Ενω η χώρα μπαίνει σε μια νέα κυριολεκτικά εποχή, όπου παρατηρούνται και υψηλές προσδοκίες, ένα ερώτημα προβάλει, αυτό του αν η βιομηχανία της μπορεί να βρει τον αναπτυξιακό της ρόλο.
Το βιβλίο του Αντώνη Κεφαλα και των συνεργατών του, είναι ένα απίθανο μακροβούτι στον πολύπλοκο αλλά και συναρπαστικό κόσμο της βιομηχανίας.
Του Αθ.Χ. Παπανδρόπουλου
Έναν κόσμο παρεξηγημένο και κατασυκοφαντημένο στην Ελλάδα, ο οποίος ομως πολλά προσέφερε στην ανάπτυξη της χώρας και ακόμα περισσότερα έχει τη δυνατότητα να δώσει αν αφεθεί ελεύθερος να δράσει και να αναπτυχθεί.
«Πτυχές εκβιομηχάνισης 1945-2010. Μια ιστορία» (Εκδοσεις Ι.Σιδερης) είναι ο τίτλος του βιβλίου, με συγγραφέα τον Αντώνη Κεφαλα, Οικονομολόγο-δημοσιογράφο και συνεργάτες τους Μιχ. Μητσόπουλο, Αντ. Στρατάκη, Κων/νο Στρογγυλό και τον υπογράφοντα.
Στις 750 σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας του προσπαθεί με ενάργεια και σε βάθος αναζήτηση να διαπιστώσει γιατί η Ελλάδα όχι μόνο δεν έγινε βιομηχανική χώρα αλλά ούτε και ήθελε να γίνει.
Παρ΄όλα αυτά, χωρίς τη βιομηχανία, την περίοδο 1953-1973, ποτέ δεν θα είχε απογειωθει ούτε θα είχε γνωρίσει τους ρυθμούς ανάπτυξης που γνώρισε.
Αυτή η εντυπωσιακή συμβολή της βιομηχανίας ωστόσο ποτέ δεν έγινε αντιληπτή από το κράτος στις πραγματικές της διαστάσεις. Πώς να γίνει όμως, όταν τόσο το κράτος όσο και το πολιτικό σύστημα της χώρας και αρνητική θέση είχαν απέναντι στη βιομηχανία αλλά και σοβαρη άγνοια της διεθνούς βιομηχανικής πραγματικότητας.
Παράλληλα όμως, μια κάποια διανόηση στη χώρα και η κομμουνιστική αριστερά καλλιεργούσαν και καλλιεργούν ακόμα ένα επίπεδο αντιβιομηχανικό πνεύμα, το οποίο σήμερα εγγίζει και τα όρια της πνευματικής γελοιότητας. Καλλιεργήθηκαν έτσι μια σειρά από μύθοι γύρω από την ελληνική βιομηχανία και τους εκπροσώπους της, από τους οποίους ο πιο διαδεδομένος ήταν αυτός της χρησιμοποίησης από τους βιομηχάνους δανειακών κεφαλαίων δί´ ίδιον όφελος.
Κάτι τέτοιο όχι μόνον δεν προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία που παραθέτει ο Αντ. Κεφαλάς, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις είναι φανερό ότι βιομηχανικές επιχειρήσεις έπεσαν θύματα της αφερεγγυότητας του κατακερματισμένου και πληθωρικου εμπορίου της χώρας μας.
Όπως βέβαια ολέθριος υπήρξε και ο ελληνικός κρατισμός για την εγχώρια βιομηχανία. Η παρουσίαση της ιστορίας συγκεκριμένων εταιριών στην περίοδο που καλύπτει το βιβλίο καθώς και της σχέσης κράτους και βιομηχανίας δείχνει ότι δύο ήταν πάντα οι πρωταρχικοί στόχοι του ελληνικού κράτικου μορφωματος αναφορικά με την βιομηχανία: η απόκτηση εσόδων και η απασχόληση, για να μην αυξηθεί η ανεργία.
Αντιπροσωπευτικό είναι το γεγονός ότι η εύκολη λύση σε περιόδους ανεπάρκειας εσόδων, είναι κατά κανόνα η επιβολή έκτακτης φορολογίας στη βιομηχανία.
Πάγια ετσι προσπάθεια όλων των κυβερνήσεων, σε κομβικές εποχές αναπτυξιακής αναδιάρθρωσης, δεν ήταν ο μετασχηματισμός στην παραγωγή,αλλά να διατηρηθούν σε ζωή βιομηχανίες ώστε να μην αυξηθεί ο αριθμός των ανέργων.
Παραλληλα όμως, το πελατειακό κράτος, ήθελε να «αρμέγεται’ η κερδοφόρα βιομηχανία για έσοδα υπό συνθήκες πλήρους κυβερνητικής και κρατικής αδιαφορίας για τις επιπτώσεις των πολιτικών αυτών στην επιβίωση των εταιρειών.
«Η ελληνική ανάπτυξη δεν είχε ποτέ το μέγεθος και τον δυναμισμό που απαιτείτο για να απορροφήσει το προσφερόμενο εργατικό δυναμικό. Στην περίοδο 1953-1974 η ελεύθερη ευρωπαϊκή αγορά πρόσφερε λύση: την μετανάστευση.
Στην μεταπολίτευση, που εγκαινιάστηκε από τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις, τον στασιμοπληθωρισμό και την παγκόσμια ύφεση, αυτός ο δρόμος έκλεισε. Με το καθεστώς των πελατειακών σχέσεων σε άνοδο, η πολιτική λύση για την απορρόφηση του εργατικού δυναμικού ήταν μία: η διόγκωση του δημόσιου τομέα.
Το γεγονός ότι αυτή η πολιτική εξυπηρετούσε πλήρως τις πελατειακές σχέσεις την έκανε ακόμα πιο ελκυστική. Η βιομηχανική αναδιάρθρωση – που ήταν απαραίτητη καθώς η παγκόσμια οικονομία εισερχόταν εκείνη την εποχή σε περίοδο ταχύτατων αλλαγών πήρε έτσι την μορφή της κρατικοποίησης των επιχειρήσεων.
Οι ιδιώτες εργάτες και υπάλληλοι έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι και ως δημόσιοι υπάλληλοι μπορούσαν πλέον αν διεκδικήσουν όποιες μαξιμαλιστικές απαιτήσεις ήθελαν, γνωρίζοντας πως δεν υπήρχε κίνδυνος ούτε απόλυσης ούτε να κλείσει η εταιρεία.
Κι αν έκλεινε ή, αργότερα, με τις αδύναμες ιδιωτικοποιήσεις, αν επέστρεφε στον ιδιωτικό τομέα, το Δημόσιο κάπου θα τους βόλευε με μετατάξεις ή θα τους έστελνε σπίτι τους με κάποια παχυλά πακέτα αποζημίωσης και συνταξιοδότησης.» γράφει ο Αντ. Κεφαλάς.
Φέρνει έτσι, στο προσκήνιο μια από τις βασικές αιτίες της ελληνικής χρεωκοπίας σήμερα, περί της οποίας, με κάποιες εξαιρέσεις, ουδείς σοβαρός και σε βαθος λόγος γίνεται.
Ελάχιστα γνωστό είναι ότι ο περίφημος Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) την περίοδο 1985-1988 κόστισε στον Έλληνα φορολογούμενο 1.100 δις. δρχ. ήτοι περί τα 40 δις. ευρώ, για να μην χάσουν τη δουλειά τους δήθεν 22.000 εργαζόμενοι.
Είχαμε δηλαδή κόστος 136.000 ευρώ ανά εργαζόμενο όταν με τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν τότε να δημιουργηθούν 60.000 νέες θέσεις εργασίας σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και σε επιχειρήσεις που θα ήταν πιο εξωστρεφείς και καινοτόμες.
Το μεγάλο ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει από την μελέτη του ογκώδους αλλά εξαιρετικά ευκολοδιάβαστου βιβλίου του Αντ. Κεφαλά και των συνεργατών του, είναι αυτό του αν έχει μέλλον η ελληνική βιομηχανία στη χώρα μας.
Και στην απάντησή του, ο υπογράφων, χωρίς να λέει όχι, διατηρεί πάμπολλες επιφυλάξεις ως προς το ναι.