Συμπληρώθηκαν 90 χρόνια από τότε που μία οικογένεια πρωτοπόρων Ελλήνων έφερε στην ελληνική οικονομική ζωή την οργάνωση του γραφείου και όχι μόνον...
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν τον πρωτογνώρισα δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο Νίκος Πετρακόπουλος, ο άνθρωπος που ίδρυσε και διευθύνει μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, την Mellon Technologies, ήταν εγγονός του Παναγή Σολομού, του ανθρώπου που στην Ελλάδα άνοιξε τον δρόμο της οργάνωσης γραφείου και όχι μόνον.
Το μήλο, όμως, κάτω από την μηλιά πέφτει, λέει η λαϊκή ρήση –και στην προκειμένη περίπτωση έχει δίκιο.
Ήταν το 1926 όταν ο Παναγής Σολομός, μαζί με τον αδελφό του Αλέξη, εμπνευσμένοι από τον αγγλοσαξωνικό τρόπο επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, ανοίγουν στην οδό Ευριπίδου 9 το πρώτο τους γραφείο αντιπροσωπειών γραφομηχανών, αριθμομηχανών και λοιπών προϊόντων που συμβάλλουν στην αποτελεσματική οργάνωση ενός εταιρικού γραφείου. Το δε βαρύ πυροβολικό την εποχή εκείνη ήταν οι γραφομηχανές Remington, οι οποίες, από ιστορικής πλευράς, ήταν και οι πρώτες που κυκλοφόρησαν στον κόσμο ως βιομηχανικό προϊόν, το 1873.
Με βοηθό και συμπαραστάτη τον αδελφό της μητέρας τους, Βερνάρδο Μελισσινό, οι Παναγής και Αλέξης Σολομός αφιέρωναν κατά κύριο λόγο τον χρόνο τους στις πωλήσεις, όπως περιέγραφαν οι ίδιοι στο περιοδικό Ευημερία που άρχισε να εκδίδει η εταιρεία τους το 1957. Είναι δε αποκαλυπτικά της εποχής εκείνης αυτά που έγραψε ο Αλέξης Σολομός:
«Την τεχνική της πωλήσεως νεωτέρων μεθόδων εργασίας την μαθαίναμε διαβάζοντας βιβλία και ασκούμενοι με τους εκπροσώπους των Εταιρειών που αντιπροσωπεύαμε. Επίσης παρακολουθούσαμε μαθήματα πωλήσεως στο Λονδίνο, στην Βιέννη, στο Βερολίνο, στο Παρίσι.
Ξεκινούσαμε κάθε πρωί, αφού είχαμε κάνει το πρόγραμμά μας για επισκέψεις και επιδείξεις. Το απόγευμα, όταν δεν είχαμε ραντεβού με πελάτη, μελετούσαμε εγχειρίδια και εγκυκλίους για τα είδη που πουλούσαμε (γιατί όλα τα είδη τότε ήταν νέα για μάς).
Γράφαμε μελέτες, συντάσσαμε σχέδια, ετοιμάζαμε προσφορές, συμπληρώναμε τα δελτία μα για την παρακολούθηση των πελατών μας, κάναμε την αλληλογραφία ελληνικά με την επαρχία και αγγλικά με τα εργοστάσια που αντιπροσωπεύαμε. Παράλληλα, ταξιδεύαμε στην επαρχία για να δημιουργήσουμε αντιπροσώπους.
Σχηματίζαμε σχολές εκπαιδεύσεως πωλητών-οργανωτών. Φυσικά, έπρεπε να πηγαίνουμε στις Τράπεζες και στα Επιμελητήρια για τις διάφορες διατυπώσεις, που ήταν τότε πολύ περισσότερες από τις σημερινές λόγω των ασφυκτικών συναλλαγματικών περιορισμών.
»Τότε, όταν μιλούσαμε για οργάνωση συχνά μάς κοίταζαν με οίκτο, όπως συνήθως κοιτάζει κανείς έναν άκακο τρελλό που έχει μια πετριά…
Για να πουληθεί τότε μία γραφομηχανή, που η αξία της ήταν πολλαπλάσια από τον μισθό ενός μέσου υπαλλήλου, χρειαζόταν προσπάθεια όχι τυχαία. Χρειάστηκαν χρόνια για να διδάξουμε τα τυπογραφεία να τυπώνουν τα δελτία του Kardex, όρθιοι επί ώρες πάνω από το στοιχειοθετείο και το πιεστήριο, να κάνουμε δοκίμια, να τα διορθώνουμε, να αλλάζουμε τα στοιχεία, να τροποποιούμε τα μαχαίρια, να χρησιμοποιούμε διαφόρων ειδών εγκοπές, ώσπου να φτάσουμε σε κάτι που να έμοιαζε με τα αμερικανικά δελτία. Φέρναμε ακόμα και χαρτί από την Αμερική, ώστε η εφαρμογή του Kardex να μην υστερεί.
»Δεν είχαμε κανέναν που να μάς δίνει έτοιμους καταλόγους παλιών πελατών, γιατί δεν είχαμε παλιούς πελάτες. Πανηγύρι είχαμε αν τηλεφωνούσε κανείς ότι ενδιαφέρεται για κάποιο είδος! Πού να βρεθεί κάποιος που να ήξερε περισσότερα από μάς, για να καταφύγουμε για συμβουλή ή υπόδειξη!
Δεν υπήρχε δημιουργημένη αγορά για βοηθήματα οργανώσεως. Υπήρχαν βέβαια καταστήματα γραφομηχανών, αλλά περιορίζονταν στο να υπηρετούν αυτούς που ζητούσαν γραφομηχανές και δεν προσπαθούσαν να δημιουργήσουν νέους ενδιαφερόμενους.
Εξάλλου, εμείς προσπαθούσαμε να εισαγάγουμε καινά δαιμόνια, όπως την κατακόρυφη ταξινόμηση, τα Kardex, τις λογιστικές μηχανές, τις πυρασφαλείς αρχειοθήκες, τις αθροιστικές μηχανές, τους διευθυνσιογράφους. Αυτά τα είδη κυριολεκτικώς τα διδάσκαμε στην αγορά. Σε μία αγορά πολύ λίγο δεκτική, κυρίως επειδή φοβόταν πως η οργάνωση θα είχε σαν αποτέλεσμα την μεγαλύτερη φορολογία».
Από αυτά τα απλά λόγια καταλαβαίνει κανείς ποιο πνεύμα κυριαρχούσε στην τότε επιχειρηματική Ελλάδα, στην οποία ήταν απούσα η έννοια του επιχειρείν –με τους Παναγή και Αλέξη Σολομό να αποτελούν εξαιρέσεις επιβεβαιωτικές του κανόνα.
Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να ομολογηθεί ότι, στην πορεία της στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα, η εταιρεία δεν είχε μόνον καλές στιγμές. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η γερμανική Κατοχή, οι μεταπολεμικές συγκρούσεις και η δυσκολία της χώρας να παρακολουθεί τις εξελίξεις ήσαν σοβαρά εμπόδια, που άλλους θα τούς είχαν απογοητεύσει. Όμως, ο Παναγής Σολομός και ο αδελφός του πίστευαν σε αυτό που έκαναν και είχαν εδραιωμένες αρχές.
Μιλώντας στους ανθρώπους της εταιρείας στις 31 Δεκεμβρίου 1969, ο Παναγής Σολομός έλεγε: «…Είμαστε πρωτοπόροι. Παρακολουθούμε την πρόοδο, αλλά δεν ξεγελιόμαστε από προκλητικές φωνές. Δεν έχουμε μείνει στο 1920, αλλά ούτε πάμε προς το 2000 χωρίς περίσκεψη. Είμαστε ευέλικτοι και ευπροσάρμοστοι. Είμαστε οι παλιοί θαλασσόλυκοι που, έχοντας ζήσει από πολύ μικροί στην θάλασσα που λέγεται ελληνική οικονομία, ξέρουμε να διακρίνουμε τις αλλαγές του καιρού και οδηγούμε το καράβι μας με τέτοιον τρόπο που, και όταν ακόμα υπάρχει τρικυμία, και όταν ακόμα κάποιος κάνει μια στραβοτιμονιά, οι συνέπειες να μην είναι καταστροφικές, και πάλι να ορθοπλωρίζουμε».
Τρία χρόνια αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1972, πάλι μιλώντας στο προσωπικό της εταιρείας και σε κάποιους φίλους της, ο Παναγής Σολομός έλεγε:
«Η ομάδα με το όνομα Σολομός τιμά τον εαυτό της και όσους εντάσσονται σε αυτήν. Αλλά προπάντων τιμά όποιον αντιπροσωπεύει. Έτσι, όλα τα είδη τα οποία πουλάμε δεν τα πουλάμε επειδή είμαστε αντιπρόσωποι του ενός ή του άλλου οίκου του εξωτερικού, αλλά επειδή έχουμε συνδέσει το όνομά μας με την ποιότητα, με ό,τι καλό: το καινούργιο, την εξυπηρέτηση, την πίστη, την τιμιότητα, την ευσυνειδησία, την μέθοδο, την τάξη, την αλήθεια.
Εμείς δεν είμαστε ICL, Remington, Kardex, Rotaprini, Pitney-Bowes, και πολλά άλλα εργοστάσια που αντιπροσωπεύουμε. Είμαστε η ομάδα Σολομός, που έχουμε την ευχέρεια να διαλέγουμε τα εργοστάσια που μάς συμφέρει να αντιπροσωπεύουμε. Μία ομάδα που σέβεται την δουλειά της και δεν κλονίζεται με το να χάσει μιαν αντιπροσωπεία, γιατί στην θέση της είναι εύκολο να βάλει αμέσως μιαν άλλη, ή με το να χάσει συνεργάτες, όσο καλοί κι αν είναι.
»Μία ομάδα που έχει παράδοση σχεδόν μισού αιώνα, και μάλιστα αφού διαδέχθηκε δύο ακόμα γενεές που και αυτές επρόσεχαν πολύ την ποιότητα. Όταν μπήκαμε στον επαγγελματικό στίβο, έπειτα από πολύτιμη θητεία κοντά σε σοφούς δασκάλους που πάντα ευγνωμονούμε, είχαμε διδαχθεί να βάζουμε υψηλούς και μακροχρόνιους στόχους στην επαγγελματική μας ζωή.
Εμάθαμε ότι είναι ακατάλυτη η αρχή που λέει ότι θα προκόψεις αν υπηρετήσεις τον πλησίον σου τίμια και καλά.
Και το μεν τίμια είναι ζήτημα συνειδήσεως, όμως το καλά είναι ζήτημα μεθοδικής προσπάθειας για να βελτιώνεται η ποιότητα. Γι αυτό παρακολουθούμε ό,τι σχετίζεται με την δουλειά μας και βάζουμε στόχους σαν να επρόκειτο να ζήσουμε άλλα εκατό χρόνια. Οι άνθρωποι δεν ζουν διακόσια χρόνια, οι ομάδες όμως ζουν, όταν τα πνεύμα είναι υγιές, και προάγουν την ποιότητα».
Από αυτά τα λόγια, πάνω στα οποία θα μπορούσε να γίνει ένα ολόκληρο σεμινάριο, καταλαβαίνει κανείς με ποια ποιότητα ανθρώπου είχε να κάνει.
Ο Παναγής Σολομός, ο άνθρωπος που έφερε στην Ελλάδα τους πρώτους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τις πρώτες λογιστικές και τιμολογιακές μηχανές, τα πρώτα φωτοαντίγραφα υγρού και ξηρού τύπου, είχε μία προωθημένη αντίληψη για την οργάνωση της εργασίας, γι αυτό και συνεργαζόταν τακτικά με τον Οικονομικό Ταχυδρόμο.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, για την πολιτική ιστορία της χώρας, ότι τον Αύγουστο 1963 η εταιρεία Π.Σολομός πέτυχε έναν οργανωτικό άθλο: την εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων. Καταγράφηκαν έτσι 5.663.000 Έλληνες εκλογείς, με την παρακολούθηση όλων των κομμάτων, με αποτέλεσμα οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 –που έφεραν την Ένωση Κεντρώων του Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία– να είναι και οι πρώτες μεταπολεμικές στην χώρα μας οι οποίες έγιναν χωρίς αμφισβήτηση του αποτελέσματός τους.
«Επρόκειτο για μία πρωτοφανή οργανωτική προσπάθεια, μέσω της οποίας η Ελλάδα απέδειξα ότι μπορεί να πετυχαίνει οργανωτικές επιδόσεις αντάξιες των αναπτυγμένων βιομηχανικών χωρών», δήλωνε τότε στον Τύπο ο Παν. Σολομός.
Την ίδια εποχή, η εταιρεία διοργάνωσε στην Αθήνα το πρώτο διεθνές συνέδριο Επιστημονικής Οργάνωσης της Εργασίας και συνέβαλε ώστε να εισαχθεί στην Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών το μάθημα της Οργανώσεως. Εισήγαγε στην ελληνική αγορά την έννοια του μάρκετινγκ και βοήθησε όσο κανείς άλλος στην Δημόσια Διοίκηση να αντιληφθεί ποια ήταν η σημασία της μηχανοργάνωσης.
Στην μοναδική συνάντηση και συνομιλία που είχα με τον Παν. Σολομό στις αρχές του 1979, ενόψει της μετατροπής του Οικονομικού Ταχυδρόμου από εβδομαδιαία εφημερίδα σε στυλ νιους-μάγκαζιν περιοδικό, τον είχα ρωτήσει ποιες ήταν οι βασικές αρχές που υπαγόρευαν τον τρόπο ζωής και δράσης του.
Μού είχε απαντήσει: «Κάθε άνθρωπος έχει μία φιλοδοξία, μία αποστολή, άλλος μικρή άλλος μεγάλη. Κάθε άνθρωπος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ικανό για μεγαλύτερη αποστολή από αυτήν στην οποία χρησιμοποιείται. Δεν πρέπει όμως γι αυτό να παραμελεί την αποστολή του, όποια κι αν είναι.
Αυτός είναι ένας τρόπος να προπαρασκευαστεί για την μεγάλη αποστολή του. Δεν πρέπει να λέει είμαι 30-40-50-60 χρονών και δεν ικανοποιήθηκαν ακόμα οι φιλοδοξίες μου, αλλά πρέπει να εργάζεται παραγωγικά χωρίς διάλειμμα γι αυτό που φιλοδοξεί. Άλλος προοδεύει και φτάνει γρηγορότερα, άλλος σιγότερα.
Ένα είναι βέβαιο: ότι δεν μπορεί ποτέ να αποτύχει εκείνος που κάνει την δουλειά του με όρεξη, με κέφι και με την πεποίθηση ότι η δουλειά του βοηθάει την κοινωνία. Κάθε άνθρωπος πετυχαίνει αυτό που κάνει τον εαυτό του ικανό να πετύχει. Το μυστικό είναι πάντα να βελτιώνεσαι και να μην σταματάς, όσο οι διανοητικές και σωματικές σου δυνάμεις σού επιτρέπουν».
Ως φαίνεται δε, αν κρίνουμε από τις σημερινές επιδόσεις του ομίλου Mellon Technologies, οι παραπάνω αρχές όχι μόνον αντέχουν στον χρόνο, αλλά αποτελούν και σοβαρό παράγοντα επιτυχίας, ακόμα και σε πολύ δύσκολους καιρούς.