Η λογική της βιομηχανικής επανάστασης και της οικονομίας της αγοράς, όπως αυτή περιγράφεται από τους νεοκλασσικούς οικονομολόγους, την αυστριακή σχολή και έναν μεγάλο εκπρόσωπό της, τον Λούντβιχ φον Μίζες, είναι η μαζική παραγωγή, για να μπορούν οι πολλοί να καταναλώνουν αυτά που πριν 250 χρόνια κατανάλωναν οι πολύ λίγοι.
«…Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της οικονομίας της αγοράς και της δημοκρατιας, ελεγε ο Γάλλος σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Μισελ Ροκάρ {1931-2016} είναι η μαζική παραγωγή αγαθών που προορίζονται να καταναλωθούν από τις μάζες. Το αποτέλεσμα είναι μια τάση προς τη συνεχή βελτίωση του μέσου βιοτικού επιπέδου, προς μιά σταδιακή εισοδηματική άνοδο της κοινωνίας των πολιτών».
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
«Στην αγορά μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, ο μέ¬σος άνθρωπος είναι ο κυρίαρχος καταναλωτής, του οποίου η αγοραστική δραστηριότητα, ή η αποχή του από αυτή, καθορίζει τι πρέπει να παράγεται και σε ποια ποσότητα και ποιότητα.
Σε αυτήν ακριβώς την άνοδο του πλήθους συνίσταται η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή που επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση. Όλοι εκείνοι οι υποτελείς που σε όλες τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους αποτελούσαν τις ορδές των δούλων και των δουλοπάροικων, των άπορων και των ζητιάνων, έγιναν το αγοραστικό κοινό για την εύνοια του οποίου πασχίζουν οι επιχειρηματίες. Είναι οι πελάτες που “έχουν πάντα δίκιο”, oι τακτικοί αγοραστές που έχουν τη δύναμη να κάνουν τους φτωχούς προμηθευτές πλούσιους και τους πλούσιους προμηθευτές φτωχούς.
Το σύστημα του κέρδους κάνει πλούσιους τους ανθρώπους εκείνους που έχουν καταφέρει να πληρούν τις ανάγκες του λαού με τον καλύτερο δυνατό και τον φθηνότερο τρόπο. Ο πλούτος μπορεί να αποκτηθεί μόνο με την εξυπηρέτηση των καταναλωτών.
Οι καπιταλιστές χάνουν τα κεφάλαιά τους ευθύς μόλις αποτύχουν να τα επενδύσουν στους τομείς όπου ικανοποιούν όσο το δυνατόν καλύτερα τις απαιτήσεις του κοινού. Σε ένα καθημερινά επαναλαμβανόμενο δημοψήφισμα στο οποίο κάθε δεκάρα δίνει δικαίωμα ψήφου, οι καταναλωτές ορίζουν ποιος πρέπει να κατέχει και να διοικεί τα εργοστάσια, τα μαγαζιά και τα αγροκτήματα. Ο έλεγχος των υλικών μέσων παραγωγής είναι μια κοινωνική λειτουργία που υπόκειται σε επικύρωση ή ανάκληση από τους κυρίαρχους καταναλωτές.»
Αυτά και άλλα πολλά έγραφε το 1956 ο φον Μίζες στο περιεκτικό βιβλίο του «Η αντικαπιταλιστική νοοτροπία» (Εκδόσεις παπαδόπουλος) και στην ουσία έφερνε στο προσκήνιο τα αίτια της αποτυχίας του κρατισμού και της υπερχρέωσης του.
Σήμερα είναι παγκοσμίως γνωστό ότι όλα τα συστήματα «κρατικού σοσιαλισμού» κατέρρευσαν, αφήνοντας επίσης τους εκατομμύρια νεκρούς και εξαθλιωμένους ανθρώπους, αλλά πάμπλουτα μέλη των κατά τόπους κομμουνιστικών κομμάτων ή αυταρχικών καθεστώτων τύπου Μαδούρο στη Βενεζουέλα.
Στη Δύση όμως, η αμετανόητη στρατοπεδική αριστερά και όχι η σοσιαλδημοκρατία, μπροστά στην πρακτική αποτυχία – τραγωδία των οραμάτων της, για να υπονομεύσει τα σημερινά φιλελεύθερα και δημοκρατικά καθεστώτα, από τη μια μεριά βάλλει κατά της κατανάλωσης, από την άλλη συνδέει την ευτυχία με λιτούς τρόπους ζωής και τέλος καλλιεργεί φθόνο και μίσος κατά της ατομικής δημιουργίας και προκοπής.
Δέν προκαλεί ετσι καμμιά εκπληξη παλαιότερη αναφορά του Αλ.Τσίπρα στην «ολιγαρκή αφθονία», την ώρα που 3 εκατομμύρια πεινασμένοι έχουν εγκαταλείψει τη Βενεζουέλα του «φίλου»του Ν. Μαδούρο.
Η αναφορά αυτή δείχνει ποιά ειναι και η αρχαική αντίληψη αυτουνου που την εκφράζει,για την κοινωνικη αναπτυξη και την παραγωγή εισοδήματος που την στηρίζει.