Ο ολοκληρωτισμός παραμονεύει πίσω από την ικανοποίηση της «γενικής βούλησης» και οι επικλήσεις στον «λαό» ή στην προστασία του «λαού» και των «λαϊκών συμφερόντων» εκεί κατατείνουν...
Του Πέτρου Μαρτινίδη*
Διάβασα, κατάπληκτος, πως η συνομήλική μου κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου δήλωσε ότι «στον ΣΥΡΙΖΑ αναγκαστήκαμε να ενηλικιωθούμε απότομα».
Απότομη ή βραδεία, η ενηλικίωση συνεπάγεται τον τερματισμό εκείνης της μεταξύ παιδιού και εφήβου περιόδου κατά την οποία όλοι πιστεύουν ότι η βούλησή τους καθορίζει τον κόσμο.
Μπορεί οι γονείς να μεγαλώνουν τα τέκνα τους αποκαλώντας τα «βασιλιά» ή «βασίλισσά» μου, σύντομα όμως, με το τέλος της εφηβείας, κατανοεί κανείς ότι δεν είναι παντοδύναμος, ότι δεν είναι εφικτά όλα όσα φαντάζεται και ότι δεν μπορεί να προστατεύεται αιωνίως.
Με την μεταφορική έννοια, η «ενηλικίωση» ως συνειδητοποίηση αυταπατών, ανατροπή προσδοκιών και αλλαγή κοσμοαντίληψης κόστισε αληθινή συντριβή σε άτομα όπως λ.χ. οι Μανές Σπέρμπερ, Άρθουρ Κέσλερ, Τζον Ντος Πάσος, Λέζεκ Κολακόφσκι και πλήθος άλλων, που πίστεψαν σε έναν επερχόμενο παράδεισο, στρατεύτηκαν στην έλευσή του (κάποιοι με πολύ μεγάλο προσωπικό κόστος), για να αναγνωρίσουν εν τέλει μία κόλαση στην θέση του. Εκεί, η «ενηλικίωση» πληρώθηκε.
Πληρώθηκε σε προσωπικό, ιδεολογικό ή και οικονομικό επίπεδο, με απελπισίες, ντροπές, στερήσεις.
Αντίθετα, στην περίπτωση της κυρίας Χριστοδουλοπούλου και των συν αυτή, η ενηλικίωση πληρώνει. Πληρώνει με καλά αμειβόμενες θέσεις από τις οποίες χειρίζονται, με όση αποτελεσματικότητα επιτρέπουν οι ανεπάρκειες και οι εμμονές τους, όσα ακριβώς κατήγγελλαν σε όλη την προηγούμενη παρατεταμένη εφηβεία τους: τον θρίαμβο του καπιταλισμού και της ατομικής ιδιοκτησίας.
Σαν να μην είχε φανεί η τραγική αποτυχία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού του κόσμου από το 1919 ήδη, όταν άρχισε από τον Λένιν η συστηματική εξόντωση των κουλάκων, για να κορυφωθεί με τον Στάλιν, σαν να μην μεσολάβησε η οδυνηρή μετάβαση από την φρικτή διαφθορά του Μπατίστα στην απόλυτη μιζέρια του Κάστρο στην Κούβα του 1959, σαν να μην έλαβε χώρα η κατάρρευση του «Υπαρκτού» στην ΕΣΣΔ, ούτε η μετάλλαξη του κινέζικου κομμουνισμού σε ασύδοτο καπιταλισμό, κάποιοι εχέφρονες υποτίθεται «ευρωκομμουνιστές» στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούσαν να νομίζουν πως όλα παραμένουν ανοιχτά∙ πως η μαρξιστική θεωρία στέκει αλώβητη και όλο ό,τι διαφοροποιεί τον δικό τους σοσιαλισμό είναι η στρατηγική κατάληψης της εξουσίας διά των εκλογών, αντί της επαναστατικής βίας –της πονηριάς, δηλαδή, αντί της ρήξης.
Αν, συνεπώς, η περί «απότομης ενηλικίωσης» δήλωση της αντιπροέδρου της Βουλής δεν είναι προσχηματική, μόνη αντίδραση είναι το γέλιο. (Έτσι κι αλλιώς πάρα πολλά στον ΣΥΡΙΖΑ θα μάς έκαναν να πεθάνουμε από τα γέλια, αν δεν κινδύνευαν να μάς πεθάνουν από την πείνα.) Αν όμως η δήλωση είναι μέρος της πονηριάς –να κρατηθούμε στην εξουσία, μετατρέποντας διά της πλαγίας μιαν αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε λαϊκή δημοκρατία–, τότε μόνη εύλογη αντίδραση είναι ο τρόμος. Και φοβάμαι ότι προς τα εκεί τείνουν διάφορα τελευταία δείγματα.
Δηλώσεις του προέδρου του ΣτΕ περί δικαστών που πρέπει να πιάνουν «τον σφυγμό του λαού», επιτροπών πολιτών που αναλαμβάνουν να ετοιμάσουν την συνταγματική μεταρρύθμιση, ομάδων κομματικών ακτιβιστών που σπεύδουν να διδάξουν αντιρατσισμό σε μαθητές του Δημοτικού, παρουσιαστών της ΕΡΤ που επισημαίνουν σε καλεσμένους βουλευτές της αντιπολίτευσης ότι χάρη στην δική τους μεγαθυμία βρίσκονται εκεί αυτοί οι βουλευτές, ενώ είχαν αποδεχθεί το να κλείσει την ΕΡΤ, δημιουργείται η εντύπωση ότι Δημοκρατία σημαίνει εξουσία λαϊκών επιτροπών.
Παρά τις αναφορές του Πρωθυπουργού σε ρουσσωικές ρήσεις περί ευημερίας όλων ως προϋπόθεση για την ευημερία του καθενός, νομίζω ότι διαφεύγει από τους κυβερνώντες η κρίσιμη διάκριση του Ρουσσώ μεταξύ «βούλησης όλων» και «γενικής βούλησης». Στην πρώτη, η κεντρική πολιτική χαράσσεται ως συνισταμένη θέσεων που έχουν διάφορες αντικρουόμενες μέσα στην κοινωνία συλλογικότητες, χωρίς να εκφράζει καμμία από αυτές στο 100% των βλέψεών της, επιτρέποντας όμως σε όλους να συνυπάρχουν. Ενώ στην δεύτερη η «βούληση» ενιαιοποιείται σε ό,τι εκφράζει ο χαρισματικός ηγέτης, χωρίς να γίνονται ανεκτές οι εξαιρέσεις.
Ο ολοκληρωτισμός παραμονεύει πίσω από την ικανοποίηση της «γενικής βούλησης» και οι επικλήσεις στον «λαό» ή στην προστασία του «λαού» και των «λαϊκών συμφερόντων» εκεί κατατείνουν. Όπως εκεί μεγαλουργεί το «μείναμε αλύγιστοι απέναντι σε όλους στο πρώτο εξάμηνο της κυβέρνησής μας», που ισχυρίστηκε ο κ. Τσίπρας στο συνέδριο του κόμματός του, εννοώντας «όσο εξακολουθούμε να μένουμε στην εξουσία τόσο πιο κοντά στα μέτρα μας θα την φέρουμε». Και όσο η φορολογική πολιτική αφανίζει πλούσιους ή μεσαίους, για να μετατρέψει τους πάντες σε φτωχούς, τόσο πιο κοντά έρχεται το ιδεώδες μίας γενικευμένης, «αριστερής», μιζέριας.
Λαμβανομένου επίσης υπ' όψιν του παρελθόντος όλων των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στο ηρωικό ΚΚΕ, με τους δικούς του αγώνες για να «πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του», αν η τελική επιδίωξη είναι αυτή, τότε η «απότομη ενηλικίωση» γίνεται ακόμη πιο αμφίβολη. Μάλλον για συνεχή παραμονή στην εφηβεία πρόκειται.
Αν, μάλιστα, θυμηθούμε πρόσφατη δήλωση συναδέλφου της κυρίας Χριστοδουλοπούλου, ότι «έγινα κομμουνιστής στην εφηβεία μου και συνεχίζω», η αμφιβολία επιτείνεται. Έστω και αν σε αυτή την τελευταία δήλωση νομίζω ότι απουσιάζει μία ενδιάμεση φράση: «Έγινα κομμουνιστής στην εφηβεία μου, τότε που άρχισα να αυνανίζομαι, και συνεχίζω», όπως θα έπρεπε να λέει ορθότερα.
* Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και συγγραφέας. Τακτικός αρθρογράφος στο Βήμα της Κυριακής