Την ελληνική κοινωνία ολόκληρη, ή τον κομματικό του στρατό που τόσο τον έχει ανάγκη;
Το ερώτημα είναι άμεσο και σοβαρό: Μπορεί να κυβερνήσει ο πρωθυπουργός ή δεν θέλει για συγκεκριμένους πολιτικο-κομματικούς λόγους;
Του Νίκου Μορόπουλου*
Διότι ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Αλέξης Τσίπρας ασκεί την εξουσία, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, θυμίζει τον μάγειρα που θέλει να φτιάξει μία ομελέττα χωρίς να σπάσει αυγά. Είτε λοιπόν ο κύριος πρωθυπουργός δεν μπορεί να σπάσει αυγά, είτε δεν θέλει. Στην συνέχεια θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η Νέα Δημοκρατία, αλλά ο ίδιος ο εαυτός του.
Ήδη έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται επικίνδυνοι τριγμοί στην τριαδική εξουσία που συνθέτουν ο Πρωθυπουργός με την Κυβέρνηση και το Κόμμα. Και οι τρεις πόλοι εξουσίας δεν συνεργάζονται όπως πρέπει και σε ορισμένες περιπτώσεις ακολουθούν διαφορετικές πορείες.
Με αυτά τα δεδομένα, δε νομίζω ότι ο Πρωθυπουργικός θώκος είναι ασφαλής. Ο Πρωθυπουργός κ. Τσίπρας έχει διακηρύξει ότι επιθυμεί ανάπτυξη, επενδύσεις και πιο αποτελεσματικό δημόσιο τομέα. Στην πράξη όμως το Κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι προσανατολισμένο αλλού. Η πρόσφατη νέα εμπλοκή στην επένδυση καναδικής εταιρείας στα μεταλλεία χρυσού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το Κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι εκεί που ήταν πριν πάρει την εξουσία –σε έναν ουτοπικό κόσμο όπου τα οικονομικά προβλήματα επιλύονται δια μαγείας «διότι λεφτά υπάρχουν, αρκεί να τα πάρουμε από τους κεφαλαιοκράτες», οπότε όλα τα άλλα προβλήματα όπως το περιβαλλοντικό παίρνουν προτεραιότητα. Και το Κόμμα και πολλά Κυβερνητικά στελέχη είναι μέσα σε ένα νεφέλωμα που τούς αποκρύβει την οικονομική πραγματικότητα που βιώνει ο άνεργος, ή ακόμη και ο μερικά απασχολούμενος και ο χαμηλοσυνταξιούχος.
Αυτό οφείλεται στο ότι όλοι τους ομιλούν και πολιτεύονται από ένα βήμα ασφαλείας, καθώς οι περισσότεροι είναι υπάλληλοι στον δημόσιο τομέα. Οι εμπειρίες ζωής που διαθέτουν ανήκουν σε ένα προστατευμένο κρατικοδίαιτο περιβάλλον, που δεν έχει καμμία σχέση με την οικονομική πραγματικότητα της χώρας και του ιδιωτικού τομέα.
Ο κύριος Πρωθυπουργός σήμερα είναι υπέρμαχος των επενδύσεων. Χρησιμοποιεί όμως ορολογία που είναι αμφίσημη και δημιουργεί υποψίες. Κλασσικό παράδειγμα είναι η «δίκαιη ανάπτυξη», που αποτελεί ένα ουτοπικό στόχο, αφού ουδέποτε υπήρξε ούτε και θα υπάρξει οπουδήποτε κάτι τέτοιο στον κόσμο.
Θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε μια ζωντανή συζήτηση του κυρίου πρωθυπουργού με έναν άνεργο που ελπίζει ότι θα βρει εργασία σε μία από τις μπλοκαρισμένες από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ επενδύσεις.
Η Κυβέρνηση (με την ευρεία έννοια) πάσχει επίσης από αμφισημία αλλά και αμφιθυμία. Ενώ όλοι ορκίζονται στην βελτίωση του έργου του δημόσιου τομέα, οι πράξεις τους –ή η έλλειψη πράξεων– δείχνει άλλα. Έτσι η περίφημη αξιολόγηση δεν προχωράει, ούτε και θα προχωρήσει ποτέ κατά την γνώμη μου. Το πολιτικό κόστος είναι μεγάλο, και η Κυβέρνηση το γνωρίζει.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι, δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, η Κυβέρνηση δεν είναι αποτελεσματική. Οι υπουργοί και τα επιτελεία τους –με ολίγες εξαιρέσεις– δεν μπορούν να κυβερνήσουν. Είτε επειδή είναι ανίκανοι, είτε επειδή ο κομματικός μηχανισμός δεν συμφωνεί.
Η πρόσφατη ρύπανση στον Σαρωνικό που προκλήθηκε από την βύθιση του «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένας αποφασιστικός Πρωθυπουργός θα είχε ήδη ζητήσει την παραίτηση του κ. Κουρουμπλή.
Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, ούτε και θα γίνει. Στο Υπουργικό Συμβούλιο της 18ης Σεπτεμβρίου 2017 ο κύριος πρωθυπουργός προσπάθησε να αποκαταστήσει ένα θετικό κλίμα –χωρίς επιτυχία, κατά την γνώμη μου.
Οι φήμες για προστριβές του κυρίου πρωθυπουργού με τον κύριο υπουργό Οικονομικών είναι ίσως υπερβολικές, όμως όπου υπάρχει καπνός υπάρχει φωτιά. Η οικονομία είναι μπαρουταποθήκη, και οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι κυβερνώντες –όπως οι εξωπραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης– είναι ασφυκτικές.
Η υπερφορολόγηση έχει καταπονήσει τους φορολογούμενους και θα υπάρξουν επιπτώσεις στα αποτελέσματα εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Το καθάρισμα του Σαρωνικού είναι κάτι που το βλέπει όλος ο κόσμος και έτσι δεν υπάρχουν περιθώρια «επικοινωνιακών» τεχνασμάτων που θα μπορούσαν να ωραιοποιήσουν την κατάσταση.
Εξ ίσου ορατή στα μάτια των δημοσίων υπαλλήλων είναι η αξιολόγηση τους, που αποτελεί κόκκινο πανί και για τον λόγο αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι πολύ σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος για τον ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτούς.
Το ίδιο ισχύει και για τις επενδύσεις που, όσο είναι καθηλωμένες και δεν προχωρούν, αποτελούν την κραυγαλέα απόδειξη ότι η τριαδική εξουσία είναι αναποτελεσματική και προβληματική. Στο πλαίσιο της σύγχρονης αγγλόφωνης επικοινωνίας, συνεστήθη «task force» για τις επενδύσεις, άνευ αποτελεσμάτων.
Και εκείνο που είναι επίσης εμφανές σήμερα είναι ότι ο κ. Πρωθυπουργός παρόλη την θετική διάθεση του δεν μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα των επενδύσεων που έχουν σκαλώσει.
Δεν μπορεί να κυβερνήσει ο κ. Πρωθυπουργός, ή δεν θέλει;
Ο επερχόμενος κίνδυνος είναι προφανής. Αν συνεχίσει έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι αποτελεσματικός στην διακυβέρνηση της χώρας και θα ηττηθεί στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές, χωρίς να χρειαστεί ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία να κάνουν πολλά.
Όπως, όμως, συμβαίνει στην πολιτική ζωή, ένας κίνδυνος, ο κίνδυνος της ήττας, μπορεί να είναι προτιμότερος από τον άλλο, τον κίνδυνο της διάλυσης του κόμματος, που κλυδωνίζεται έντονα, αφού συνεχίζει να αγωνίζεται για στόχους που δεν υπάρχουν πια στην κυβερνητική ατζέντα, με αποτέλεσμα και η ατζέντα να είναι θεωρητική, αλλά και να δημιουργείται η εντύπωση στα κομματικά στελέχη ότι κάποιοι τους «άδειασαν».
Αν το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ διαλυθεί εις τα εξ ών συνετέθη πριν τις επόμενες εκλογές, είναι πολύ πιθανό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έλθει τρίτο κόμμα, μετά την Νέα Δημοκρατία και το νέο φορέα της Κεντροαριστεράς.
Αυτό είναι το χειρότερο σενάριο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως ο κύριος πρωθυπουργός έχει ανάγκη το Κόμμα, ίσως πολύ περισσότερο από ό,τι το Κόμμα έχει ανάγκη τον κύριο πρωθυπουργό.
Αν αληθεύουν οι ανωτέρω υποθέσεις, οι ενέργειες που πραγματοποιεί αυτή την εποχή ο κύριος πρωθυπουργός και το επιτελείο του στοχεύουν πρωταρχικά στο να εξισορροπήσουν τις καταστάσεις, να μην απομονώσουν το κόμμα και να μην οξύνουν τις αντιθέσεις, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις και η ανάπτυξη θα παραμείνουν όνειρο θερινής νυκτός, ενώ βασικά προβλήματα θα παραμένουν άλυτα.
Μια τέτοια στρατηγική επιλογή θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα τον ΣΥΡΙΖΑ σε εκλογική ήττα στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές, αλλά θα διατηρήσει μέσα από αλλεπάλληλους συμβιβασμούς και διατήρηση ισορροπιών τον κομματικό του μηχανισμό.
Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να διατηρηθεί σαν το δεύτερο μεγάλο κόμμα στην Ελλάδα.
Η στρατηγική που έχει επιλέξει ο κύριος πρωθυπουργός επιδιώκει να εξασφαλίσει την δεύτερη θέση –και θα κάνει το παν προς αυτή την κατεύθυνση. Νομίζω ότι θα τα καταφέρει, αλλά σε αντάλλαγμα θα χάσει την εξουσία.
* Σύμβουλος εταιρικών μετασχηματισμών (MSc)