Μία χώρα, στην οποία αυτά που έγραφαν ο Βλάσης Γαβριηλίδης το 1880 και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος το 1963 είναι πάντα επίκαιρα, σημαίνει ότι έχασε το παιχνίδι του χρόνου. Άρα…
Σε τέσσερα με πέντε χρόνια δεν θα είναι μόνον 500.000 αλλά θα ξεπερνούν κατά πολύ το ένα εκατομμύριο. Δεν θα είναι μετανάστες, αλλά φυγάδες, δραπέτες, κυνηγημένοι από ένα σύστημα που καταρρέει με πάταγο, το οποίο όμως κανείς ούτε βλέπει, ούτε ακούει και, ακόμη χειρότερα, ούτε καταλαβαίνει.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε μιαν Ελλάδα της οποίας το μέλλον καθορίζουν Θύμιοι Λυμπερόπουλοι και αποτυχημένοι μηχανικοί, την ώρα που κουμπουροφόροι δημοσιογράφοι διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, ο κάθε άξιος, ικανός, δημιουργικός, τολμηρός, που βλέπει μπροστά, δεν έχει ούτε θέση, ούτε μέλλον, ούτε δικαιώματα. Ο ίσιος, ο ακέραιος, ο έντιμος και ο υπεύθυνος πραγματοποιός θεωρείται παράσιτο, στην Ελλάδα των πελατών, των κολλητών και των αλητών. Παράσιτο, σε μια κοινωνία που νοσεί βαρύτατα και κάποιοι δεν την αφήνουν να βρει τον δρόμο της θεραπείας.
Έτσι, 138 χρόνια από τότε που ο αείμνηστος Βλάσσης Γαβριηλίδης ίδρυσε την εφημερίδα Μη Χάνεσαι, από την οποία τρίτα χρόνια μετά βγήκε η Ακρόπολις, τίποτα δεν έχει αλλάξει ως φαίνεται σε τούτον τον τόπο. Η ακινησία αυτή επιβεβαιώνεται και από τον επίσης αείμνηστο δάσκαλο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, ο οποίος το 1963, υπό τον τίτλο Μη χάνεσαι έγραφε:
Γιατί ο Γαβριηλίδης προτίμησε τον τίτλον τούτο; Γιατί έρριξε μια ματιά ολόγυρά του και, διορατικός καθώς είταν, ένιωσε το χρέος του. Εξήντα χρόνια είχαν περάσει από το ξέσπασμα τού Εικοσιένα και το μεγάλο δίδαγμα είχε εξαδυνατίσει, δεν είταν παρά μια ωχρή ανάμνηση. Κράτος, κοινωνία, επιστήμη, τέχνη, ολόκληρη η δημόσια και η ιδιωτική ζωή παράδερναν σ’ ένα αηδιαστικό και αναγουλιαστικό τέλμα. Η αρρώστια είταν βαριά. Και σύμπτωμά της χαρακτηριστικότατο η αδιαφορία προς όλους και όλα.
Ο καθένας κοίταζε πώς να βολέψει την ζωούλα του, πώς να κατοχυρώσει τα μικροσυμφέροντά του. Για τα παραπέρα δεν είχε παρά μία μόνον έκφραση: “Μη χάνεσαι!”. Δηλαδή, μην τρώγεσαι, μην σκοτώνεσαι, μην ανησυχείς, μην χαλάς την καρδιά σου για ό,τι γίνεται γύρω σου, για ό,τι πρόκειται να συμβεί.
Αυτή την έκφραση άκουγε ο Γαβριηλίδης συχνότερα από κάθε άλλη. Την επήρε και την έκαμε τίτλο της εφημεριδούλας του. Έτσι βρέθηκε ανάμεσα στους φωτισμένους, στους ξυπνημένους ανθρώπους του τόπου, λιγοστούς αλλ’ όχι ασήμαντους. Βρέθηκε σιμά στον Ροΐδη. Είχε προηγηθεί ο Ασμοδαίος. Ο Ροΐδης, που δεν διέθετε γερή ακοή, αλλά διέθετε, σε αντιστάθμισμα, οξύτατη όσφρηση, είχε αναλάβει τον ηρωϊκό ρόλο να ρίξει πέτρες στο τέλμα. Ο Ασμοδαίος έζησε από τον Ιανουάριο τού 1875 έως τον Ιούλιο τού 1876, ενάμιση χρόνο.
Είταν τόσο χοντρός ο “επίπαγος” της κοινής αδιαφορίας, ώστε κανένα βέλος δεν μπορούσε να τον τρυπήσει. Όπως οι άνθρωποι, έτσι και οι λαοί, και οι κοινωνίες, παθαίνουν “μυθριδατισμό”, όταν τούς προσφέρεται το φαρμάκι σε μικρές και προσεκτικά κανονισμένες δόσεις. Ο Γαβριηλίδης ήρθε να ενισχύσει τον καλόν αγώνα του Ροΐδη. Στο αναμεταξύ μεγάλωνε η γενιά του Παλαμά, η γενιά του Ψυχάρη.
Αλλά η αγωγή ενός λαού είναι τεράστιο άθλημα. Δεν αρκούν μερικές γενναίες προσπάθειες. Χρειάζεται η συστηματική αφύπνιση της κοινής συνείδησης, η επίμονη διδαχή ενισχυμένη από το παράδειγμα, χρειάζεται ακόμη και ο κίνδυνος. Πρέπει να το νοιώσει ο καθένας πως, αν πορεύεται κατά τον σημερινό τρόπο, κατά την σημερινή μέθοδο, θα φτάσει πολύ σύντομα σε θανάσιμο αδιέξοδο. Οι καιροί δεν επιτρέπουν πια την αμεριμνησία. Το “Μη χάνεσαι!” και το “Ωχ, αδερφέ!” μπορεί και να μην έχουν βαριά σημασία, όταν ο κόσμος ολόκληρος δεν ξεθεμελιώνεται, για να ξαναδημιουργηθεί. Ενώ, αντίθετα, στους καιρούς που δεν είναι “μενετοί”, η παραμικρή παράλειψη οδηγεί στον αφανισμό».
Και ο τελευταίος είναι σήμερα μπροστά μας. Η χώρα δεν πάσχει από οικονομική ανάπτυξη. Υποφέρει από δραματικό έλλειμμα αγωγής. Πρόκειται δε για βαρειά και χρόνια αρρώστια, που δεν θεραπεύεται με γιατροσόφια. Στον σημερινό κόσμο που αλλάζει η επιβίωσή μας είναι, κατά πρώτο και κύριο λόγο, ζήτημα αγωγής. Αν, στην Ελλάδα τού 21ου αιώνα, δεν γίνουν ριζικές ανατροπές σε θεσμούς, συμπεριφορές, συνήθειες, πρακτικές και αντιλήψεις, ο κίνδυνος είναι μεγάλος.
Δεν θα παραμείνουμε απλώς ουραγοί στο περιθώριο. Η μαζική φυγή από την χώρα των πιο άξιων παιδιών της και η υπαγωγή της στο «Ράϊχ του κρατισμού και της δημοσιοϋπαλληλίας», ενδέχεται να μάς επιφυλάσσουν χειρότερα δεινά –την επιστροφή στον οθωμανισμό και τα κατάλοιπά του στην μετά το 1821 Ελλάδα.
Προπύργιο της Δύσης στην σημερινή ΝΑ Μεσόγειο, στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα –όχι τόσο από οικονομικής πλευράς, αλλά στο επίπεδο της αγωγής και της αντίληψης της πραγματικότητας– μπορεί να είναι εύκολη λεία για την συμμαχία των τριών πρώην αυτοκρατοριών που βρίσκονται απέναντί της. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ιστορία έχει γυρίσματα…