Η πρώτη οικονομική δύναμη της Ευρώπης πρέπει τώρα να αναλάβει, σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, τις ευθύνες που τής αρμόζουν...
Του Frank-Walter Steinmeier
Πρόεδρος της Γερμανίας, πρώην υπουργός Εξωτερικών
Τα εικοσιπέντε τελευταία χρόνια ο κόσμος αλλάζει… Και οι αλλαγές που σημειώνονται φέρνουν στο προσκήνιο νέους οικονομικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες, οι οποίοι υπαγορεύουν και νέες ισορροπίες.
Ωστόσο, παρόμοιες αλλαγές δεν μπορούσαν να μην θίξουν και την Γερμανία, η οποία, μετά την ειρηνική επανένωσή της το 1990, έχει υποστεί μία αξιοσημείωτη μεταμόρφωση. Με μεγάλη προσπάθεια, έγινε η πρώτη οικονομική δύναμη στην Ευρώπη, κατέχοντας παράλληλα και από τις πρώτες θέσεις στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Καλείται, έτσι, να έχει και έναν νέο παγκόσμιο ρόλο σχετικό με την εξωτερική πολιτική.
Η χώρα παραμένει, όμως, και σημαντική ευρωπαϊκή δύναμη, που προσελκύει έπαινο και κριτική στον ίδιο βαθμό. Αυτό ισχύει τόσο για την απάντηση της Γερμανίας στο γνωστό κύμα προσφύγων, όπου τον χρόνο που πέρασε καλωσόρισε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους, όσο και για τον χειρισμό της κρίσης του ευρώ. Συνεπώς, καθώς η ισχύς της Γερμανίας έχει αυξηθεί, το ίδιο συμβαίνει και με την ανάγκη της χώρας να εξηγήσει με σαφήνεια την εξωτερική της πολιτική. Υπό αυτή την έννοια, η πρόσφατη ιστορία της Γερμανίας είναι το κλειδί για την κατανόηση τού πώς βλέπει την θέση της στον κόσμο.
Από το 1998 έχω υπηρετήσει την χώρα μου ως μέλος τεσσάρων υπουργικών συμβουλίων και ως αρχηγός της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Σε αυτό το διάστημα, η Γερμανία δεν επεδίωξε τον νέο της ρόλο στην διεθνή σκηνή. Αντιθέτως, αναδύθηκε ως κεντρικός παίκτης παραμένοντας σταθερή, ενώ γύρω της ο κόσμος άλλαζε. Καθώς δε οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) αναδιπλώνονταν από τις συνέπειες του πολέμου στο Ιράκ, και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιμετώπιζε μία σειρά κρίσεων, η Γερμανία κρατούσε την θέση της. Πάλεψε για να ξεπεράσει τις οικονομικές δυσκολίες της και τώρα αναλαμβάνει τις ευθύνες που αρμόζουν στην μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή, όμως, η Γερμανία συμβάλλει διπλωματικά και στην ειρηνική επίλυση πολλαπλών συγκρούσεων σε όλο τον κόσμο. Ενώ πιο εμφανής είναι η συμμετοχή μας στο Ιράν και στην Ουκρανία, είμαστε παρόντες και στην Κολομβία, το Ιράκ, την Λιβύη, το Μαλί, την Συρία και τα Βαλκάνια. Οι δράσεις αυτές αναγκάζουν την Γερμανία να ερμηνεύσει τις αρχές που διέπουν την εξωτερική της πολιτική για πάνω από μισόν αιώνα. Αλλά η Γερμανία είναι μία αντανακλαστική δύναμη: ακόμα και καθώς προσαρμόζεται, η πίστη στην σημασία της αυτοσυγκράτησης, της περίσκεψης και της ειρηνικής διαπραγμάτευσης θα συνεχίσει να καθοδηγεί τις αλληλεπιδράσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο ισχυρός της Ευρώπης
Σήμερα, τόσον οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη παλεύουν να παρέχουν παγκόσμια ηγεσία. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 έπληξε την θέση των ΗΠΑ στον κόσμο. Μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, η θρησκευτική βία δίχασε το Ιράκ και η ισχύς των ΗΠΑ στην περιοχή άρχισε να εξασθενεί. Η κυβέρνηση του George W. Bush όχι μόνον απέτυχε να αναδιατάξει την περιοχή με την βία, αλλά τα πολιτικά, οικονομικά και ήπιας ισχύος κόστη της περιπέτειας αυτής υπονόμευσαν την συνολική θέση των ΗΠΑ. Η ψευδαίσθηση ενός μονοπολικού κόσμου ξεθώριασε.
Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε καθήκοντα το 2009, άρχισε να επανεξετάζει την δέσμευση των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή και τις παγκόσμιες δεσμεύσεις γενικότερα. Οι επικριτές του λένε ότι ο πρόεδρος έχει δημιουργήσει κενά εξουσίας που άλλοι παράγοντες, όπως το Ιράν και η Ρωσία, είναι πάρα πολύ πρόθυμοι να γεμίσουν. Οι υποστηρικτές του, ένας εκ των οποίων είμαι και εγώ, υπολογίζουν ότι ο Ομπάμα ανταποκρίθηκε σοφά σε μία μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη και την μεταβαλλόμενη φύση της ισχύος των ΗΠΑ. Προσαρμόζει τα μέσα και τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ προς τις δυνατότητες του έθνους και τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Εν τω μεταξύ, η ΕΕ έχει δώσει τις δικές της μάχες. Το 2004, η Ένωση αποδέχθηκε δέκα νέα κράτη μέλη, χαιρετίζοντας επιτέλους τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αλλά ακόμα και καθώς διευρυνόταν, η ΕΕ έχασε την ορμή της στις προσπάθειές της να εμβαθύνει τις βάσεις της πολιτικής ένωσής της. Η ίδια χρονιά παρουσίασε στα μέλη της ένα φιλόδοξο σχέδιο συντάγματος, που δημιουργήθηκε από μία ομάδα με επικεφαλής τον Γάλλο πρώην πρόεδρο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν. Αλλά όταν οι ψηφοφόροι στην Γαλλία και στην Ολλανδία –δύο από τα ιδρυτικά έθνη της ΕΕ– απέρριψαν το κείμενο, η επακόλουθη κρίση ενθάρρυνε τους Ευρωπαίους που αμφισβητούσαν την ανάγκη για μία «διαρκώς στενότερη ένωση». Αυτή η ομάδα έχει γίνει σταθερά ισχυρότερη στα χρόνια έκτοτε, ενώ έχουν υποχωρήσει οι υπέρ της ολοκλήρωσης.
Τώρα, η διεθνής τάξη που οι ΗΠΑ και η Ευρώπη συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο –μία τάξη που γέννησε ελευθερία, ειρήνη και ευημερία σε πολλά μέρη του κόσμου– είναι υπό πίεση. Η αυξανόμενη ευθραυστότητα των διαφόρων κρατών, σε ορισμένες δε περιπτώσεις η πλήρης κατάρρευση, έχει αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την περιοχή τους, ιδίως στην Αφρική και στην Μέση Ανατολή, πυροδότησε βίαιες συγκρούσεις και προκάλεσε τα μεγαλύτερα κύματα μαζικής μετανάστευσης.
Ταυτόχρονα, κρατικοί και μη κρατικοί φορείς αψηφούν όλο και περισσότερο το βασισμένο σε κανόνες πολυμερές σύστημα, που έχει διατηρήσει την ειρήνη και την σταθερότητα για τόσο πολύ καιρό. Η άνοδος της Κίνας και της Ινδίας έχει δημιουργήσει νέα κέντρα εξουσίας, που αλλάζουν το σχήμα των διεθνών σχέσεων. Η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία έχει δημιουργήσει μία σοβαρή ρήξη με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η αντιπαλότητα μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας κυριαρχεί όλο και περισσότερο στην Μέση Ανατολή, καθώς η κρατική τάξη στην περιοχή διαβρώνεται και το Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS) προσπαθεί να εξαλείψει τα σύνορα εντελώς.
Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία έχει παραμείνει αξιοσημείωτα σταθερή. Αυτό δεν είναι μικρό επίτευγμα, αν λάβει κάποιος υπ’ όψιν την θέση της χώρας το 2003, όταν τα προβλήματα των ΗΠΑ και της ΕΕ μόλις άρχιζαν. Εκείνη την εποχή πολλοί αποκαλούσαν την Γερμανία «ο ασθενής της Ευρώπης»: η ανεργία είχε ξεπεράσει το 12%, η οικονομία είχε παραμείνει στάσιμη, τα κοινωνικά συστήματα ήταν υπερφορτωμένα και η αντιπολίτευση της Γερμανίας για τον υπό αμερικανική ηγεσία πόλεμο στο Ιράκ είχε δοκιμάσει την αποφασιστικότητα του έθνους και προκαλέσει οργή στην Ουάσινγκτον.
Τον Μάρτιο του ίδιου έτους, ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ εκφώνησε ομιλία στο κοινοβούλιο της Γερμανίας, την Bundestag, με τίτλο «Θάρρος για την Ειρήνη και Θάρρος για την Αλλαγή», με την οποία έκανε έκκληση για σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αν και οι συνάδελφοί του οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν το θάρρος να απορρίψουν τον πόλεμο στο Ιράκ, είχαν λίγη όρεξη για αλλαγή. Οι μεταρρυθμίσεις του Γκ. Σρέντερ στην αγορά εργασίας κα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πέρασαν από την Bundestag, αλλά με υψηλό πολιτικό τίμημα για τον ίδιο τον Σρέντερ: έχασε στις πρώρες εκλογές του 2005.
Όμως, αυτές οι μεταρρυθμίσεις έθεσαν τα θεμέλια για την επιστροφή της Γερμανίας στην οικονομική δύναμη –μία δύναμη που έχει διαρκέσει μέχρι σήμερα. Και η αντίδραση της Γερμανίας στην οικονομική κρίση του 2008 μόνον ενίσχυσε την οικονομική της θέση. Οι γερμανικές επιχειρήσεις επικεντρώθηκαν στα πλεονεκτήματά τους στην μεταποίηση και έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις τεράστιες ευκαιρίες στις αναδυόμενες αγορές, κυρίως στην Κίνα. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι με σύνεση υποστήριξαν το μοντέλο της εξαγωγικής ανάπτυξης.
Αλλά οι Γερμανοί δεν πρέπει να υπερβάλλουν σχετικά με την πρόοδο της χώρας τους. Η Γερμανία δεν έχει γίνει μία οικονομική υπερδύναμη και το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές ήταν μικρότερο το 2014 απ’ ό,τι το 2004 και χαμηλότερο απ’ ό,τι κατά την στιγμή της επανένωσης της Γερμανίας. Η Γερμανία έχει απλώς κρατήσει την θέση της καλύτερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι από τους ομολόγους της απέναντι σε έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό.
Η ειρηνική δύναμη της Ευρώπης
Η σχετική οικονομική δύναμη της Γερμανίας είναι μία ξεκάθαρη ισχύς. Αλλά ορισμένοι επικριτές βλέπουν την στρατιωτική αυτοσυγκράτηση της χώρας ως αδυναμία. Κατά την διάρκεια της καγκελαρίας Σρέντερ, η Γερμανία πολέμησε σε δύο πολέμους (στο Κοσσυφοπέδιο και στο Αφγανιστάν) και αντιτάχθηκε στο ξεκίνημα ενός τρίτου (στο Ιράκ). Οι στρατιωτικές εμπλοκές στο Κοσσυφοπέδιο και το Αφγανιστάν αποτέλεσαν ιστορικό βήμα για ένα έθνος που είχε προηγουμένως προσπαθήσει να απαγορεύσει εξ ολοκλήρου την λέξη «πόλεμος» από το λεξιλόγιό του.
Ωστόσο, η Γερμανία προχώρησε επειδή ανέλαβε την ευθύνη της για την σταθερότητα της Ευρώπης και πήρε στα σοβαρά την συμμαχία της με τις ΗΠΑ. Τότε, όπως και τώρα, οι Γερμανοί αξιωματούχοι μοιράζονταν μία βαθειά πεποίθηση ότι η ασφάλεια της χώρας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνην των ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι από αυτούς αντιτάχθηκαν στην εισβολή στο Ιράκ επειδή την είδαν σαν έναν πόλεμο από επιλογή, που είχε αμφίβολη νομιμοποίηση και την σαφή δυνατότητα να προκαλέσει περαιτέρω συγκρούσεις.
Στην Γερμανία αυτή η αντίθεση εξακολουθεί να θεωρείται ευρέως ως ένα σημαντικό επίτευγμα –ακόμη και από τους λίγους που στήριξαν την πολιτική των ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ηγέτες της Γερμανίας διαβουλεύθηκαν προσεκτικά για το αν έπρεπε να εμπλακούν στις επόμενες συγκρούσεις, υποβάλλοντας αυτές τις αποφάσεις σε επίπεδο ελέγχου που συχνά εξόργιζε τος συμμάχους της χώρας.
Το καλοκαίρι του 2006, για παράδειγμα, βοήθησα να διευθετηθεί μία κατάπαυση του πυρός στον Λίβανο για τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ. Πίστευα ότι η Γερμανία έπρεπε να υποστηρίξει αυτή την συμφωνία και με στρατιωτική βία αν χρειαζόταν, ακόμα και αν ήξερα ότι το παρελθόν μας ως δράστες του Ολοκαυτώματος έκανε την ανάπτυξη Γερμανών στρατιωτών στα σύνορα του Ισραήλ ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα. Πριν υιοθετήσω την στρατιωτική επιλογή, κάλεσα τρεις άμεσους προκατόχους μου ως υπουργός Εξωτερικών στο Βερολίνο για συμβουλές.
Μαζί έφεραν στο τραπέζι 31 χρόνια εμπειρίας στην δουλειά. Η ιστορία της Γερμανίας βάρυνε περισσότερο στον πιο ηλικιωμένο ανάμεσά μας, τον Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, βετεράνο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος τάχθηκε κατά της πρότασης. Όμως, οι νεότεροι δύο προκάτοχοί μου συμφώνησαν μαζί μου και, μέχρι σήμερα, γερμανικά πολεμικά πλοία περιπολούν στην μεσογειακή ακτή για να ελέγχουν τις αποστολές όπλων προς τον Λίβανο ως μέρος της Προσωρινής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο –μία ρύθμιση αποδεκτή και υποστηριζόμενη από το Ισραήλ.
Ο δρόμος της Γερμανίας προς μεγαλύτερη στρατιωτική αυτοπεποίθηση δεν ήταν γραμμικός, και δεν θα είναι ποτέ. Οι Γερμανοί δεν πιστεύουν ότι με το να μιλούν σε συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης λύνεται κάθε πρόβλημα, αλλά ούτε σκέπτονται ότι το πετυχαίνουν οι πυροβολισμοί. Το μεικτό ιστορικό των ξένων στρατιωτικών επεμβάσεων κατά την διάρκεια των τελευταίων 20 ετών είναι μόνον ένας λόγος για προσοχή. Πάνω απ’ όλα, οι Γερμανοί μοιράζονται μία βαθειά εδραιωμένη, ιστορικά ριζωμένη πεποίθηση ότι η χώρα τους θα πρέπει να χρησιμοποιεί την πολιτική της ενέργεια και τους πόρους της για την ενίσχυση του κράτους δικαίου στις διεθνείς υποθέσεις.
Η ιστορική μας εμπειρία έχει καταστρέψει κάθε πίστη στην εθνική ιδιαιτερότητα (exceptionalism) για κάθε έθνος. Όποτε είναι δυνατόν, επιλέγουμε τον Recht (νόμος) επί της Macht (δύναμη). Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία δίνει έμφαση στην ανάγκη για νομιμότητα στην υπερεθνική λήψη αποφάσεων και επενδύει στην πολυμέρεια υπό την ηγεσία του ΟΗΕ.
Κάθε γερμανική στρατιωτική ανάπτυξη αντιμετωπίζει έντονο δημόσιο έλεγχο και πρέπει να λάβει έγκριση από την Bundestag. Οι Γερμανοί πάντα επιδιώκουν να εξισορροπήσουν αντιμετωπίζει έντονο δημόσιο έλεγχο και πρέπει να λάβει έγκριση από την Bundestag.
Οι Γερμανοί πάντα επιδιώκουν να εξισορροπήσουν την ευθύνη να προστατεύουν τους αδύναμους με την ευθύνη της συγκράτησης. Αν οι εταίροι και οι σύμμαχοι της Γερμανίας βαδίσουν ένα πρόσθετο μίλι την διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις, οι Γερμανοί θέλουν η κυβέρνησή τους να περπατήσει ένα μίλι παραπάνω, μερικές φορές προξενώντας πικρία στους εταίρους μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Γερμανία έχει υπεραντισταθμίσει το πολεμικό παρελθόν της. Αντί γι’ αυτό, ως αντανακλαστική ικανότητα, η Γερμανία προσπαθεί να συμφιλιώσει τα διδάγματα της Ιστορίας με τις προκλήσεις τού σήμερα. Η Γερμανία θα συνεχίσει να πλαισιώνει την διεθνή στάση της πρωτίστως με πολιτικούς και διπλωματικούς όρους και θα καταφύγει σε στρατιωτική εμπλοκή μόνον αφού ρυθμίσει κάθε κίνδυνο και κάθε δυνατή εναλλακτική λύση.
Ο παγκόσμιος ρόλος
Η σχετική οικονομική ισχύς της Γερμανίας και η προσεκτική προσέγγισή της στην χρήση βίας συνεχίστηκαν επίμονα καθώς το παγκόσμιο και το περιφερειακό περιβάλλον έχει υποστεί ριζική αλλαγή. Η εταιρική σχέση της Γερμανίας με τις ΗΠΑ και η ένταξή της στην ΕΕ υπήρξαν οι βασικοί πυλώνες της εξωτερικής της πολιτικής. Αλλά, καθώς οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν σκοντάψει, η Γερμανία κράτησε την θέση της και αναδείχθηκε ως μία σημαντική δύναμη -σε μεγάλο βαθμό εξ ορισμού.
Σε αυτό τον ρόλο η Γερμανία έχει φθάσει να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τις ευθύνες της. Δεδομένου ότι η Γερμανία βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης, ούτε η απομόνωση ούτε η αντιπαράθεση αποτελούν μία συνετή πολιτική επιλογή. Αντ’ αυτού, η Γερμανία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τον διάλογο και την συνεργασία για την προώθηση της ειρήνης και τον τερματισμό των συγκρούσεων.
Δείτε τον νέο ρόλο της Γερμανίας στην Μέση Ανατολή. Επί δεκαετίες, η αραβο-ισραηλινή διαμάχη κυριάρχησε στο πολιτικό τοπίο της περιοχής. Στις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία απέφυγε σκόπιμα έναν ρόλο στην πρώτη γραμμή των διπλωματικών προσπαθειών για την επίλυση του αδιεξόδου. Αλλά σήμερα, καθώς οι συγκρούσεις έχουν εξαπλωθεί, η Γερμανία εμπλέκεται ευρύτερα σε ολόκληρη την περιοχή. Από το 2003, όταν άρχισαν οι πολυμερείς προσπάθειες για να αποτρέψουν το Ιράν από το να κατασκευάσει πυρηνική βόμβα, η Γερμανία είχε διαδραματίσει κεντρικό ρόλο και ήταν ένας από τους υπογράφοντες την συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2015. Επίσης, η Γερμανία συμμετέχει ενεργά στην εξεύρεση διπλωματικής λύσης στην σύγκρουση στην Συρία.
Ούτε η Γερμανία αποφεύγει την ευθύνη να βοηθήσει στην οικοδόμηση μίας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην περιοχή –διαδικασία για την οποία η συμφωνία του Ιράν μπορεί να ανοίξει τον δρόμο. Η ιστορία της Ευρώπης προσφέρει μερικά χρήσιμα διδάγματα εδώ. Η Διάσκεψη του 1975 στο Ελσίνκι βοήθησε να ξεπεραστούν οι διαφορές της εποχής του Ψυχρού Πολέμου στην ήπειρο, μέσα από την δημιουργία του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη. Αν οι περιφερειακοί δρώντες επιλέξουν να εξετάσουν αυτό το παράδειγμα, θα βρουν χρήσιμα διδάγματα τα οποία θα μπορούσαν να τούς βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των σημερινών συγκρούσεών τους.
Μερικές φορές, οι Γερμανοί χρειαζόμαστε άλλους για να μάς θυμίζουν την χρησιμότητα της δικής μας ιστορίας. Πέρυσι, για παράδειγμα, είχα μία εμπνευσμένη συνομιλία με μία μικρή ομάδα διανοουμένων στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Ένας από αυτούς παρατήρησε: «Χρειαζόμαστε μία Βεστφαλιανή ειρήνη για την περιοχή μας». Η συμφωνία που διπλωμάτες στο Munster και στο Osnabruck σφυρηλάτησαν το 1648, ξεχωρίζοντας την θρησκεία από την στρατιωτική ισχύ, εμπνέει στοχαστές στην Μέση Ανατολή μέχρι σήμερα. Για έναν γηγενή Βεστφαλιανό όπως εγώ, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη υπενθύμιση της διδακτικής δύναμης του παρελθόντος.
Πιο κοντά στην πατρίδα, η κρίση στην Ουκρανία έχει δοκιμάσει την ηγεσία της Γερμανίας και τις διπλωματικές της ικανότητες. Από την κατάρρευση του καθεστώτος του Βίκτορ Γιανούκοβιτς και την ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας στις αρχές του 2014, η Γερμανία και η Γαλλία έχουν οδηγήσει τις διεθνείς προσπάθειες για τον περιορισμό και τελικά την επίλυση της στρατιωτικής και πολιτικής κρίσης. Καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει επικεντρωθεί σε άλλες προκλήσεις, η Γερμανία και η Γαλλία έχουν αναλάβει τον ρόλο των κύριων συνομιλητών της Ρωσίας σχετικά με θέματα που αφορούν στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και την επιβίωση του ουκρανικού κράτους.
Η Γερμανία δεν διαγκωνίστηκε γι’ αυτή την θέση, ούτε κανείς άλλος την διόρισε σ αυτό τον ρόλο. Οι μακρόχρονοι οικονομικοί και πολιτικοί δεσμοί με την Ρωσία και την Ουκρανία την κάνουν έναν φυσικό διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο πλευρών, παρά την προφανή υποστήριξη του Βερολίνου προς τα θύματα της επιθετικότητας της Μόσχας. Η έντονη πολιτική συζήτηση που εξελίχθηκε στο εσωτερικό της Γερμανίας για το πώς να ανταποκριθεί στην πρόκληση μόνον ενίσχυσε την αξιοπιστία του Βερολίνου, δείχνοντας στον κόσμο ότι η κυβέρνηση δεν λαμβάνει τις αποφάσεις της ελαφρά τη καρδία. Η συμφωνία του Μινσκ για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες –για την οποία μεσολάβησαν η Γερμανία και η Γαλλία τον Φεβρουάριο του 2015– απέχει πολύ από το τέλειο. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: χωρίς αυτήν, η σύγκρουση θα είχε προ πολλού ξεφύγει από τον έλεγχο και θα είχε επεκταθεί πέρα από την περιοχή του Donbas της Ουκρανίας. Πηγαίνοντας προς τα εμπρός, η Γερμανία θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει τις εντάσεις από το να κλιμακωθούν σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Κατά την διάρκεια της κρίσης του ευρώ, η Γερμανία αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που εγκυμονούν τα υπερβολικά επίπεδα χρέους ορισμένων μεσογειακών κρατών της ΕΕ. Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποστήριξαν τα σχέδια για να απαιτήσουμε χώρες, όπως η Ελλάδα, να επιβάλουν δημοσιονομικούς ελέγχους και σκληρές αλλά αναπόφευκτες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις για να διασφαλιστεί η προσδοκώμενη σύγκλιση των οικονομιών της ευρωζώνης. Αλλά, αντί να τοποθετήσουν την ευθύνη για τις εν λόγω αλλαγές στα χέρια των εθνικών ελίτ των χωρών αυτών, πολλοί στην Ευρώπη προτίμησαν να κατηγορήσουν την Γερμανία ότι δήθεν οδηγεί τμήματα της νότιας Ευρώπης στην φτώχεια, την υποταγή και την κατάρρευση.
Η Γερμανία έχει βρεθεί κάτω από παρόμοιες επικρίσεις κατά την διάρκεια της τρέχουσας προσφυγικής κρίσης. Το περασμένο φθινόπωρο, η Γερμανία άνοιξε τα σύνορα της χώρας σε πρόσφυγες, κυρίως από το Ιράκ και την Συρία. Οι κυβερνήσεις της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας ανησυχούν ότι η κίνηση αυτή θα επιδεινώσει την κρίση, με το να ενθαρρύνει περισσότερους πρόσφυγες να εισέλθουν στις χώρες τους ελπίζοντας να τις διασχίσουν και τελικά να εισέλθουν στην Γερμανία. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, οι φόβοι αυτοί αποδείχτηκαν αβάσιμοι.
Το πώς και πότε η Ευρώπη θα επιλύσει αυτή την κρίση παραμένει ασαφές. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι, ακόμα και μία σχετικά ισχυρή χώρα όπως η Γερμανία, δεν μπορεί να το κάνει μόνη της. Δεν μπορούμε να ενδώσουμε στην εντεινόμενη επιθυμία ορισμένων ομάδων του εκλογικού σώματος να ανταποκριθούμε σε αποκλειστικά εθνικό επίπεδο, για παράδειγμα, θέτοντας αυθαίρετα όρια στην υποδοχή προσφύγων. Η Γερμανία δεν μπορεί να (και δεν θα) στηρίξει την εξωτερική πολιτική της σε λύσεις που υπόσχονται γρήγορες διορθώσεις αλλά στην πραγματικότητα είναι αντιπαραγωγικές, είτε είναι τείχη είτε πόλεμοι.
Μία αντανακλαστική εξωτερική πολιτική απαιτεί διαρκή συζήτηση σχετικά με δύσκολες επιλογές. Επίσης, απαιτεί ευελιξία. Σκεφτείτε την πρόσφατη συμφωνία για το προσφυγικό που η Γερμανία βοήθησε να συνάψει η ΕΕ με την Τουρκία. Βάσει της συμφωνίας αυτής, η ΕΕ θα επιστρέψει στην Τουρκία κάθε μετανάστη που φτάνει παράνομα στην Ελλάδα κα σε αντάλλαγμα θα ανοίξει μία νομική οδό για τους Σύριους ώστε να έλθουν στην ΕΕ απευθείας από την Τουρκία.
Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης διατάξεις για την πολύ βαθύτερη συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας. Παρά τις αμφιλεγόμενες εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπως η κλιμάκωση της βίας στις κουρδικές περιοχές και η αυξανόμενη παρενόχληση των μέσων ενημέρωσης και της αντιπολίτευσης, η Γερμανία αναγνώρισε ότι η Τουρκία είχε έναν κρίσιμο ρόλο να παίξει στην κρίση και ότι καμμία βιώσιμη πρόοδος δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς αυτήν. Κανείς δεν μπορεί να πει σήμερα αν η νέα σχέση θα είναι εποικοδομητική μακροπρόθεσμα. Αλλά δύσκολα μπορεί να υπάρξει πρόοδος ή μία ανθρωπιστική διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, εκτός εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ασχοληθούν σοβαρά με τους Τούρκους ομολόγους τους.
Ορισμένοι πολιτικοί, όπως ο Πολωνός πρώην υπουργός Εξωτερικών Radek Sikorski, έχουν περιγράψει την Γερμανία ως το «απαραίτητο έθνος» της Ευρώπης. Η Γερμανία δεν φιλοδοξούσε γι’ αυτή την θέση. Αλλά οι περιστάσεις την ανάγκασαν σε έναν κεντρικό ρόλο. Ίσως καμμίας άλλης ευρωπαϊκής χώρας η μοίρα δεν είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την ύπαρξη και την επιτυχία της ΕΕ. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Γερμανία ζει σε ειρήνη και φιλία με την Γαλλία, την Πολωνία και το υπόλοιπο της ηπείρου. Αυτό οφείλεται στην αποκήρυξη της πλήρους κυριαρχίας και στην κατανομή των πόρων που η ΕΕ έχει ενθαρρύνει επί σχεδόν 60 χρόνια τώρα. Ως αποτέλεσμα, η διατήρηση αυτής της ένωσης και το μοίρασμα των βαρών της ηγεσίας είναι κορυφαίες προτεραιότητες της Γερμανίας.
Έως ότου η ΕΕ αναπτύξει την ικανότητα να διαδραματίσει ισχυρότερο ρόλο στην παγκόσμια σκηνή, η Γερμανία θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την θέση της –προς το συμφέρον όλης της Ευρώπης. Η Γερμανία θα είναι υπεύθυνη, συγκρατημένη και στοχαστική ηγέτιδα, καθοδηγούμενη κυρίως από τα ευρωπαϊκά ένστικτά της.