Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το άρθρο των New York Times, το οποίο διάβασα στο ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 22/5/2011, όπου δημοσιεύθηκε ρεπορτάζ του Landon Thomas στην Αθήνα σχετικά με το Μνημόνιο στην Ελλάδα,το οποίο άρθρο ξεκινούσε παραθέτοντας το δράμα κάποιου Ανάργυρου Ντ.
Ο Ανάργυρος λοιπόν παρουσιαζόταν ως κάποιος που έχασε τα πάντα μέσα στην κρίση: την βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων του πατέρα του, το σπίτι, το αυτοκίνητο, το Rolex, την υπερηφάνεια του και την θέληση για ζωή.
Toυ Ηλία Καραβόλια
Εννοείται ότι το πρόσωπο ήταν αληθινό, εξ ίσου και το δράμα, οπότε ο σεβασμός επιβάλλεται. Το άρθρο άλλωστε παρέθετε και το δράμα ενός οικοδόμου,τον πανικό και την κατάθλιψη κάποιων άλλων εργαζομένων, μερικών ελεύθερων επαγγελματιών,καθώς και δηλώσεις του Στέφανου Μάνου.
Όμως, αναρωτιέμαι μέχρι σήμερα και θα ήθελα να πληροφορηθώ ως εξ ίσου χτυπημένος στην υπερηφάνεια μου και στα οικονομικά μου, πώς ο Ανάργυρος κατάφερε να χάσει την βιομηχανία που κληρονόμησε, και πιθανώς υπερχρέωσε ο ίδιος, διότι στο τέλος, κατά τα λεγόμενα του, του τα πήραν όλα οι τράπεζες.
Μερικές περιπτώσεις, όπως του Ανάργυρου μας δείχνουν ότι σε μια περίοδο εκκαθάρισης της οικονομίας (σε αυτή βρισκόμασταν το 2011 και δυστυχώς διαρκεί μέχρι σήμερα) πολλές ιστορικές επιχειρηματικές δράσεις φαίνονταν ξεκάθαρα ότι θα έπεφταν στην εξουσία των πιστωτών,δηλαδή στα πλοκάμια του τραπεζικού δανεισμού.
Η απορία μου είναι αν αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην κακή στρατηγική των επιχειρηματιών και των στελεχών τους ή εάν πραγματικά σταθήκανε άτυχοι και τους βρήκε η κρίση, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Φυσικά, η αλήθεια περιλαμβάνει έναν συνδυασμό των δυο αυτών περιπτώσεων.
Να πούμε όμως μια άλλη μεγάλη αλήθεια: κανένα καπιταλιστικό κόλπο, κανείς τραπεζίτης και κανένας υπουργός δεν ώθησαν τους τολμηρούς νεοέλληνες να απλώσουν τα πόδια τους έξω από το πάπλωμα.
Σε μια οικονομία που απλά ανακύκλωνε το χρήμα χωρίς να παράγει νέο πλούτο, όταν κάποιος επιχειρηματίας μεγεθύνει την εταιρεία του ώστε να ξεπεράσει τον ανταγωνισμό στον κλάδο του και δεν έχει φροντίσει να αναπτυχθεί εξωστρεφώς και να αναπτύξει καινοτομίες παραγωγής, τότε μάλλον το Rolex, το αυτοκίνητο και το σπίτι, υποθέτω ότι αποτέλεσαν αποκτήματα από πρόσκαιρα υπερκέρδη μόχλευσης του τζίρου του (επέκταση με δανεισμό δηλαδή) και όχι από βιώσιμη κερδοφορία λόγω ορθολογικής επανεπένδυσης των κερδών.
Σίγουρα ο Ανάργυρος έπεσε θύμα της βίαης εσωτερικής υποτίμησης και δεν πρόλαβε, το 2011, να θωρακιστεί με ρευστότητα( που να την βρεί άλλωστε) την ίδια ώρα που η ληστρική και υπέρμετρη φορολογία του έκαναν μεγαλύτερες τις ανελαστικές δαπάνες.
Δεν θα αναφερθώ σε προληπτικά μέτρα που δεν πήρε, σε προκυκλικές αρνητικές τάσεις που δεν είδε. Αυτά δεν τα είδε σχεδόν κανείς. Όπως κανείς επιχειρηματίας δεν είδε ότι ενεχυρίαζε, μια ζωή, μελλοντικά αβέβαια έσοδα των ιδεών που υλοποιούσε με δανεικό χρήμα.
Και ότι οι τράπεζες με την υπερ-πιστωτική ψευδό-τόνωση της ζήτησης έφτιαχναν την δεκαετία του 2000 αγορές φούσκες, με καταναλωτές που δεν ήξεραν το μείζον μυστικό μιας ισορροπημένης Οικονομίας: το value for money.
Θα ήθελα να μάθαινα από την New York Times αν την ενδιέφερε η κατάσταση του Ανάργυρου σήμερα. Αν τελικά έχασε την επιχείρηση του(σημ: αυτό έδειχνε το ρεπορτάζ τότε, Μάιο 2011) και αν τώρα που ξεκινούν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί θα χάσει κάποιο ακίνητο ή και το ίδιο του το σπίτι.
Θα ήθελα να πληροφορηθώ αν και πώς ρυθμίστηκαν ή εξαγοράστηκαν τα δάνεια του και πόσες έγιναν οι οφειλές του στο Δημόσιο. Αν μπήκε σε διαδικασία πτώχευσης, σε καθεστώς προστασίας ή αν σήμερα, 6 χρόνια μετά, τρέχουν ακόμη οφειλές και ίσως μπορεί να μπεί στον εξωδικαστικό διακανονισμό(που υποτίθεται ότι θα εξυγιάνει την αγορά)
Πάνω απ όλα όμως θα με ενδιέφερε να μιλήσω μαζί του.Να καταλάβω αν αναγνώρισε τα λάθη του, αν ξέρει πού έφταιξε ο ίδιος και που του έφταιξαν οι κυβερνήσεις που χρεοκόπησαν την χώρα. Αν έχει καταλάβει πώς του πέρασαν την θηλειά στο λαιμό οι τράπεζες χωρίς να τον προστατέψουν και χωρίς φυσικά να προστατευτούν οι ίδιες.
Είναι λυπηρό να βλέπεις να χάνονται περιουσίες προερχόμενες μάλιστα από ιδρώτα προηγούμενων γενεών (άσχετα αν εκείνες οι γενιές δεν φορούσαν Rolex ή δεν είχαν σπίτια και αυτοκίνητα με δάνεια και leasing) .Είναι περισσότερο τραγικό να χάνονται δουλειές ετών και να καλπάζει η ανεργία, με τα ανθρώπινα δράματα να πολλαπλασιάζονται σε μια κοινωνία με υψηλό βιοτικό επίπεδο-όπως ήταν η ελληνική για τρείς δεκαετίες περίπου.
Σ αυτή όμως την χώρα, του υπερτροφικού και σπάταλου κράτους, αρκετοί σαν τον Ανάργυρο των New York Times ίσως να αναθεματίζουν σήμερα το σύστημα, το κράτος, την πατρίδα τους, ενώ οι ίδιοι μπορεί και να πορεύονταν στην αρχή της κρίσης με την φαντασιακή ελπίδα της διάσωσης τους από αυτήν ακριβώς την πατερναλιστική ιδιότητα του κρατικού χεριού: αυτό περίμεναν να ρυθμίσει τα κόκκινα δάνεια, αυτό περίμεναν να κουρέψει τα πρόστιμα και τους τόκους στα χρέη προς το Δημόσιο, αυτό περιμένουν μέχρι σήμερα ακόμη να φέρει επενδυτές, να μας βάλει στην ανάπτυξη.
Γι αυτό, μάλλον θα πρέπει να αναρωτηθώ λίγο περισσότερο για το ποιος ήταν άραγε ο Ανάργυρος των New York Times. Μήπως κάποιος που πήρε επιδοτήσεις και δεν τις αξιοποίησε (επειδή έχτισε στην Μύκονο μια βίλα) ή κάποιος που ήθελε να κατακτήσει την μικρή ελληνική αγορά και υπερχρεώθηκε; Μήπως κάποιος που πλήρωνε κανονικά τους φόρους, τις εισφορές και τα δάνεια του οπότε και γονάτισε μόλις ξεκίνησε η κρίση ή κάποιος που δεν πλήρωνε και μετέτρεψε τα κέρδη των καλών εποχών σε προσωπική περιουσία που τελικά υποθηκεύτηκε στα πλοκάμια των τραπεζών;
Ίσως ο συμπαθής συμπατριώτης τον οποίο μας παρουσίασαν τότε η New York Times να ήταν απλά ένας ‘τρελός’ που αγαπούσε την χώρα του και δεν ήθελε να βλέπει άνεργους τους υπαλλήλους του, ανθρώπους που δούλευαν και για τον πατέρα του.
Κάποιος που ξεπούλησε την ατομική του περιουσία για να ξεχρεώσει, τιμώντας έτσι τον ιδρώτα και το όνομα των γονιών του και παλεύοντας μέχρι τέλους για την επιβίωση του, έστω και με Rolex στο χέρι ή Porsche στο δρόμο (τα δικαιούται αν δεν έκλεψε κανέναν).
Γιατί ξέρετε, σ αυτό τον τόπο υπήρχαν και τέτοιου είδους ΄τρελοί΄ άνθρωποι που σήμερα καταστράφηκαν.
Άνθρωποι που δεν υπολόγισαν σωστά ότι την ίδια ώρα που δανειζόταν από τις τράπεζες, αυτές δάνειζαν αφειδώς το Δημόσιο αγοράζοντας κρατικά ομόλογα(για να συντηρούν οι κυβερνήσεις έναν κομματικό στρατό υπεράριθμων υπαλλήλων σε ΔΕΚΟ και δημόσια διοίκηση).
Άνθρωποι που επένδυσαν πολλά και έχασαν τα πάντα επειδή είχαν την ατυχία να κυνηγήσουν το όνειρο στον τόπο που λέγεται Ελλάδα…