Tο Συνοδικό Δικαστήριο της Εκκλησίας της Ελλάδος συνεδρίασε προκειμένου να αποφανθεί για κληρικό ο οποίος αντιμετώπιζε τις κατηγορίες: «1) της αντιποίησης ιατρικού επαγγέλματος επ' αμοιβή, 2) πρόκληση σωματικής κακώσεως σε ανθρώπους προσερχομένους προς αυτόν επι τη υποσχέσει θεραπείας εξ ασθενείας, 3) μεγίστω σκανδαλισμώ των συνειδήσεων των πιστών και 4) αθετήσει εντολής δοθείσης υπό του Επισκόπου και παρακοή κατ' εξακολούθησιν».
Σύμφωνα με το πειθαρχικό κατηγορητήριο, ο κληρικός «μετέρχεται απαραδέκτους ιατρικώς και πιθανόν κολασίμους ποινικώς μεθόδους θεραπείας εις τους προσερχομένους προς αυτόν ασθενείς και εκζητούντας θεραπείαν, καίτοι ούτε δίπλωμα ιατρού κατέχει, ούτε ιατρικάς γνώσεις διαθέτει, αντιποιούμενως ούτω την ιδιότητα του ιατρού, λαμβάνων μάλιστα αμοιβήν διά τας υπηρεσίας του αυτάς, προκαλών μάλιστα διά των προειρημένων του μεθόδων ισχυροτάτους σωματικούς πόνους εις τους ασθενείς».
Το κατηγορητήριο προσθέτει ότι εξαπατούσε τους ασθενείς και υποσχόμενος ότι θα βρουν «πλήρη ίασιν και θεραπείαν» παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτει ούτε δίπλωμα ιατρικής ούτε ιατρικές γνώσεις αντιποιούμενος με τον τρόπο αυτό την ιδιότητα του γιατρού.
Οπως περιγράφεται, ο ιερέας χτυπούσε με σιδερένιο γουδοχέρι τους ασθενείς στα σημεία που πονούσαν ή εκεί που υποτίθεται ότι ήταν τα σημεία της παθήσεως.
Οπως κατέθεσαν ασθενείς, όταν δέχονταν τα χτυπήματα με το σιδερένιο γουδοχέρι αισθάνονταν «ισχυρότατον πόνον και μούδιασμα». Μάλιστα, δύο ασθενείς-μάρτυρες κατέθεσαν ότι με τα γιατροσόφια που χρησιμοποιούσε ο ιερέας για τη «θεραπεία» της μητέρας τους «ουδόλως ιάθησαν, αλλ' αντιθέτως η κατάστασις της υγείας της μητρός τους επεδεινώθη έτι πλέον».
Μάλιστα σε έγγραφο του τοπικού ιατρικού συλλόγου βεβαιώνεται ότι οι μέθοδοι θεραπείας που εφαρμόζει ο επίμαχος ιερέας είναι «ιατρικώς απαράδεκτες και ποινικώς κολάσιμες».
Οταν οι ασθενείς ρωτούσαν τον ιερέα τι οφείλουν για την «ιατρική επίσκεψη», εκείνος απαντούσε: «Να αφήσετε ό,τι θέλετε». Δύο μάρτυρες κατέθεσαν ότι για τις ιατρικές υπηρεσίες που του παρείχε ο ιερέας τού έδωσαν «αυτοπροαιρέτως» 50 ευρώ.
Ο μητροπολίτης εγγράφως του είχε ζητήσει να σταματήσει τις «θεραπευτικές ενέργειες και πράξεις του» και να απασχοληθεί αποκλειστικά με το όμορφο ποιμενικό έργο της σωτηρίας των ανθρώπων. Παρ' όλα αυτά εκείνος όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε, αλλά συνέχισε τον ιδιότυπο θεραπευτικό του δρόμο, προκαλώντας έτσι με τις πράξεις του «τον μέγιστον σκανδαλισμόν εις τας συνειδήσεις των πιστών».
Τελικά, στον «γιατρό-ιερέα» επιβλήθηκε ομόφωνα η ποινή της αργίας των 13 μηνών από κάθε ιεροπραξία, χωρίς όμως στέρηση των αποδοχών του. Παράλληλα, μετατέθηκε σε άλλη εφημεριακή θέση. Κρίθηκε ένοχος «επί εξαπατήσει πιστών δια της αντιποιήσεως ιατρικού επαγγέλματος και ιατρικών πράξεων, επί αθετήσει εντολής δοθείσης υπό του Επισκόπου του και παρακοή κατ' εξακολούθησιν και επί μεγίστω σκανδαλισμώ των συνειδήσεων των πιστών».
Αντίθετα, απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών από την κατηγορία «της επ' αμοιβή εξαπατήσεως πιστών και της προκλήσεως σωματικών κακώσεων», καθώς από καμία μαρτυρία δεν προκύπτουν σωματικές κακώσεις στους ασθενείς του, ούτε αποδείχθηκε ότι υπήρχε δόλος εκ μέρους του για πρόκληση κακώσεων.
Επίσης, το Συνοδικό Δικαστήριο είχε «ισχυρότατες αμφιβολίες» ως προς τη λήψη της αμοιβής των 50 ευρώ ανά επίσκεψη, αφού δεν απαιτούσε χρήματα, αλλά έλεγε να αφήσουν οι ασθενείς ό,τι θέλουν.
Ετσι, τον απήλλαξαν από τις κατηγορίες της πρόκλησης σωματικών κακώσεων και της χρηματικής αμοιβής.
Μετά την πειθαρχική ποινή μετατέθηκε σε άλλη ενορία, αλλά ουδέποτε πήγε, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να παυθεί οριστικά με απόφαση του μητροπολίτη «επειδή κατέλιπε την εφημεριακή του θέση υπέρ τον μήνα αδικαιολογήτως».
Τελικά, κατέφυγε στο ΣτΕ και στράφηκε τόσο κατά της πειθαρχικής απόφασης όσο και κατά της απόφασης του μητροπολίτη με την οποία παύθηκε.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας εξέδωσαν δύο αποφάσεις. Με τη μία δικαίωσαν τον ιερέα -αν και είναι αργά πλέον- και με τη δεύτερη δικαίωσαν τον μητροπολίτη.
Με την πρώτη απόφαση κρίθηκε μη νόμιμη η αιτιολογία της απόφασης του Συνοδικού Δικαστηρίου με την οποία του επιβλήθηκαν η ποινή της αργίας και της μετάθεσης, ενώ με τη δεύτερη κρίθηκε ότι αδικαιολόγητα δεν πήγε στη νέα ενορία και κατόπιν αυτού είναι νόμιμη η απόφαση του μητροπολίτη με την οποία παύθηκε.
Πηγή: protothema.gr