Συχνά υποστηρίζεται η άποψη ότι αυτό που χρειαζόμαστε για την επίλυση των προβλημάτων του τόπου είναι ‘’συναίνεση’’: στην άμυνα, στα εθνικά μας θέματα, στη παιδεία, στην οικονομία. Η σύμπτωση απόψεων και η συναίνεση όσο το δυνατόν περισσότερων κομμάτων, επαγγελματικών τάξεων ή ατόμων περί του πρακτέου είναι ασφαλώς επιθυμητή.
Δεν πρέπει, όμως, να παραβλέπεται το γεγονός ότι σε μία ευρεία κοινωνία είναι αδύνατη η ομοφωνία ή η ευρύτατη πλειοψηφία για την επιδίωξη κοινών σκοπών και για την χρήση των κατάλληλων μέσων για την επίτευξή τους, καθόσον υπάρχει συνεχής διαφοροποίηση προτιμήσεων, συμφερόντων και επιδιώξεων μεταξύ των μελών της.
Του Κώστα Χριστίδη*
Στην χώρα μας επί δεκαετίες η συναίνεση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αποφυγή ενόχλησης των πιο ισχυρών ομάδων της κοινωνίας (των ‘’ρετιρέ’’, κατά την παλιά ανδρεοπαπανδρεϊκή έκφραση), δηλ. της κρατικής νομενκλατούρας, των επαγγελματικών, συνδικαλιστικών, φοιτητικών και πάσης άλλης φύσεως οργανωμένων συντεχνιών.
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις προσπαθούσαν να επιλύσουν τα προβλήματα μέσω πολιτικών εξισορροπήσεων, ‘’ήπιων προσαρμογών’’ και ενασχόλησης με τα συμπτώματα παρά με τα αίτια των προβλημάτων, ίσως γιατί η ενασχόληση με τα αίτια θα οδηγούσε σε διαρθρωτικές αλλαγές και θα κατέστρεφε τη ‘’συναίνεση’’ (θα είχε, με άλλες λέξεις, υψηλό πολιτικό κόστος).
Το αποτέλεσμα ήταν η γνωστή πορεία προς την άβυσσο, με τη δημιουργία τεράστιων οικονομικών, παραγωγικών και δημογραφικών ελλειμμάτων.
Υπάρχει, ωστόσο, μία μορφή συναίνεσης, της οποίας πραγματικά έχουμε μεγάλη ανάγκη. Είναι η συμφωνία για την ανάγκη διευθέτησης των όποιων διαφορών και επίλυσης των προβλημάτων μέσω της ομοιόμορφης και έναντι πάντων εφαρμογής νόμων, κανόνων και διαδικασιών, μέσω της τήρησης δηλαδή του κράτους – δικαίου. Αυτή η συναίνεση αποτελεί το θεμέλιο μίας δημοκρατικής κοινωνίας και πρέπει να ισχύει απαρεγκλίτως.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη ήλθε στην εξουσία με ένα σημαντικό πλεονέκτημα: επαγγέλθηκε κατά βάση τρία πράγματα, τη μείωση της φορολογίας, τη προσέλκυση επενδύσεων και την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας. Έχει, επομένως, κατά τεκμήριο υπέρ αυτής τη συγκατάθεση μεγάλου μέρους της κοινωνίας για την υλοποίηση αυτών των επαγγελιών.
Επιπλέον, χάρη στη μεθοδική προετοιμασία της, δεν έχασε κρίσιμο χρόνο στην αρχική φάση, κατά την οποία μία κυβέρνηση διαθέτει αυξημένο πολιτικό κεφάλαιο.
Ήδη έγιναν και γίνονται βήματα για τη μείωση της φορολογίας και την επανεκκίνηση της οικονομίας, τα οποία θα πρέπει να συνεχιστούν και να ενταθούν. Πρόοδος έχει επίσης σημειωθεί στην εξάρθρωση διαφόρων τρομοκρατικών ομάδων και κέντρων ανομίας.
Στα τελευταία, δυστυχώς, περιλαμβάνονται και χώροι εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των οποίων μοναδικός προορισμός θα έπρεπε να είναι η παραγωγή και η διάδοση γνώσεων.
Τώρα, όσοι θεωρούν ότι θίγονται από τις εξελίξεις αυτές – οι κατά το κοινώς λεγόμενο ‘’μπαχαλάκηδες’’, πρέπει να λέγονται απλώς ‘’καταστροφείς’’, και οι πολιτικοί εμπνευστές τους – αντιδρούν χρησιμοποιώντας τους ίδιους πάντοτε τρόπους: βία, βόμβες μολότωφ, καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, συμπλοκές, προπηλακισμοί, διατάραξη της ομαλής ζωής των πόλεων και, βεβαίως, λεκτική διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Με αυτές τις πρακτικές δεν χωρεί συναίνεση αλλά μόνο ρήξη. Μία ρήξη με στόχο τη ριζική αντιμετώπιση υφιστάμενων παθογενειών και παρανομιών, που θα προκαλέσει την αντίδραση όσων θίγονται αλλά και τη βαθιά συναίνεση και επιδοκιμασία όλων των άλλων, που είναι και πολύ περισσότεροι.
Νομικός – Οικονομολόγος*