Τι «βλέπει» η νομική υπηρεσία της ΑΔΕΔΥ
Παράθυρο που κρατά ζωντανές τις απαιτήσεις για αναδρομικά από τα κομμένα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων για όσους υπηρετούν με σχέση ιδιωτικού δικαίου βλέπει η νομική υπηρεσία της ΑΔΕΔΥ. Το παράθυρο αφορά κατά την εν λόγω ερμηνεία όσους δεν καλύπτονται από την μονιμότητα καθώς δεν έχουν οργανική θέση στο Δημόσιο, αλλά εργάζονται στο στενό ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι, σύμφωνα με το Έθνος, προσφεύγουν στα πολιτικά δικαστήρια (π.χ. ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία κ.ο.κ.) και όχι στα διοικητικά δικαστήρια με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται ως προς τους συναδέλφους τους που είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι.
Η εν λόγω ερμηνεία αφορά καταρχήν τουλάχιστον 25.000 εργαζόμενους στην τοπική αυτοδιοίκηση, οι οποίοι υπηρετούν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πανελλαδικά. “Σε τουλάχιστον 60 Δήμους σε όλη την Ελλάδα οι εργαζόμενοι που έχουν προσφύγει έχουν δικαιωθεί πρωτόδικα στα ειρηνοδικεία και οι Δήμοι δεν άσκησαν έφεση, οπότε η απόφαση μοιρία τελεσιδίκησε. Αυτές οι αποφάσεις δεν ανατρέπονται εφόσον οι Δήμοι δεν άσκησαν τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, συνεπώς δεν θίγονται τα εν λόγω δικαιώματα των εργαζομένων είτε έχουν λάβει αναδρομικές αποδοχές είτε λαμβάνουν σε τακτική βάση δώρα”, δηλώνει ο αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, Στέφανος Σαββόπουλος.
Ειδικότερα, με γνωμοδότηση που εστάλη πριν λίγα 24ωρα στις Ομοσπονδίες – μέλη και τα νομαρχιακά τμήματα της ΑΔΕΔΥ, η νομική σύμβουλος της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης του δημόσιου τομέα, επισημαίνει πως οι πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ που έβαλαν επί της ουσίας “ταφόπλακα” στις διεκδικήσεις τουλάχιστον των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων, “δεν δεσμεύουν τα πολιτικά δικαστήρια, στα οποία εκκρεμεί η εκδίκαση αγωγών υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ του δημοσίου τομέα, που υπηρετούν με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου”. Σύμφωνα με τη νομικό Μαργαρίτα Παναγοπούλου, τα πολιτικά δικαστήρια έχουν ευχέρεια να συνεκτιμήσουν τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ στο πλαίσιο εκδίκασης των εκκρεμών αγωγών, αλλά δεν δεσμεύονται από αυτές και μπορούν να κρίνουν διαφορετικά. Δηλαδή με άλλα λόγια αν το ειρηνοδικείο δικάσει μια αντίστοιχη υπόθεση θα συνεκτιμήσει προφανώς τις αποφάσεις του ΣτΕ, αλλά αν αποφασίσει διαφορετικά, αυτό δεν συνιστά αυτόματα λόγο έφεσης ή αυτόματης αναίρεσης όπως συμβαίνει στην περίπτωση των διοικητικών δικαστηρίων.
«Στον κλάδο της πολιτικής δικαιοσύνης, ανώτατο δικαστήριο είναι ο Άρειος Πάγος, ο οποίος όταν φθάσει να εκδικάσει σχετική αίτηση αναίρεσης (στρεφόμενης είτε κατά αποφάσεως ειρηνοδικείου, είτε κατά αποφάσεως μονομελούς πρωτοδικείου), μπορεί ασφαλώς να αποφανθεί διαφορετικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας», σημειώνει η νομική σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ. Σε μια τέτοια περίπτωση διχογνωμίας των δυο ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, το ζήτημα θα οδηγηθεί ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προκειμένου να επιλυθεί ο γόρδιος δεσμός.
Λόγω αυτού του ενδεχόμενου, η νομική σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ προκρίνει την διατήρηση της εκκρεμοδικίας εκ μέρους των υπαλλήλων που έχουν προσφύγει στα δικαστήρια, συμπληρώνοντας πως αν κάποιος υπάλληλος που υπηρετεί είτε με έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, είτε ιδιωτικού δικαίου επιθυμεί να ασκήσει προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ζητώντας αποζημίωση για την προσβολή του δικαιώματός του σε προστασία της περιουσίας του λόγω της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, είναι υποχρεωμένος να έχει εξαντλήσει προηγουμένως τα εσωτερικά ένδικα μέσα που προβλέπει η ελληνική έννομη τάξη.
Τι θα γίνει με όσους έχουν δικαιωθεί στα ειρηνοδικεία και έχουν εισπράξει ήδη δώρα κι επιδόματα
Κατά τη νομική σύμβουλο της ΑΔΕΔΥ, όσοι υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου εισπράττουν ήδη δώρα ή έχουν εισπράξει αναδρομικά από τα κομμένα δώρα από πρωτόδικες αποφάσεις, δεν έχουν υποχρέωση να επιστρέψουν τα χρήματα αυτά. Ειδικότερα, όσοι έχουν εισπράξει αναδρομικά χρήματα και οι Δήμοι ή τα ΝΠΙΔ κλπ. δεν έχουν ασκήσει έφεση τότε δεν τίθεται κανένα ζήτημα να ανατραπεί η υπόθεση και να ζητηθούν πίσω τα εν λόγω ποσά στο μέλλον. “Αν έχουν εισπραχθεί χρήματα από υπαλλήλους υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση αποφάσεων ειρηνοδικείων ή μονομελών πρωτοδικείων, δεν ανακύπτει κανένα ζήτημα επιστροφής τους λόγω των εκδοθεισών αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ”, σημειώνει στην γνωμοδότησή της η κ. Παναγοπούλου. Δεν έχει σημασία, τονίζει η ίδια, αν έχει ή όχι ασκηθεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου από τον αντίδικο-Δημόσιο, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ/ΝΠΙΔ. “Εφόσον η είσπραξη των χρημάτων έλαβε χώρα σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης και το αντίδικο Δημόσιο, ΟΤΑ ή ΝΠΠΔ ή ΝΠΙΔ παραιτήθηκε των ενδίκων μέσων (σ.σ. δηλαδή δεν άσκησε έφεση) δεν μπορεί πλέον δικονομικά η εν λόγω απόφαση να ανατραπεί. Συνακόλουθα, ουδεμία επιρροή ασκούν στις περιπτώσεις αυτές οι εκδοθείσες αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ”.
Αντίθετα, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ασκείται έφεση, τότε ο υπάλληλος δεν μπορεί να εισπράξει μέχρι να δικαστεί η έφεση. Με άλλα λόγια, όσοι υπάλληλοι υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου έχουν πετύχει την έκδοση πρωτόδικων δικαστικών αποφάσεων, δεν μπορούν να εισπράξουν χρήματα όσο εκκρεμεί η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως ή εφόσον έχει ασκηθεί έφεση. Εάν δεν γίνουν εφέσεις από το αντίδικο (Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ), τότε οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν δικονομικώς να ανατραπούν και τα εισπραχθησόμενα χρήματα δεν μπορούν να αναζητηθούν πλέον. Εάν ασκηθούν εφέσεις από το αντίδικο, οι ενάγοντες υπάλληλοι δεν μπορούν να εισπράξουν χρήματα μέχρι να εκδοθούν οι αποφάσεις από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια.