Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι σήμερα ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Θα πρέπει να μελετήσει όμως, γιατί συμβαίνει αυτό και υπό ποιες συνθήκες
Στη διάρκεια της θητείας του ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο σημερινός πρωθυπουργός, με σχολαστικότητα προετοίμασε την άνοδο του στην εξουσία και έριξε τις βάσεις για την σταδιακή μεταμόρφωση του κόμματος της «Νέας Δημοκρατίας», σε πολιτικό σχηματισμό του 21ου αιώνα.
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, όλα του βγαίνουν καλά, χωρίς ο ίδιος να κάνει κάποιες θαυματουργές κινήσεις. Απλώς, διαθέτει έναντι του προκατόχου του σοβαρά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε επίπεδο γνώσεων και οργανωτικών δεξιοτήτων και λόγω πολυγλωσσίας παρακολουθεί ο ίδιος με άνεση τις διεθνείς εξελίξεις.
Ακόμα, είχε την ευκαιρία να διαδεχθεί στην εξουσία την πιο αξιοθρήνητη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, γεγονός που υπήρξε καλό μάθημα και για ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού λαού.
Επίσης, στη διάρκεια της θητείας του ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο σημερινός πρωθυπουργός, με σχολαστικότητα προετοίμασε την άνοδο του στην εξουσία και έριξε τις βάσεις για την σταδιακή μεταμόρφωση του κόμματος της «Νέας Δημοκρατίας», σε πολιτικό σχηματισμό του 21ου αιώνα.
Από την εκλογική του νίκη και μετά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δέχθηκε δύο σημαντικά δώρα, τα οποία και αξιοποίησε με μοναδική ικανότητα.
Πρώτον αντιμετώπισε ακαριαία την τουρκική πρόκληση στον Έβρο και έδειξε στον Τούρκο πρόεδρο ότι η Ελλάδα δεν παίζει τη μπάλα που ο ίδιος νόμιζε ότι θα παίζει.
Δεύτερον έδρασε αστραπιαία και αποτελεσματικά μόλις εκδηλώθηκε η πανδημία Covid-19 και η επιτυχία αυτή του επιτρέπει να καλύπτει σήμερα μια δραματική οικονομική πραγματικότητα.
Τρίτον χωρίς να κουνήσει σχεδόν το μικρό του δακτυλάκι, η Ελλάδα επωφελείται μιας ιστορικής καμπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι ακριβώς απότοκη της πανδημίας.
Μετά από ένα δραματικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την πίεση του γαλλο-γερμανικού άξονα, μπαίνει σαφώς σε μια νέα ιστορική εποχή.
Μια εποχή στο πλαίσιο της οποίας, έγινε μια συμφωνία 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα 390 θα χορηγηθούν στις χώρες – μέλη με τη μορφή επιδοτήσεων και τα υπόλοιπα 360 μέσω χαμηλότοκων δανείων, εγγυημένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε δηλαδή μια ξεκάθαρη μορφή «αμοιβαιοποίησης χρέους».
Στην Ελλάδα αναλογούν 32 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 19 δισ. ευρώ θα προσφερθούν ως επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 13 με τη μορφή δανείων.
Όπως ανήγγειλε ο Πρωθυπουργός μετά την επίτευξη συμφωνίας, η Ελλάδα μαζί με τους πόρους του ΕΣΠΑ θα έχει την ευκαιρία να εισπράξει κοντά 70 δις ευρώ την επόμενη επταετία. ποσό πρωτοφανές για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας.
Περιττόν να τονιστεί δε ότι του ποσού αυτού, αν γίνει πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων του, μπορεί μέσω της μόχλευσης και της έμμεσης εμπλοκής ιδιωτικών οικονομικών δυνάμεων να ξεπεράσει και τα 100 δις ευρώ.
Το ζήτημα που εγείρεται από εδώ και πέρα, είναι κατά πόσον η ελληνική διοίκηση και πολιτική θα μπορέσουν να υπηρετήσουν τον σκοπό της ανάκαμψης και ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, υπό τον όρο πάντα ότι θα καταφέρουν να απορροφήσουν εγκαίρως τους προσφερόμενους πόρους. Και στο επίπεδο αυτό υπάρχει πρόβλημα.
Όταν η αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία αδυνατεί να απορροφήσει ευρωπαϊκούς πόρους για απόρους και για συσσίτια, πως θα ανταποκριθεί σε σοβαρές διαρθρωτικές προκλήσεις;
Όταν καίριες για την απασχόληση επενδύσεις εξαρτώνται από ανθρώπους που θέλουν τη χώρα να είναι μίζερος ζητιάνος για να πουλάνε οι ίδιοι «πρόοδο» και λοιπά αρχαιολογικά φούμαρα, ποιες ευκαιρίες απασχόλησης μπορούν να προκύψουν;
Όταν μέσα στη Νέα Δημοκρατία οι δήθεν συνδικαλιστές της μας χλευάζουν και κάποιοι παίρνουν στα σοβαρά τις αρλούμπες τους, ο κίνδυνος οι θριαμβολογίες του σήμερα να γίνουν τραγικές φάρσες του αύριο είναι μεγάλος. Ας το έχει υπόψη του ο κύριος πρωθυπουργός.