Το Συμβούλιο της Επικρατείας με σειρά αποφάσεών του ανάβει «πράσινο φως» για να προχωρήσει στην ουσία των σχετικών προσφυγών και να εξετάσει τους λόγους αντισυνταγματικότητας που προβάλλουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων, δίνοντάς τους ταυτόχρονα μια «δεύτερη ευκαιρία» για να διορθώσουν τυπικά κενά και παραλείψεις των αρχικών προσφυγών τους, σε νέο γύρο δικών που θα διεξαχθούν τον επόμενο μήνα.
Η θέση του Δημοσίου
Αποκρούοντας την προσπάθεια του Δημοσίου να απορριφθούν ομαδικές και ατομικές προσφυγές και να «κλείσουν» όλες οι σχετικές δίκες για τυπικούς λόγους (με επιχείρημα ότι δεν έχουν έννομο συμφέρον να ζητούν την ανατροπή του φόρου ιδιοκτήτες, δήμοι κ.λπ., περίπου όπως επιδιώχθηκε και στην περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών), το ΣτΕ έκρινε (2066-9/16), αντίθετα, ότι ασφαλώς και έχουν οι ιδιοκτήτες δικαίωμα και έννομο συμφέρον να συνεχίσουν τις δίκες, αφού τυχόν ακύρωση της τελευταίας υπουργικής απόφασης που καθόρισε νέες τιμές ζώνης θα εξανάγκαζε ουσιαστικά την πολιτεία να τις ξανακαθορίσει νόμιμα και πιθανόν (με βάση την κατάσταση της αγοράς) σε χαμηλότερες τιμές εκκίνησης (οδηγώντας επομένως και σε μικρότερο φόρο).
Σύμφωνα με το Έθνος, αντίθετα προς τις προσδοκίες του Δημοσίου να μπουν «στο συρτάρι» όλες οι σχετικές προσφυγές, το Β’ (φορολογικό) Τμήμα ΣτΕ τις κράτησε «ζωντανές» για να ερευνηθούν στην ουσία τους και να κριθεί αν παραμένουν αντισυνταγματικές και άδικες (ή όχι) και οι νέες αντικειμενικές αξίες του 2016 (και συνεπώς η φορολογική τους επιβάρυνση, όπως ισχυρίζονται οι ιδιοκτήτες), αφού παρά τις «υποδείξεις» της Ολομέλειας ΣτΕ πέρυσι για αναπροσδιορισμό τιμών «προς τα κάτω», η μείωση (έως 20% και η συγκράτηση κάποιες φορές στα ίδια επίπεδα τιμών) εξακολούθησε να δημιουργεί αδικίες, αφού οι αντικειμενικές παρέμειναν πολύ υψηλότερες από την πραγματική εικόνα της αγοράς ακινήτων και τις καταβαραθρωμένες εμπορικές τιμές.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή «κλείνει η πόρτα» -όπως φαίνεται- για την εκ των υστέρων διεκδίκηση από τους ιδιοκτήτες ακινήτων των χρηματικών διαφορών που υπήρχαν για παλαιότερα οικονομικά έτη (προ του 2015) από τις «φουσκωμένες» (σε σύγκριση με τις εμπορικές τιμές) αντικειμενικές αξίες.
Κι αυτό γιατί το ΣτΕ απέρριψε σχετικές προσφυγές (1898, 2131/16) και δέχθηκε ότι η απόφαση της Ολομέλειας (4416/15) που διέταξε ανακαθορισμό των αντικειμενικών αξιών έχει μεν εφαρμογή για όλους τους πολίτες (και για όσους δεν συμμετείχαν ως διάδικοι στη συγκεκριμένη δίκη), αλλά αυτό ισχύει και ως προς το δυσμενές για αυτούς χρονικό «πλαφόν» που έθεσε το δικαστήριο σχετικά με την αντισυνταγματικότητα, όταν αρνήθηκε να επιτρέψει την αναδρομική εφαρμογή της, για να μην υποστεί η χώρα ένα νέο δημοσιονομικό σοκ, με την υποχρέωση να επιστρέψει αναδρομικά τεράστια κονδύλια στους πολίτες από τον διογκωμένο ΕΝΦΙΑ, που έχει προϋπολογιστεί να αποδώσει και φέτος έσοδα 2,65 δισ. ευρώ.
Το ΣτΕ δέχθηκε ότι πράγματι τα στοιχεία που προσκόμισαν όλοι οι ιδιοκτήτες σε διαφορετικές δίκες (και για διαφορετικές περιοχές της χώρας) δεν αρκούν για να στηρίξουν το έννομο συμφέρον τους, καθώς η κυριότητά τους επί των ακινήτων (ή άλλα δικαιώματα, όπως επικαρπίας, γονικής παροχής κ.λπ.), δεν αποδεικνύεται μόνο με τα σχετικά συμβόλαια (αγοράς κ.λπ. ή με παλαιότερες βεβαιώσεις του Κτηματολογίου ή παλαιότερα εκκαθαριστικά της Εφορίας).
Το σκεπτικό
Ωστόσο το δικαστήριο έκρινε ότι αν απέρριπτε τις προσφυγές γι’ αυτό τον λόγο ως απαράδεκτες, θα παραβίαζε ουσιαστικά το συνταγματικό δικαίωμα των ιδιοκτητών για παροχή δικαστικής προστασίας και έτσι προτίμησε να τους δώσει τη δυνατότητα (με αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις για σύντομη αναβολή των υποθέσεων), να επιστρέψουν και να συνεχίσουν τις σχετικές δίκες σε νέες συνεδριάσεις του ΣτΕ τον επόμενο μήνα, για να διορθώσουν τις ελλείψεις αυτές, με «πρόσφορα και επίκαιρα στοιχεία» που να βεβαιώνουν ότι παρέμειναν ιδιοκτήτες και το 2016 (π.χ. με εκκαθαριστικό του τελευταίου ΕΝΦΙΑ κ.λπ.).
Το Δημόσιο επέμεινε ότι οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν, γιατί ακόμα και αν ακυρωθεί ο νέος καθορισμός της τιμής ζώνης, θα ισχύσει η παλιότερη τιμή, που είναι ίδια ή υψηλότερη και συνεπώς δεν δικαιολογείται έννομο συμφέρον τους να ζητούν ακύρωση της υπουργικής απόφασης.
Ομως το ΣτΕ έκρινε ότι εάν ακυρωθεί η τελευταία υπουργική απόφαση, τότε ?εν όψει και όσων δέχθηκε η Ολομέλεια ΣτΕ- δεν θα εφαρμοστεί η παλαιότερη τιμή ζώνης (που ήταν «ξεχασμένη» στα επίπεδα του 2007), αλλά θα πρέπει να καθοριστεί νέα τιμή εκκίνησης, ενδεχομένως χαμηλότερη, αφήνοντας έτσι «ορθάνοιχτη την πόρτα» σε πιθανή δικαίωση των ιδιοκτητών, που θα σημάνει μελλοντική επιστροφή μεγάλων κονδυλίων.