Στην εποχή μας, ο κρατισμός και οι οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσει εξοντώνουν ό,τι πολυτιμότερο έχει μία χώρα: το ανθρώπινο κεφάλαιό της.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Οι μισοί και παραπάνω από το ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες ανέργους που έχει η χώρα είναι θύματα και άρα καταδικασμένοι στην ανεργία. Και ας μην σπεύσει κανείς να κατηγορήσει γι’ αυτό τον «νεοφιλελευθερισμό», γιατί θα κάνει λάθος.
Οι άνεργοι τού σήμερα, πιθανότατα δε και τού αύριο αν τίποτα δεν αλλάξει σε αυτή την χώρα, είναι κατά πρώτον θύματα της μεγάλης ληστείας που έγινε από τους γονείς τους εις βάρος τους και, δεύτερον, του εσωστρεφούς πελατειακού συστήματος το οποίο, αντί να μοιράζει παραγόμενο πλούτο, μοίραζε δανεικά που έπαιρνε από τις αγορές. Σήμερα δε, το σύστημα αυτό –που, ως γνωστόν, επιβιώνει με δανεικά από τους εταίρους και δανειστές του– πανηγυρίζει γιατί μπορεί εκ νέου να δανείζεται από τις αγορές!
Και όμως, όπως υποστηρίζουν δύο διαπρεπείς Έλληνες οικονομολόγοι σε έρευνά τους, ο κρατισμός και η οικονομική του φιλοσοφία είναι η βασική αιτία μίας πραγματικής «γενοκτονίας ανθρώπινου κεφαλαίου» στην χώρα μας.
Έγκριτοι συγγραφείς επίσης, οι Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου, σε μελέτη τους που υπάρχει στον ιστότοπο του ΚΕΠΕ, τονίζουν ότι η κυριαρχία στην Ελλάδα «μη εμπορεύσιμων διεθνώς προϊόντων» (Ν), τα οποία παράγονται από την οικοδομή και τις κρατικές υπηρεσίες κυρίως, εις βάρος των «διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών» (Τ), δημιουργεί δομικές ασυμμετρίες, ολέθριες για τον παραγωγικό ιστό της χώρας.
Άμεση συνέπεια αυτής της αρνητικής σχέσης είναι η σοβαρή καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου, η οποία κορυφώθηκε την περίοδο 2001-2009 και θα χρειασθούν πολλά χρόνια για να αποκατασταθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι δύο έγκριτοι οικονομολόγοι παρομοιάζουν την καταστροφή αυτή με «γενοκτονία ανθρώπινου κεφαλαίου» για την ελληνική οικονομία, σε μία εποχή όπου οι ανθρώπινοι πόροι είναι κορυφαία πηγή ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου.
Κατά τους Δημήτρη και Χρήστο Α. Ιωάννου, οι μικρές ανοικτές οικονομίες που αντιμετωπίζουν ασύμμετρο λόγο μεταξύ μη εμπορεύσιμων διεθνώς και εμπορεύσιμων διεθνών (Ν/Τ), διατρέχουν μόνιμο κίνδυνο ανισορροπίας, ο οποίος σε περιόδους κρίσης ισοπεδώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Ο κίνδυνος δε αυτός πολλαπλασιάζεται όταν οι εν λόγω οικονομίες λειτουργούν σε καθεστώς εξωτερικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Σημειώνουν επίσης ότι «η πιο συχνή περίπτωση αποσταθεροποιητικών επιδράσεων στην σχέση Τ/Ν προέρχεται από την εισροή μεγάλων, αναλογικά, χρηματικών ροών οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε μεγέθυνση της παραγωγής της χώρας λόγω αύξησης της παραγωγικότητάς της, αλλά σε άλλους, συγκυριακούς κυρίως παράγοντες όπως η ανεύρεση κοιτασμάτων πρώτων υλών, η είσοδος κερδοσκοπικού κεφαλαίου για αξιοποίηση συγκυριακών δυνατοτήτων υψηλής κερδοφορίας ή η κατάχρηση των δυνατοτήτων διεθνούς δανεισμού προκειμένου να εφαρμοσθεί πολιτική έντονα επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής».
Όπως αυτό ίσχυσε στην Ελλάδα, όπου κυριολεκτικά πετάχτηκαν από το παράθυρο απίστευτοι επενδυτικοί πόροι. Φτάσαμε έτσι στο θλιβερό σημείο να αντιπροσωπεύει η κατανάλωση το 85% στον σχηματισμό του ΑΕΠ, με παράλληλο έλλειμμα εμπορικών συναλλαγών 16% του ΑΕΠ! Ένα παγκόσμιο ρεκόρ!
Όταν λοιπόν εκδηλώθηκε η κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, οι διεθνείς αξιολογητές συνειδητοποίησαν ότι η ελληνική οικονομία ήταν μία υψηλού κινδύνου φούσκα σε μία ατελή νομισματική και οικονομική ένωση, και άρα δεν μπορούσε να συνεχίσει να δανείζεται για να καταναλώνει χωρίς να παράγει.
Με προβληματικό τον δανεισμό για κατανάλωση και «κοινωνική» πολιτική υπέρ των συντεχνιών του Δημοσίου, ο κ. Κώστας Καραμανλής κατάλαβε, το φθινόπωρο του 2009, ότι έπρεπε να τού δίνει από την εξουσία και να την παραδώσει στο δίδυμο Γ. Α. Παπανδρέου και Γ. Παπακωνσταντίνου που «εφλέγετο» να την αναλάβει.
Η Ελλάδα εισήλθε έτσι σε μία άκρως επικίνδυνη ζώνη, από την οποία πολύ δύσκολα θα βγει. Για τον πολύ απλό λόγο ότι το σοβαρό πρόβλημά της είναι άκρως διαρθρωτικό και όχι μόνον δημοσιονομικό.
Όντως, η χώρα έχει πρόβλημα χρέους, όμως αυτό δεν αντιμετωπίζεται μόνον με αναδιαρθρώσεις και εσωτερικές υποτιμήσεις αλλά με πολύ σοβαρές διαρθρωτικές πολιτικές –τις οποίες, ωστόσο, το πολιτικό σύστημα δεν θέλει να κάνει.
«Δοθέντος ότι η ισορροπία και η σταθερότητα της σχέσης Τ/Ν αποτελεί τον βασικό όρο μακροχρόνιας αναπτυξιακής ευστάθειας σε μία μικρή ανοιχτή οικονομία, σε αυτό πρωτίστως –δηλαδή στην διατήρηση της σταθερότητας στην σχέση Τ/Ν– οφείλει να αποβλέπει η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική.
Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη της μικρής ανοικτής οικονομίας δεν μπορεί να επιδιώκεται με επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές.
Αντιθέτως, απαιτεί πολιτικές που εστιάζουν στην διαρκή αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας και στην επιδίωξη της απρόσκοπτης, ευέλικτης λειτουργίας των αγορών εργασίας, κεφαλαίου και προϊόντων», γράφουν οι Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου.
Αλλά ποιος τούς ακούει, σε μία χώρα στην οποία ο «στρατός κατοχής» της δεν θέλει με τίποτα να καταλάβει…