Ποια θα είναι η επόμενη μεταμνημονιακή ημέρα και ποιο το νέο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο.
Τέλος προγραμμάτων/μνημονίων δεν υπάρχει. Υπάρχει η τυπική «ολοκλήρωση» του 4ου προγράμματος διάσωσης της ελληνικής οικονομίας που υπέγραψαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το 2015.
Του Αντώνη Κεφαλά
Και υπάρχει το ερώτημα για το είδος του προγράμματος που,ότι και να γίνει, θα υιοθετηθεί στη συνέχεια. Γύρω από το θέμα αυτό έχει αναπτυχθεί έντονη φιλολογία και παραφιλολογία που κατά κανόνα έχει την τάση να αγνοεί ή και να υποβαθμίζει την πολιτική διάσταση του – και να δημιουργεί έτσι σύγχυση και συσκότισης των ουσιαστικών δεδομένων. Στην μερική αποσαφήνιση αυτού του σκηνικού αποβλέπει το σημερινό άρθρο.
Η τρόικα συν ένας και συν ένας
Η ομοφωνία δεν χαρακτηρίζει τους…θεσμούς. Πίσω από τις τεχνοκρατικές διαφωνίες (π.χ. για την ελάφρυνση του χρέους) κρύβονται βαθιές πολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογίες. Η Γαλλική πλευρά (με τους συμμάχους της) επιδιώκει λύση ως προς το χρέος και τη μορφή εποπτείας που να συνάδει με δύο παράγοντες:
(α) το όραμα του Μακρόν για μία φιλελεύθερη και κατά μία έννοια Ευρώπη πολυσυλλεκτική με αλληλοστηριζόμενα μέλη σε όλα τα επίπεδα. Και,
(β) ταυτόχρονα, να προβάλει το ανθρώπινο πρόσωπο των μνημονίων αναδεικνύοντας την επιτυχία τους μέσω της δυνατότητας της Ελλάδος να έχει πρόσβαση στις αγορές. Προϋπόθεση είναι η ελάφρυνση του χρέους με χαλαρή εποπτεία και «μαλακά» προαπαιτούμενα – αν όχι αυτοματισμό.
Η Γερμανική πλευρά έχει διαφορετικές σκοπιμότητες και στόχους. Απέναντι στον φιλελευθερισμό και το allinclusiveγια την Ευρώπη όραμα του Μακρόν, η Γερμανία κινείται στον ρυθμό του Σόιμπλε. Η δημοσιονομική πειθαρχία σε άμεση και καθοριστική σύνδεση με μεταρρυθμίσεις αποτελούν το βασικό υλικό πάνω στο οποίο θα πρέπει να κτίζεται η νέα Ευρώπη.
Για την Γερμανία και τους συμμάχους της το θέμα αυτό δεν είναι τεχνικό –με την έννοια ότι θεωρούν την τεχνοκρατική εφαρμογή του και απόλυτα εφικτή και ότι αποτελεί απαραίτητη και μη διαπραγματεύσιμη προϋπόθεση(sinequanon). Για την Γερμανία το θέμα είναι αν υπάρχει ή όχι πολιτική βούληση. Κι αν μέλη θέλουν να αποκλίνουν από αυτές τις αρχές η αποχώρηση τους είναι περίπου ευπρόσδεκτη.
Στη βάση αυτή η χώρα μας αποτελεί ένα πεδίο όπου ουσιαστικά κρίνεται ως ένα βαθμό η διαμάχη μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Για παράδειγμα, η Γαλλική θέση να συνδέεται το ύψος αποπληρωμής του χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης αποτελεί ανάθεμα για την Γερμανία.
Η πρόταση αυτή ενθαρρύνει μία πολιτική όπου η Ελλάδα καθηλώνεται σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (καθώς δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για ανάπτυξη σε επίπεδα 2%-3% που είναι απαραίτητη για την σε στέρεες βάσεις αποκατάσταση της μακροοικονομικής ισορροπίας) και έτσι δεν αποπληρώνει το χρέος της παρά πολύ αργά και περιστασιακά. Κατάσταση ιδανική για τις βαθύτερες επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά όχι για την Γερμανία και τους συμμάχους της.
Η πλευρά του ΔΝΤ βρίσκεται– ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Αφενός, διακαώς επιθυμεί όρους ελάφρυνσης χρέους που θα δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές. Αφετέρου με την ίδια θέρμη θέλει να συνεχιστούν και να ενταθούν οι μεταρρυθμίσεις.
Το ΔΝΤ γνωρίζει πολύ καλά πως η δημοσιονομική πειθαρχία –όσο σκληρή και να είναι – δεν μπορεί από μόνη της να εξυγιάνει την ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα όταν, όπως αλά-ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στηρίζεται σε επαχθή φορολογία.Γνωρίζει, επίσης, πολύ καλά ότι αυτές συνθήκες έχουν προβλέψιμο τέλος όπως και ότι με αυτές τις συνθήκες η ανάπτυξη είναι ανέφικτη.
Προς το παρόν διαπραγματεύεται την ισορροπία δυνάμεων. Θεωρητικά το ΔΝΤ είναι με το μέρος της Γαλλίας ως προς την ελάφρυνση του χρέους και με το μέρος της Γερμανίας ως προς τις μεταρρυθμίσεις.
Ως προς τον έσχατο των εταίρων, μέχρι πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ήταν κάπου στη μέση – σε μία προσπάθεια να διατηρήσει την ουδετερότητα της. Η στάση της, όμως, φαίνεται πως τώρα αλλάζει.
Ο κρίσιμος παράγοντας στην αλλαγή αυτή δεν είναι τεχνοκρατικός αλλά πολιτικός. ΟΙ συνεχείς επιθέσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κατά του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα επιβεβαίωσαν στα μάτια της Φρανκφούρτης την διαρκή προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης να υπονομεύει τους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών.
Και ανέδειξε ότι στον βωμό της εξυπηρέτησης των ιδεολογικών στόχων της η ελληνική κυβέρνηση δεν διακατέχεται από τον παραμικρό δισταγμό στην επιδίωξη της για την ουσιαστική εγκατάλειψη/ανατροπή των μεταρρυθμίσεων. Οι πληροφορίες που θέλουν την ΕΚΤ να συντάσσεται πλέον με την Γερμανία ελέγχονται ως ορθές.
Τα άμεσα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα ανωτέρω είναι αρκετά σαφή.
Πρώτο, η Ελλάδα αποτελεί τούτη τη στιγμή πεδίο μάχης όπου συγκρούονται οι διαφορετικές ιδεολογικές κατευθύνσεις σχετικά με την μελλοντική μορφή και την πορεία της Ε.Ε.
Δεύτερο, με βάση ελεγχόμενες δηλώσεις, το Δ.Σ. του ΔΝΤ δεν είναι πλέον διατεθειμένο να παρέχει περίπου στα τυφλά βοήθειαστην Ελλάδα.
Τρίτο, η ΕΚΤ αναπόφευκτα τείνει πλέον προς την Γερμανική πλευρά. Τέταρτο, οαδύνατος εταίρος στην διαμάχη για το μέλλον της Ευρώπης είναι η Γαλλία. Και, πέμπτο, κανένας δεν είναι διατεθειμένος να δώσει στην Ελλάδα την καθαρή έξοδο που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η ελληνική πλευρά
Ο ρεαλισμός δεν διακρίνει πάντα τον ΣΥΡΙΖΑ. Ηπαρωχημένη και κρατούσαιδεολογία του Εμφυλίου, ο οπορτουνισμός και η αποθέωση της Γκεμπελικήςπρακτικής αποτελούν τα χαρακτηριστικά του και προσδιορίζουν τις πράξεις και αποφάσεις του. Με αντάλλαγμα το υψηλό δημοσιονομικό πλεόνασμα ο ΣΥΡΙΖΑ προσδοκά να αποκτήσει ελευθερία κινήσεων—που σημαίνει: περαιτέρω διείσδυση στη δημόσια διοίκηση, επέκταση της πολιτικής του πελατείας, αποδυνάμωση των θεσμικών οργάνων που εγγυόνται την ουσιαστικά προστασία της δημοκρατίας και την διατήρηση του στην εξουσία.
Θέματα για τα οποία κόπτεται, όπως οι συλλογικές συμβάσεις με την επεκτασιμότητα τους και η αύξηση του ελάχιστου μισθού, είναι στο βάθος κατ’ επίφαση—θέλουν να αποδείξουν το αριστερό πρόσημο του.
Στην πραγματικότητα η διατήρηση στην ομηρία των συνταξιούχων και εργαζομένων εξυπηρετεί τον ΣΥΡΙΖΑ: έχει πελάτες εξαρτώμενους από την ελεημοσύνη του. Και η αποδοχή των κρατικοποιήσεων εντάσσεται στην στρατηγική των τακτικών ελιγμών που ταυτόχρονα συνεισφέρουν στην κατασκευή του άλλοθι της δημοσιονομικής επιτυχίας.
Το βασικό μότο του είναι παμπάλαιο και Σοβιετικό: προφασίζεσαι ειρηνική συνύπαρξη απέναντι στον αντίπαλο και στην πραγματικότητα κάνεις ένα βήμα μπρος προς την κατεύθυνση αυτή και στη συνέχεια δύο βήματα πίσω.
Το πρόβλημα για την παράταξη ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι εταίροι μας έχουν πλέον μάθει τα τερτίπια της—και ειδικά αυτά του πρωθυπουργού. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ικανοποίησε όλους σχεδόν τους όρους του προγράμματος διότι ήθελε απεγνωσμένα να μείνει στην εξουσία – ως πρώτη φορά Αριστερά.
Και εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την απόγνωση βάζοντας την ομάδα Τσίπρα να υλοποιήσει σκληρές μεταρρυθμίσεις –με όποιους συμβιβασμούς – χωρίς κοινωνική αναταραχή. Αυτό ήταν το μεγάλο πλεονέκτημα του μεγάλου εκβιασμού. Και οι εταίροι ευχαριστημένοι και ο ΣΥΡΙΖΑ ευγνώμων που διατήρησε την εξουσία.
Όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερος αγνώμων από τον ευνοηθέντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ τρέφει ταξικό μίσος τόσο κατά της Ευρώπης όσο και κατά των πρωτεργατών των προγραμμάτων. Επαγγέλλεται την «καθαρή έξοδο» διότι θέλει σε μεγάλο βαθμό να ανατρέψει πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που υποχρεώθηκε να ψηφίσει.
Όποιος πιστεύει πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μόνιμα συμβιβαστεί με την κρατούσα κατάσταση μάλλον πλανάται πλάνη οικτρά. Το ίδιο οικτρά πλανάται και ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύοντας ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι το διαβατήριο προς την απελευθέρωση του.
Στην Γερμανία ειδικά η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι προτιμά να δανείζεται ακριβά από τις αγορές ώστε να έχει ελευθερία κινήσεων παρά να έχει φτηνά κεφάλαια χρηματοδότησης του χρέους και να υπόκειται σε περιορισμούς από τους εταίρους κάθε άλλο παρά πέρασε απαρατήρητη. Απεναντίας: γράφτηκε στο θυμικό της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Στη βάση αυτή οι θεμελιωμένες αντιρρήσεις Βενιζέλου και Παγουλάτου στο αξιόλογο άρθρο Μαραντζίδη για τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα μάλλον θα αποδειχθούν προφητικές.
Τα επόμενα βήματα
Η Ελλάδα θα παραμείνει σε εποπτεία. Το πώς θα ονομαστεί αυτή η εποπτεία είναι θέμα δημοσίων σχέσεων, ήτοι προπαγάνδας. Τυπικά οι εταίροι θα προσπαθήσουν να χρυσώσουν το χάπι –και ουδείς καταλληλότερος γι’ αυτό από το δίδυμο Μοσκοβισί- Γιουνκέρ. Η επαναφορά στο προσκήνιο της προληπτικής γραμμής πίστωσης δεν είναι τυχαία: κανένας δεν θέλει την Ελλάδα να βγαίνει στις αγορές και είτε να πληρώνει επιτόκια της τάξης του 5%-7% είτε να αντιμετωπίζει φιάσκο όπως αυτό με την έκδοση του 7ετούς ομολόγου.
Η εποπτεία θα είναι σκληρή – άσχετα από το αποτέλεσμα των όποιων ελληνικών εκλογών και άσχετα με το χρόνο διενέργειας τους. Η λογική είναι απλή: αν ο ΣΥΡΙΖΑ παραμείνει στην εξουσία θα πρέπει να ελέγχεται για να μην κάνει άλλη μία μεγάλη κολοτούμπα, ένα ακόμη πισωγύρισμα.
Αν είναι η Ν.Δ. θα πρέπει να ενισχύεται με το άλλοθι της εποπτείας διότι το κόμμα δεν είναι ιδεολογικά και λειτουργικά συμπαγές και σίγουρα θα αντιμετωπίσει αντιπολίτευση αλά-ΣΥΡΙΖΑ όπως το 2013-2014.
ΤΟ ΔΝΤ φαίνεται πως θα υποχρεωθεί σε συμβιβασμό – όχι επειδή αυτό θέλει το δίδυμο Λαγκάρτ-Τόμσεν αλλά επειδή αυτό μάλλον θα επιβάλλει το Δ.Σ. του. Έτσι, είναι πιθανό να φύγει από το πρόγραμμα ως χρηματοδότης, όπως και είναι πιθανό να πουλήσει το ελληνικό χρέος στον ΕSM,αλλά να παραμείνει ως ο κατ’ εξοχήν τεχνικός σύμβουλος με βαρύνουσα μάλιστα γνώμη. Η προληπτική γραμμή αυτό ακριβώς προϋποθέτει.
Στην εξέλιξη αυτή, κρίσιμο ρόλο έπαιξε και θα παίζει το «πρόγραμμα ανάπτυξης ελληνικής ιδιοκτησίας» που παρουσίασε ο Τσακαλώτος στο Eurogroup. Για τους συμμετέχοντες ήταν μία επιστροφή στην εποχή Βαρουφάκη: επιβεβαίωση της αριστερής, γεμάτης ευχολόγια προσέγγισης.
Ο Βαρουφάκης, τουλάχιστον, πέρα από το ότι εκτελούσε εντολές Τσίπρα και πέρα από επουσιώδη θέματα όπως αυτό της συγκρουσιακής εμφάνισης του, προσπάθησε να τοποθετήσει το ελληνικό πρόβλημα στο πλαίσιο μίας –κατά τα άλλα ορθής και απαραίτητης—μεταρρύθμισης της Ε.Ε. Ως προς αυτό δεν είχε διόλου άδικο.
Απλά ήταν ανεπίκαιρος –κατά μία έννοια πολύ μπροστά από την εποχή του. Και δεν κατανόησε πως για την Ευρώπη η μεταρρύθμιση της δεν μπορούσε να «περάσει» μέσα από την επίλυση του ελληνικού προβλήματος. Σε αντίθεση, οΤσακαλώτος παρουσίασε ένα Συριζαίϊκο κείμενο που δεν έχει καν αυτό το ελαφρυντικό. Βρίθει με ιδεολογικές προκαταλήψεις που επιβεβαιώνουν το διατηρούμενο στρεβλό αριστερό πρόσημο της παράταξης του. Μίας παράταξης που βλέπει την Ελλάδα και την κοινωνία της με όρους της δεκαετίας του 1940.
Όλα αυτά συνεπάγονται την τελική αποδοχή και εγκαθίδρυση της Γερμανικής προσέγγισης στο ελληνικό πρόβλημα – σ’ ένα περιβάλλον που είναι win-winγια την «σκληρή ευρωπαϊκή συμμαχία». Η ελάφρυνση θα συνδέεται με τις μεταρρυθμίσεις καθώς και με άλλα σκληρά και μη μέτρα.
Το δημοσιονομικό μαξιλάρι που προσπαθεί να μαζέψει η κυβέρνηση, προετοιμαζόμενη ίσως για μία πιθανή σύγκρουση με τους εταίρους, δεν απασχολεί – διότι δεν αποτελεί παρά μόνο μία εξαιρετικά βραχύχρονη διέξοδο –που θα καταλήξει σε αδιέξοδο μόλις εξαντληθεί.
Και, στο τέλος-τέλος, η χρησιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα ίσως να έχει φτάσει στο τέλος της – όπως είχε φτάσει του Σαμαρά το 2014. Η τάση να αναβάλλονται μερικά προαπαιτούμενα του προγράμματος καθώς και η εμμονή στην υλοποίηση των δεσμεύσεων για τη μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει: είτε πως δεν έχει σημασία διότι άλλος θα τα υλοποιήσει, είτε πως και οι εταίροι είναι έτοιμοι και οπλισμένοι για μία πιθανή σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Διότι, στα πλάνα και σενάρια των Βρυξελλών εξετάζεται και η περίπτωση του απευκταίου: σύγκρουση ΣΥΡΙΖΑ εταίρων για το πρόγραμμα μετά τον Αύγουστο, προσφυγή του ΣΥΡΙΖΑ σε δημοψήφισμα/εκλογές, νίκη του ΣΥΡΙΖΑ για «ανεξαρτησία» του και ξεχαρβάλωμα της οικονομίας με αποτέλεσμα μέσα σε 6-12 μήνες να βρεθεί η χώρα και πάλι στο καλοκαίρι του 2015. Η απάντηση τότε δεν θα είναι ένα νέο πρόγραμμα αλλά το Grexit.