Η λήξη των μνημονίων δεν προσθέτει βαθμούς ελευθερίας στη διαμόρφωση της πολιτικής που θα ακολουθήσει η χώρα. Αντίθετα, αφαιρεί. Με τις αγορές δεν μπορείς να παζαρέψεις, όπως γίνεται με τους θεσμούς.
Σε αφήνουν να αποφασίσεις και μετά σου διαμηνύουν τη γνώμη τους μέσω του κόστους δανεισμού.
Του Αλέκου Παπαδόπουλου*
Αν αυτό διαμορφώνει σενάρια νέου αδιεξόδου ή επιστροφή στο 2010, θα επισυμβεί χωρίς άλλες προειδοποιήσεις. Από αυτή την άποψη και δεδομένου ότι το πολιτικό μας σύστημα είναι εθισμένο να καλλιεργεί και να συντηρεί μέχρι και κάλπικες κοινωνικές ανησυχίες, θεωρώ ότι το πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας (μνημόνιο) πρέπει να παραταθεί μέχρι το τέλος του 2022.
Λυπάμαι που το λέω, αλλά οι «βάρβαροι» πρέπει να συνεχίσουν να παρέχουν πολιτικό άλλοθι για την προώθηση αναγκαίων, κατά τα άλλα, μεταρρυθμίσεων.
Η θέση μου αυτή γνωρίζω ότι δεν είναι καθόλου δημοφιλής και σίγουρα θα επικριθεί αλλά δυστυχώς για τον παραπλανημένο λαό μας είναι απολύτως αναγκαία. Η κατάσταση της χώρας είναι από κάθε άποψη αβέβαιη. Και παρά τη σημαντική προσαρμογή που επετεύχθη κυρίως στο δημοσιονομικό πεδίο, ουσιαστική δημοσιονομική εξυγίανση δεν έγινε και τα όποια επιτεύγματά της είναι απελπιστικά εύθραυστα, κυρίως γιατί δεν είναι πολιτικά διατηρήσιμα.
Οι βασικότεροι λόγοι είναι η ανεπάρκεια των δημοσίων λειτουργιών να στηρίξουν σύνθετες αναπτυξιακές προσπάθειες, η αδυναμία προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων σε συνδυασμό με την εδώ και χρόνια συντελούμενη αποεπένδυση, το ναυαγισμένο και χωρίς προοπτική ασφαλιστικό σύστημα, η αποθεσμοποίηση και η βαθιά ποπουλίστικη φύση του σημερινού πολιτικού προσωπικού.
Είναι δεδομένο αλλά μη δημόσια ομολογημένο ότι, στα ήδη ψηφισθέντα μέτρα, που θα αρχίζουν να εφαρμόζονται μετά το 2018, θα υπάρξουν και επιπλέον ρήτρες-προϋποθέσεις (χρυσοί κανόνες) στο πλαίσιο τυχόν συμφωνίας ρύθμισης του δημοσίου χρέους. Ετσι το ελληνικό πρόβλημα κραυγάζει περισσότερο πολύπλοκο από ό,τι εμφανίζεται.
Για το ότι οι χρυσοί κανόνες θα επιβληθούν, θέλουμε-δεν θέλουμε, να μην έχει κανείς αμφιβολία. Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν πρόκειται να εκτεθούν άλλο στα κοινοβούλια και στους λαούς τους χωρίς την αποδοχή ισχυρών εθνικών εγγυήσεων από πλευράς Ελλάδας.
Δεν θα διακινδυνεύσουν (και δεν έχουν πλέον λόγο) να εμπλακούν σε καινούργιες νομισματικές περιπέτειες από μια νέα ελληνική ανευθυνότητα. Προσθετικά, τους κατατρύχει και ο φόβος πως η διευθέτηση του ελληνικού χρέους πιθανόν να αποτελέσει προηγούμενο και για άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης.
Ολα τα παραπάνω συζητούνται διεθνώς. Γνωρίζουν πολύ καλά οι πάντες όχι μόνο τις αντικειμενικές αλλά και τις υποκειμενικές αδυναμίες του κράτους μας. Μόνο εδώ κυριαρχούν οι ομερτά και οι μεγάλες ψευδαισθήσεις.
Για να αντιμετωπιστεί όλη αυτή η σύνθετη ελληνική κατάσταση, απαιτείται μια άλλου τύπου πολιτική διαχείριση από αυτήν που μπορεί να προσφέρουν σήμερα το πολιτικό μας σύστημα και η ιδιαίτερα προβληματική άρχουσα τάξη της χώρας. Απαιτούνται άλλες ικανότητες και αξιοπιστία.
Αλλες ποιότητες και άλλες συμπεριφορές για να παραμείνουμε ως ισότιμοι εταίροι της ευρωζώνης. Με ισχυρή βούληση. Οχι με «προπαγανδιστική πειθώ».
Βέβαια, αυτές οι πολιτικές μεταπτώσεις συνήθως αργούν να επισυμβούν σε αποδιαρθρωμένες κοινωνίες, όπως η ελληνική. Χρόνος όμως δεν υπάρχει. Δυστυχώς θα πάμε με ό,τι υπάρχει. Αλλά το πολιτικό σύστημα τουλάχιστον να αναγνωρίσει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεί ακόμη στα πόδια της και να σχεδιάσει το μέλλον ανάλογα, ώστε ο λαός μας να μην πέσει για άλλη μια φορά θύμα μιας καλλιεργημένης τύφλωσης και κώφωσης.
Η εποπτεία της χώρας θα εξακολουθήσει να είναι η ίδια και ίσως βαρύτερη σε κάθε περίπτωση. Μόνο τα επιτόκια δανεισμού θα αλλάξουν και θα γίνουν επαχθέστερα από τα σημερινά, σε περίπτωση που δεν παραταθεί το μνημόνιο. Οι φτερούγες της χώρας είναι ακόμη τσακισμένες.
Συγκεκριμένα προτείνω:
1ον. Ενοποίηση σ’ ένα νέο πρόγραμμα (μνημόνιο) των ήδη ψηφισθέντων μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών με εκείνα που θα προκύψουν από την τρίτη και τέταρτη αξιολόγηση καθώς και με τις ρήτρες (χρυσοί κανόνες) στα πεδία της μικρο- αλλά και μακροοικονομίας, αλλά και στις λειτουργίες της χώρας που θα υποδειχθούν από τους εταίρους αν προκύψει ρύθμιση του χρέους.
2ον. Επειδή το πρόγραμμα δεν θα προβλέπει επιπλέον χρηματοδότηση από το ESM, να διασφαλιστεί ρητά η δυνατότητα άντλησης χρηματοδότησης από το υπολειπόμενο ποσό του τρίτου προγράμματος, όταν χρειαστεί. Ειρήσθω ότι ο δανεισμός αυτός θα γίνει με το ίδιο χαμηλό επιτόκιο 0,8% αντί του πολλαπλασίου των διεθνών κεφαλαιαγορών.
3ον. Συνεχής αξιολόγηση των επιδόσεων της χώρας όχι μόνο από τις αναπόφευκτες των κεφαλαιαγορών αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών και του IMF.
Φαίνεται παράδοξο, αυτό όμως είναι το αντικειμενικό συμφέρον της χώρας αλλά και το αληθινό συμφέρον εκείνου του τμήματος του λαού μας που ακόμα δυσπραγεί. Οχι, δεν συμπίπτει το συμφέρον των αδυνάμων Ελλήνων με το συμφέρον εκείνων που εξακολουθούν στην περίοδο κρίσης να απολαμβάνουν προκλητικά την αφθονία του όλβου τους.
Η υποκρισία των ευρωπαίων εταίρων μας είναι δεδομένη. Δεν είναι όμως εχθροί μας αλλά ούτε έχουν αναλάβει εργολαβικά την ευθύνη της διάσωσής μας. Εμείς έχουμε την ευθύνη να αυτοθεραπευθούμε ως κοινωνία με τη συνδρομή τους και να απαλλαγούμε πραγματικά και οριστικά από τον εφιάλτη που ζούμε. Η χώρα δεν αντέχει να κολυμπάει άλλο σε παρατεταμένη αυταπάτη.
*Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι πρώην υπουργός Οικονομικών.