραμείνει αρκετά χρόνια πρωταγωνιστής στην ελληνική πολιτική σκηνή. Μία πολιτική σκηνή, εξάλλου, που αλλάζει, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης καθώς και στις ΗΠΑ.
Για την Ελλάδα, όμως, το ερώτημα είναι αν ο Σύριζα υπό τον Αλ. Τσίπρα μπορεί να είναι ο ένας από τους πόλους του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Μέχρι την Δευτέρα 23 Ιουλίου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν πέρα για πέρα θετική. Έκτοτε, όμως, το τοπίο έχει αλλάξει. Οι 96 νεκροί στο Μάτι και ο τρόπος που ο πρωθυπουργός και οι συν αυτώ διαχειρίστηκαν την τραγωδία μόνον ερωτηματικά δημιουργούν.
Αναφερόμενος στον «νέο διπολισμό», ο Νίκος Βατόπουλος γράφει στην Καθημερινή της Κυριακής 12 Αυγούστου:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό το καλοκαίρι ήταν σημαδιακό για την κοινωνική απομόνωση του Σύριζα. Όπως επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κυβέρνηση είναι απομονωμένη όχι μόνον κοινωνικά αλλά και πολιτικά … Δεν κατανοεί όμως τις συνθήκες της ήττας, ούτε δέχεται την κοινωνική κατακραυγή ως συνέπεια της δικής του ανικανότητας. Την αποδίδει σε συνωμοσία και σε κακόβουλα σχέδια αντιπάλων, γιατί αυτό που επί της ουσίας απουσιάζει είναι η ιδρυτική, βιωματική και κυτταρική σχέση με την δημοκρατία.
»Η κοινωνική κινητικότητα που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια έχει βασικό συστατικό την ρήξη με τις διατομές και επικαλύψεις του παρελθόντος. Αλλά καθώς αυτό είναι ένα διεθνές φαινόμενο, που σε όλες τις χώρες έχει αναδιανείμει τις κοινωνικές συμμαχίες κατά τρόπο καινοφανή για την εποχή μας, είναι βέβαιον ότι και η ελληνική περίπτωση ακολουθεί ή δέχεται τους τριγμούς και τις επιρροές των τεράστιων μετακινήσεων σε ψυχικές διαθέσεις, συναισθηματικές συσπειρώσεις και πολιτικά άλματα που παρατηρούνται διεθνώς.
Στα πρώτα χρόνια του φαινομένου (2010-2015) υπήρχε έντονος αιφνιδιασμός και πολλά από όσα συνέβαιναν προκαλούσαν τους αυτονόητους αλλά επίπεδους παραλληλισμούς με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, με την ωρίμανση των εργαλείων της πολιτικής ανάλυσης, είδαμε πως οι κοινωνικές μετακινήσεις τείνουν να σταθεροποιούνται και τα μεγάλα σχίσματα να προχωρούν πλέον σε νέα δίπολα και όχι σε κατακερματισμούς.
»Ο Σύριζα έχει πλέον τον στόχο να είναι ένας από τους πυλώνες της διπολικής κατάστασης που τείνει να διαδεχθεί τον κατακερματισμό των πρώτων χρόνων της κρίσης. Εκ των πραγμάτων αυτό μοιάζει να είναι ένας δύσκολος στόχος, τουλάχιστον αν έχει κανείς στον νου τον διχασμό ή έστω την διαίρεση της κοινωνίας σε μεγάλα σχήματα 30%-40%.
Αν ο Σύριζα αποτύχει να μειώσει την διαφορά (που μοιάζει να αυξάνει), το στοίχημα να είναι ένας ισχυρός πυλώνας του νέου διπολισμού εξανεμίζεται. Αλλά είναι επίσης βέβαιον ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, υπάρχει άστεγος πληθυσμός που ζητεί να είναι ο αντίπαλος πόλος στην ΝΔ. Αυτός ο πληθυσμός αποτελεί μέγα στόχο».
Πώς μπορεί λοιπόν ο Τσίπρας να πιάσει αυτόν τον στόχο; Κατά την εκτίμησή μας, θα παίξει μεγάλες θεαματικές παραστάσεις με την έξοδο από τα μνημόνια και με την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Θα επιχειρήσει επίσης και έναν ευρύ ανασχηματισμό.
Το πρόβλημά του μετά την τραγωδία, όμως, είναι ότι η εικόνα του «παιδιού-θαύμα» τσαλακώθηκε στο έπακρον. Και δεν είμαστε βέβαιοι ότι μέχρι τον προσεχή Μάϊο θα έχει βελτιωθεί αισθητά. Ιδιαίτερα δε αν οι σύμβουλοί του και κάποιοι υπουργοί του εξακολουθήσουν να πλειοδοτούν σε χυδαιότητα και συκοφαντίες. Μπορεί αυτά να «ερεθίζουν» ένα 3% του εκλογικού σώματος και ορισμένους σανοφάγους, πλην όμως, στην σημερινή φάση των πραγμάτων, εξοργίζουν το μεγάλο κοινό –και, εν τέλει, αυτό είναι που αποφασίζει.