Μέσω αυτόματων ηλεκτρονικών ελέγχων στις δαπάνες διαβίωσής τους θα προσδιορίσει φέτος η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων το φορολογητέο εισόδημα χιλιάδων φυσικών προσώπων.
Στόχος του έμμεσου προσδιορισμού των εισοδημάτων είναι ο εντοπισμός περιπτώσεων απόκρυψης εσόδων ή απόκτησης εισοδημάτων από παράνομες δραστηριότητες. Οι αδήλωτες διαφορές εισοδημάτων που θα εντοπίζονται, εφόσον δεν θα μπορούν να δικαιολογηθούν, θα φορολογούνται με συντελεστές φόρου 22%-45%.
Οι διατάξεις που θα εφαρμοστούν τόσο για τον έλεγχο των φυσικών προσώπων γενικά όσο και για τον έλεγχο των επιχειρήσεων που διαπράττουν παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας προβλέπουν τον προσδιορισμό των εισοδημάτων με βάση διαθέσιμα στοιχεία και πληροφορίες που προέρχονται από τρίτους και με την εφαρμογή εμμέσων τεχνικών ελέγχου.
Στο ηλεκτρονικό έντυπο Ε1 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, το οποίο θα υποβάλουν φέτος την Άνοιξη 9 εκατομμύρια φορολογούμενοι μέσω του συστήματος TAXISnet, θα εμφανίζονται, για πρώτη φορά σε προσυμπληρωμένα νέα πεδία τα ποσά των δαπανών που πραγματοποίησαν οι φορολογούμενοι το 2019 προκειμένου να εξοφλήσουν λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, δίδακτρα, ασφάλιστρα ζωής, νοσήλια, δάνεια και πιστωτικές κάρτες καθώς και τα ποσά των εισοδημάτων που απεκόμισαν πέρυσι από επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Όλα αυτά τα στοιχεία θα έχουν αποσταλεί ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων από τους τρίτους που τα έχουν στη διάθεσή τους (ΔΕΚΟ, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, ιδιωτικά νοσηλευτήρια, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια κ.λπ.), θα έχουν διασταυρωθεί πλήρως και θα έχουν επαρκώς ταυτοποιηθεί από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές.
Στόχος της προσυμπλήρωσης των συγκεκριμένων στοιχείων στις φετινές φορολογικές δηλώσεις είναι να διευκολυνθούν οι φορολογικές αρχές στον έμμεσο προσδιορισμό των πραγματικών φορολογητέων εισοδημάτων χιλιάδων φορολογουμένων και να επιβάλουν τους φόρους που αναλογούν σ’ αυτά.
Συγκεκριμένα, τα ποσά των παραπάνω δαπανών των φορολογουμένων όπως θα αποτυπώνονται αναλυτικά σε προσυμπληρωμένα πεδία του νέου e-E1 θα αθροίζονται αυτόματα με τα επίσης προσυμπληρωμένα ποσά των καταναλωτικών δαπανών τους, τις οποίες εξόφλησαν με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Τα αθροίσματα που θα προκύπτουν θα συγκρίνονται, στη συνέχεια, με τα ποσά των πάσης φύσεως εισοδημάτων και εσόδων των φορολογουμένων (με τα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, επιχειρηματικές δραστηριότητες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, τόκους, υπεραξίες, μερίσματα, επιδόματα, επιδοτήσεις και λοιπές εισοδηματικές ενισχύσεις καθώς και με τα έσοδα από δάνεια, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων), όπως αυτά θα αποτυπώνονται επίσης στο έντυπο Ε1.
Εφόσον από την σύγκριση προκύπτει "αρνητικό" ισοζύγιο, εφόσον δηλαδή το άθροισμα των δηλωθέντων εισοδημάτων και εσόδων δεν καλύπτει το άθροισμα των συνολικών δαπανών, οι δηλώσεις των φορολογουμένων θα παραπέμπονται για έλεγχο.
Ειδικότερα, οι φορολογούμενοι που θα εντοπίζονται με «αρνητικά» ισοζύγια εισοδημάτων-εσόδων και δαπανών θα καλούνται να δικαιολογήσουν τις αρνητικές διαφορές επικαλούμενοι στοιχεία που αποδεικνύουν ότι αυτές καλύφθηκαν με αποταμιεύσεις παρελθόντων ετών προερχόμενες από νόμιμα κτηθέντα εισοδήματα και έσοδα ή με άλλους τρόπους, όπως δάνεια ή δωρεές. Αν δεν καταφέρουν να δικαιολογήσουν τις διαφορές θα φορολογούνται γι’ αυτές με συντελεστές φόρου εισοδήματος κυμαινόμενους από 22%-45% και επιπλέον θα επιβαρύνονται με πρόστιμα. Εναλλακτικά, οι φορολογούμενοι αυτοί θα παραπέμπονται για έλεγχο με έμμεσες τεχνικές προσδιορισμού του εισοδήματος.
Οι τρεις έμμεσες μέθοδοι ελέγχου
Οι 3 εναλλακτικές έμμεσες μέθοδοι ελέγχου, οι οποίες προβλέπονται από τον Κ.Φ.Δ. να εφαρμόζονται στις παραπάνω περιπτώσεις είναι, επιγραμματικά, οι εξής:
α) Η μέθοδος της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου: Η τεχνική αυτή προσδιορίζει το φορολογητέο εισόδημα λαμβάνοντας υπόψη από τη μία πλευρά τα έσοδα (φορολογητέα και μη) και από την άλλη τις αγορές και δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) του ελεγχομένου. Τυχόν αρνητική διαφορά που προκύπτει λόγω του ότι το άθροισμα αγορών και δαπανών είναι μεγαλύτερο του συνόλου των εσόδων θεωρείται «αδήλωτο εισόδημα».
β) Η μέθοδος της καθαρής θέσης του φορολογούμενου: Η τεχνική αυτή προσδιορίζει το φορολογητέο εισόδημα του φορολογουμένου λαμβάνοντας υπόψη :
* όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιμα κεφάλαια (προσωπικά, οικογενειακά και επαγγελματικά)
* όλες τις υποχρεώσεις (προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές)
* όλες τις δαπάνες (ατομικές, οικογενειακές, επαγγελματικές) και τα εισοδήματα από λοιπές πηγές (ατομικά και οικογενειακά).
γ) Η μέθοδος του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά: Η τεχνική αυτή προσδιορίζει φορολογητέο εισόδημα παρακολουθώντας την κίνηση των κεφαλαίων του φορολογουμένου , είτε με την κατάθεση αυτών σε τράπεζες, είτε με την ανάλωσή τους σε διάφορες συναλλαγές με την χρήση μετρητών.
Ειδικότερα αναλύει τις συνολικές καταθέσεις και τα διαθέσιμα σε τράπεζες αλλά και τις αγορές και δαπάνες σε μετρητά (επαγγελματικές, οικογενειακές) κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης χρήσης και τα συγκρίνει με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.
Κατά την τεχνική αυτή από τις συνολικές καταθέσεις της ελεγχόμενης χρήσης αφαιρούνται τα μη υποκείμενα στη φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, μεταφορές κεφαλαίων από τον ένα λογαριασμό στον άλλο και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις. Στο υπόλοιπο των καθαρών τραπεζικών καταθέσεων προστίθενται όλες οι καταβολές σε μετρητά για αγορές, δαπάνες (προσωπικές, επαγγελματικές) και αφαιρούνται τα μη υποκείμενα στη φορολογία έσοδα που δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμούς. Το νέο υπόλοιπο αναμορφώνεται με τις αυξομειώσεις των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων και συγκρίνεται με το συνολικό δηλωθέν εισόδημα. Αν το υπόλοιπο είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος εισοδήματος η επιπλέον διαφορά θεωρείται «αδήλωτο εισόδημα».
Και στις περιπτώσεις εφαρμογής των παραπάνω μεθόδων οι φορολογούμενοι θα υποχρεώνονται να πληρώσουν πρόσθετους φόρους για τις επιπλέον διαφορές «αδήλωτου εισοδήματος» που θα έχουν προκύψει και δεν θα έχουν καταφέρει να δικαιολογήσουν κατά την διάρκεια των ελέγχων. Οι φόροι θα υπολογίζονται με συντελεστές 22%-45%, ενώ οι ελεγχόμενοι θα επιβαρύνονται επιπλέον και με πρόστιμα.