Από τον Απρίλιο του 2009 έως τον Ιανουάριο του 2010, ολόκληρη η παγκόσμια κοινότητα έζησε κάτω από την απειλή μιας κατακλυσμιαίας έκρηξης λοιμώξεων προκαλουμένων από ένα νέο στέλεχος του ιού της γρίπης τύπου Α, το οποίο ονομάστηκε Η1Ν1 2009.
Σε ανάλογη κατάσταση βρισκόμαστε τώρα, μπροστά στον φόβο του Κορονοϊού της επαρχίας Wuhan της Κίνας.
Του Χρίστου Χ. Λιάπη*
Αποσκοπώντας στον προσδιορισμό της ετοιμότητας, της επιτήρησης και των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, είχαμε μελετήσει τότε τις εκρήξεις των ιογενών λοιμώξεων που παρατηρήθηκαν σε δύο στρατόπεδα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Αυτές οι δύο εκρήξεις απείλησαν ένα Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων (Αύγουστος 2009 – Σεπτέμβριος 2009) και μία Παραγωγική Σχολή (Νοέμβριος 2009 – Δεκέμβριος 2009).
Κατορθώσαμε να περιορίσουμε την ευρεία διάδοση της ασθένειας εντός των στρατοπέδων, διαχειριστήκαμε επιτυχώς τα ζητήματα πανικού και ανησυχίας της κοινής γνώμης, διατηρώντας παράλληλα το αξιόμαχο των μονάδων.
Καθώς η επίτευξη αυτών των στόχων κατέστη δυνατή χωρίς την εφαρμογή περιορισμών τύπου καραντίνας, χωρίς τη χορήγηση αντι-ιικών και την εφαρμογή πολύπλοκων διαγνωστικών δοκιμασιών για κάθε κλινικώς ύποπτο κρούσμα της νόσου, μπορεί να προταθεί και για τον Κορονοϊό (ο οποίος αποτελεί έναν επίσης RNA ιό, υψηλότερης, είναι η αλήθεια, μεταδοτικότητας από τον Η1Ν1, αλλά μικροτέρου βάρους συμπτωματολογίας) ένα νέο μοντέλο διαχείρισης κρίσεων, το οποίο θα εγγυάται αποτελεσματικές αντιδράσεις απέναντι σε επιδημικά κύματα ιών, όπως αυτό του Κορονοϊού που βρίσκεται προ των πυλών.
Ο μεγάλος θεωρητικός του Πολέμου Κάρλ φον Κλαούζεβιτς στο μνημειώδες έργο του «Περί του Πολέμου» αναφέρεται στην τριμερή φύση του πολέμου την οποία συγκροτούν οι τυφλές φυσικές δυνάμεις (όπως είναι η βία και το μίσος που επιδρούν στους εμπλεκόμενους λαούς), η τύχη (που επιδρά στους αντιμαχόμενους στρατούς) και η πολιτική (που εκφράζεται με τις αποφάσεις της Κυβέρνησης).
Aναφέρει, λοιπόν, ο Κλαούζεβιτς πως ο πόλεμος δεν είναι μόνον ένας γνήσιος χαμαιλέων που μεταβάλλει τη φύση του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αλλά είναι, ως συνολικό φαινόμενο και σε συνδυασμό με τις τάσεις που κυριαρχούν σ’ αυτόν και μία εκπληκτική τριάδα. (Περί του Πολέμου εκδ.1999).
Κατ’ αναλογία, η στρατηγική μας στον πόλεμο ενάντια στη διάδοση των ιών. που συχνά μεταλλάσουν, ως άλλοι χαμαιλέοντες, το αντιγονικό τους περίβλημα δημιουργώντας νέους τύπους ικανούς να προκαλούν πανδημίες, μπορεί να αναλυθεί στις αντίστοιχες τρεις συνιστώσες:
Με την επιδημία να τοποθετείται στην κορυφή του τριγώνου (ως τυφλή φυσική δύναμη), την τύχη να επιδρά στις υγειονομικές δομές και υπηρεσίες αλλά και στις πιθανές γενετικές τροποποιήσεις του ιού και την πολιτική να καλείται να λάβει δύσκολές αποφάσεις όπως για παράδειγμα η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της χορήγησης των εμβολίων. (Σχήμα 1).
Καθώς μάλιστα νεότερες θεωρήσεις των απόψεων του Κλαούζεβιτς προτείνουν τη συμπερίληψη των παραμέτρων της τεχνολογίας και της λογιστικής και τον συνακόλουθο μετασχηματισμό της τριμερούς φύσης του πολέμου (Κουβελιώτης 2002) βλέπουμε πως και το τριγωνικό μοντέλο της στρατηγικής μας για την αντιμετώπιση των επιδημιών μπορεί να ακολουθήσει ανάλογους μετασχηματισμούς.
Με την βιοτεχνολογία να ασκεί την επίδρασή της μέσα από τη φαρμακοβιομηχανία και την παρασκευή εμβολίων και αντι-ιικών φαρμάκων και τη λογιστική να εκφράζεται, στον χώρο της στρατηγικής καταπολέμησης των επιδημιών, μέσα από την οργάνωση των εμπλεκομένων Υπηρεσιών Υγείας και την αξιοποίηση και ορθή κατανομή των μέσων, των πόρων και των αποθεμάτων τους (Σχήμα 2).
Η χρησιμοποίηση θεωρητικών μοντέλων από τον χώρο των κοινωνικών επιστημών στην επιδημιολογική και κλινική πράξη, μπορεί να αναδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη, όπως για παράδειγμα η θεωρία του Bourdieu, υπό το πρίσμα της οποίας αποκτά ξεχωριστή σημασία η οικονομική αξιολόγηση στο μικροεπίπεδο της κλινικής απόφασης (Lessard et al 2010).
Η αξιολόγηση και η ανάλυση των συγκεκριμένων επιδημιολογικών δεδομένων, όχι μόνο υπό το ψύχραιμο πρίσμα της χρονικής απόστασης που μεσολάβησε και του τελικώς επιτυχούς ελέγχου της επιδημίας, αλλά κυρίως εντός των υγειονομικών και κοινωνικών συμφραζομένων που χαρακτήριζαν τα γεγονότα εν τη γενέση τους, αναμένεται να αποτελέσει σημαντική πηγή άντλησης συμπερασμάτων για τον ακόμη πιο επιτυχή και αποτελεσματικό χειρισμό αναλόγων καταστάσεων που εδεχομένως να ενσκύψουν στο μέλλον, τόσο στη μικροκλίμακα συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων, όσο και στην κοινωνική και παγκόσμια υγειονομική μεγακλίμακα.
*Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών