Η Ελλάδα του 2017 επιστρέφει στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Για να βγει δε από την διαρθρωτική της κρίση θα χρειαστούν, υπό ευνοϊκές συνθήκες, 25 έως 30 χρόνια…
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
«Μετά Χριστόν πας προφήτης γάϊδαρος», λέει η λαϊκή ρήση και ας ευχηθούμε να βγει αληθινή. Πλην όμως, τα δεδομένα της οικονομίας και της πολιτικής στην χώρα μας δεν επιβεβαιώνουν, για την ώρα, ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί.
Με άλλα λόγια, αν και θα θέλαμε να διαψευστούμε, εντούτοις η πραγματικότητα της οικονομίας δεν μάς προσφέρει πολλά επιχειρήματα ικανά να ανατρέψουν την πρόβλεψή μας.
Η Ελλάδα έχει πέσει για καλά στην «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος» και μόνον αν προχωρήσει σε ριζικές θεσμικές και διαρθρωτικές ανατροπές θα μπορέσει να βγει από αυτήν νωρίτερα από 30 χρόνια. Τί είναι, όμως, η «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος», όρος που χρησιμοποιείται από οικονομολόγους όπως οι Ντάρον Ατζέμογλου, Χόμι Κάρας, Μπάρρυ Εισενγκριν και Χάριντερ Κόλι;
Όπως υπογραμμίζει ο Χόμι Κάρας, σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν τριών κατηγοριών χώρες: αυτές του χαμηλού εισοδήματος, οι του μεσαίου και οι χώρες του ανώτερου εισοδηματικού επιπέδου.
Το πέρασμα από την μία κατηγορία στην άλλη απαιτεί συγκεκριμένες αναπτυξιακές συνθήκες και διαδικασίες που δεν είναι ούτε εύκολες, αλλά ούτε και σταθερές όταν δημιουργούνται.
Έτσι, σήμερα στον πλανήτη υπάρχουν 35 χώρες ανώτερου και ανώτατου εισοδήματος, 75 χώρες μεσαίου και 80 χώρες χαμηλού εισοδήματος. Τα δε σαράντα τελευταία χρόνια μόνον 15 από τις χώρες του μεσαίου εισοδήματος μπόρεσαν να περάσουν στην ανώτερη κατηγορία.
Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό οφείλεται στο ότι, ενώ τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης είναι σχετικά εύκολα και μία χώρα μπορεί να περάσει από την χαμηλή κατηγορία στην μεσαία, στην συνέχεια η κατάσταση αλλάζει και γίνεται πολύ πιο δύσκολη.
Στην πρώτη φάση, το μόνο που χρειάζεται είναι βασικές υποδομές, παραγωγή χαμηλού κόστους και εξαγωγή των παραγόμενων αγαθών.
Τα πράγματα, ωστόσο, αλλάζουν στην συνέχεια και ο δρόμος γίνεται πολύ ανηφορικός. Η δεξαμενή των υποαπασχολούμενων που υπάρχει στην πρώτη φάση στερεύει, οι μισθοί ανεβαίνουν, οι επενδύσεις γίνονται ακριβότερες, η είσοδος σε διεθνή δίκτυα αξίας ακριβαίνει και οι νέες τεχνολογίες απαιτούν ποιοτικό ανθρώπινο κεφάλαιο. Γίνεται έτσι ζωτικός ο ρόλος της εκπαίδευσης και η καινοτομία αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα.
Κατά συνέπεια, είναι ανάγκη οι χώρες να υιοθετήσουν νέους θεσμούς, πολυκεντρικούς και ευέλικτους.
Είναι ζωτικό να περιορίσουν την γραφειοκρατία και τους ασφυκτικούς κανονισμούς, να εξασφαλίσουν την αξιοπιστία του συστήματος δικαιοσύνης, να προστατεύσουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και, βέβαια, να δημιουργήσουν ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον.
Ακόμα περισσότερο, στην σημερινή ψηφιακή εποχή, επείγουσα προβάλλει και η ανάγκη δημιουργίας νεοφυών επιχειρήσεων (start ups) που να μπορούν να παράγουν υψηλές άϋλες αξίες.
«Κανένα από τα βήματα αυτά δεν ακούγεται ιδιαίτερα δύσκολο. Και όμως, οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν να προχωρήσουν σε αυτά και να τα επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά.
Κατεστημένα συμφέροντα αντιτίθενται σε διαρθρωτικές αλλαγές και οι πολιτικοί χάνουν το θάρρος τους και καταθέτουν τα όπλα. Οι περισσότεροι αφήνουν το πεντάλ του γκαζιού μόλις οι χώρες τους πετύχουν έναν συμπαθητικό ρυθμό ανάπτυξης», γράφει ο Χόμι Κάρας.
Προσθέτει δε ότι η μεσαία βαθμίδα δεν είναι τόσο ευνοϊκή και ευχάριστη θέση για να επαναπαύονται οι χώρες. «Σίγουρα είναι προτιμότερη από την φτώχεια του ενός δολλαρίου την ημέρα, αλλά δεν πρέπει να μάς ξεγελά ο όρος. Δεν σημαίνει ότι οι χώρες μεσαίου εισοδήματος βρίθουν από πολίτες μεσαίας τάξης –τουλάχιστον όχι με την δυτική έννοια.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την Κίνα: το 2012 το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν περίπου 6.000 δολλάρια. Ενώ αυτό μπορεί να ακούγεται καλούτσικο, δεν σημαίνει ότι οι Κινέζοι βγάζουν 6.000 δολλάρια ετησίως.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα υπολογίζεται διαιρώντας την συνολική οικονομική παραγωγή της Κίνας δια του αριθμού των κατοίκων της. Το αληθινό εισόδημα του μέσου κινεζικού νοικοκυριού το 2012 (δεν έχουμε στατιστικά στοιχεία για τα έτη από το 2012 και μετά) ήταν μόλις 2.100 δολλάρια. Μετάφραση: μία χώρα μεσαίου εισοδήματος σημαίνει ότι οι περισσότεροι πολίτες παραμένουν πάμπτωχοι και οι κυβερνήσεις δεν διαθέτουν πόρους για πολλές σημαντικές προτεραιότητες», τονίζει ο Χ. Κάρας.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Η εγχώρια οικονομία πέρασε από την πρώτη φάση στην δεύτερη την περίοδο 1955-1980 και μπήκε στην τρίτη φάση το 2000 –αλλά με υπερδανεισμό και ανεπαρκείς θεσμούς.
Έτσι, μία δεκαετία αργότερα, με αφορμή την διεθνή χρηματοοικονομική κρίση, η χώρα άρχισε να χάνει Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) χωρίς όμως να πραγματοποιεί σοβαρές θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Αντίθετα, η διατήρηση της γραφειοκρατίας σε υψηλά επίπεδα και ο ασήμαντος περιορισμός των δημοσίων δαπανών, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση, οδηγούν την χώρα εκ νέου στην μεσαία κατηγορία, από την οποία πολύ δύσκολα θα ξαναβγεί.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το πολιτικό σύστημα της χώρας θα πρέπει να αφυπνισθεί και να συνειδητοποιήσει ότι η επιστροφή στην «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος» θα είναι καταδικαστική για την Ελλάδα, σε μία περίοδο όπου οι όροι της ανάπτυξης τρέχουν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες απ’ ό,τι στο παρελθόν και οι δρομείς στην αφετηρία είναι πολυάριθμοι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους πριν 30-35 χρόνια…