Στο Eurogroup της 21.6.2018 οι υπουργοί οικονομικών κατέληξαν σε μια συμφωνία για το ελληνικό χρέος και την πορεία της χώρας στην μεταμνημονιακή εποχή.
Στις 22.6.2018 η κυβέρνηση οργάνωσε μια εκδήλωση στο Ζάππειο, στην οποία τόσο ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ όσο και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας και πρόεδρος των ΑΝΕΛ μίλησαν στους κυβερνητικούς βουλευτές σε πανηγυρικό κλίμα για την δρομολόγηση της μεταμνημονιακής πορείας.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Από τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και τις τοποθετήσεις τους γίνεται εμφανές το εύρος της πολιτικής διάστασης της κρίσης. Παράλληλα από τον τρόπο αντιμετώπισης των πολιτών στο επικοινωνιακό επίπεδο διαφαίνεται επίσης, ότι καλλιεργούνται αυταπάτες για τις δυνατότητες των κομμάτων να οδηγήσουν τη χώρα στην «ευημερία», χωρίς να γίνεται αναφορά στις κοινωνικές παθογένειες και την ανάγκη σκληρής σύγκρουσης με γενικευμένες συνήθειες σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, ώστε να καταστεί εφικτή η απαλλαγή της πραγματικότητας από αυτές.
Σίγουρα η κυβερνητική πλευρά προσπαθεί να στηρίξει την επικοινωνιακή διαχείριση της εξόδου από τα μνημόνια και της δύσκολης πορείας της ανάκαμψης σε σχέση με το θετικό αποτέλεσμα, στο οποίο στοχεύει ο κυβερνητικός σχεδιασμός, που έχει και την έγκριση των εταίρων. Σε αυτή την προσπάθεια διαπιστώνονται και ωραιοποιήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα.
Από την άλλη πλευρά τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως η Νέα Δημοκρατία, πλειοδοτούν σε επικοινωνιακές υπερβολές και αρνητικές κρίσεις σχετικά με την αξιοπιστία των λεγομένων από τον πρωθυπουργό και την ικανότητα της κυβέρνησης να οδηγήσει την χώρα στην ευημερία.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση της Νέας Δημοκρατίας μετά την εκδήλωση της κυβέρνησης. «Η φαιδρή εικόνα του κ. Τσίπρα με τη γραβάτα-δώρο του κ. Ζάεφ δεν επιτρέπει κανένα σχόλιο για τα ψέματα, που τη συνόδευσαν. Μέχρι εδώ, όμως. Οι Έλληνες δεν έχουν πάθει ανοσία στην ανοησία και προσβάλλονται, όταν στη θέση του πρωθυπουργού τους αντικρίζουν, δυστυχώς, έναν αδίστακτο υποκριτή, επικεφαλής ενός κυνικού θιάσου» (Καθημερινή online, 23.6.2018).
Το χαμηλό επίπεδο της «πολιτικής» αντιπαράθεσης, η οποία περιορίζεται κυρίως σε υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς να τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός, ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα διαπραγματευόταν καλύτερα, διότι διαθέτει ποιοτικά επαρκέστερο πολιτικό προσωπικό και «ολοκληρωμένο» σχεδιασμό για την μεταμνημονιακή εποχή, δείχνει την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να κινηθεί βασιζόμενο σε μια πολιτική λειτουργία, που στηρίζεται στην αντικειμενική παρουσίαση και διαχείριση της πραγματικότητας σε εθνικό επίπεδο, ενώ λαμβάνει υπόψη την ευρωπαϊκή διάσταση στην διακυβέρνηση της χώρας.
Από όλες τις πλευρές καλλιεργούνται αυταπάτες σε σχέση με το μέλλον και επιδιώκεται η δημιουργία εντυπώσεων, οι οποίες είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.
Ειδάλλως θα ήταν τουλάχιστον πιο προσεκτικοί και είτε δεν θα έλεγαν «θα σκίσω τα μνημόνια», είτε θα έκαναν ουσιαστική αυτοκριτική και θα κατέθεταν αξιόπιστες μακροπρόθεσμες προτάσεις, όσοι διαχειρίσθηκαν κυβερνητική εξουσία στο παρελθόν και οδήγησαν την χώρα στην κατάρρευση.
Η ήττα στις εκλογές δεν σημαίνει, ότι οπωσδήποτε οδηγεί ένα κόμμα στην κάλυψη των ανεπαρκειών του.
Με «λεκτικές τσαχπινιές» στο επικοινωνιακό επίπεδο δεν διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση της παρακμής, που κρατά την χώρα δέσμια των παθογενειών της και των αδιεξόδων λόγω της απουσίας μιας σύγχρονης πολιτικής πρότασης, η οποία θα οδηγήσει την ελληνική κοινωνία με ασφάλεια και σιγουριά στην πραγματοποίηση των απαραίτητων υπερβάσεων για να εκσυγχρονισθεί και να είναι βιώσιμη.
Η πλανητική πραγματικότητα καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια για μια θετική πορεία σε βάθος χρόνου. Η βιωσιμότητα της κοινωνίας προϋποθέτει ρεαλιστικό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Το πολιτικό σύστημα μέχρι τώρα δεν δείχνει να πληροί τα ποιοτικά κριτήρια για ανάλογη λειτουργία.
Αρκεί να αναφερθούν μερικά παραδείγματα για να φανούν οι ανεπάρκειες του. Με ιδεοληψίες και καλές προθέσεις δεν αναιρούνται τα προβλήματα.
Στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής εκείνοι, που έχουν ωφεληθεί, είναι οι βιομηχανικές χώρες σύμφωνα με έκθεση του γερμανικού Ιδρύματος Bertelsmann. Η Γερμανία είναι μεταξύ των 10 χωρών (θέση Νο 6), που αποκόμισαν μεγάλα κέρδη.
Γενικά η παγκοσμιοποίηση, με τα χαρακτηριστικά που έχει μέχρι τώρα, ανοίγει ακόμη περισσότερο την ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων. Επίσης και οι δυναμικά ανερχόμενες οικονομίες δεν μπορούν να μειώσουν αποφασιστικά την απόσταση από τις βιομηχανικές χώρες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα ποιό είναι το πλαίσιο των παραμέτρων, που εγγυώνται μια θετική πορεία για την οικονομία της χώρας, όταν μάλιστα μέχρι και τα μέσα περίπου του αιώνα, που διανύουμε, θα «αγκομαχά» προσπαθώντας να πετύχει συγκεκριμένο ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος θα της επιτρέπει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις, που προέκυψαν από τα λάθη του παρελθόντος;
Και δεν είναι μόνο αυτές οι δυσκολίες. Είναι σίγουρο, ότι η μαζική μετακίνηση πληθυσμών θα συνεχισθεί, διότι, δυστυχώς, όχι μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και η παγκόσμια κοινότητα αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα γενεσιουργά αίτια αυτού του φαινομένου, το οποίο σε βάθος χρόνου θα αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Σύμφωνα με την έρευνα World Atlas Desertification του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «πάνω από τα τρία τέταρτα (75%) του παγκόσμιου εδάφους έχουν υποβαθμισθεί λόγω ποικίλων ανθρωπογενών και περιβαλλοντικών πιέσεων και το ποσοστό αυτό μπορεί να ξεπεράσει το 90% έως το 2050, ενώ μέχρι τότε περίπου 700 εκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως από την Αφρική και την Ασία, θα αναγκασθούν να μετακινηθούν λόγω διαφόρων αιτιών, που συνδέονται με την υποβάθμιση του εδάφους και τους ανεπαρκείς πόρους για την επιβίωση τους.
Πως θα διαχειρισθεί η Ελλάδα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτό το τεράστιο πρόβλημα, όταν δεν είναι σε θέση όχι μόνο το ελληνικό αλλά και το ευρωπαϊκό και πλανητικό πολιτικό σύστημα να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μια αποτελεσματική πολιτική τόσο σε σχέση με την κλιματική αλλαγή όσο και σε σχέση με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών;
Δεν είναι όμως μόνο τα παγκοσμίων διαστάσεων προβλήματα, που λειτουργούν ανασταλτικά σε σχέση με την προσπάθεια για την έξοδο της χώρας από την πολυδιάστατη κρίση, που αντιμετωπίζει και η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος να σχεδιάσει ολοκληρωμένες μακροπρόθεσμες πολιτικές, οι οποίες μπορούν να ελέγχουν την δυναμική της εξέλιξης σε βάθος χρόνου.
Αρνητικά συμβάλλουν και οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες δυστυχώς έχουν μετατραπεί σε δομικά της στοιχεία, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ανάλογα τα διάφορα κοινωνικά συστήματα. Η διαφθορά έχει αποκτήσει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να θεωρείται αυτονόητο, ότι ο κάθε πολίτης νομιμοποιείται να δραστηριοποιείται αποδεχόμενος την ύπαρξη της ως βασικής παραμέτρου της προσωπικής του ανέλιξης ή ακόμη και επιβίωσης.
Τα παραδείγματα είναι πολλά, από την φοροδιαφυγή μέχρι την συντεχνιακή λογική, το «φακελάκι» και το πελατειακό σύστημα. Μια σύγχρονη κοινωνία όμως δεν μπορεί να κινηθεί θετικά και να ευημερήσει χωρίς κοινωνικές ανισότητες, αν δεν αξιοποιεί το διαθέσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο ανάλογα με τις δυνατότητες της επαγγελματικής του ειδίκευσης και την επίδοση του στους τομείς εφαρμογής της.
Στις σύγχρονες κοινωνίες της γνώσης και της επίδοσης η λογική του «κολλητού» ή του «δικού μας» δεν έχει θέση. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να ελπίζει, αν δεν απαλλαγεί από τις παθογένειες της.
Πολύ περισσότερο δεν θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την αναγκαία και μάλιστα άμεση επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος με την ανάδειξη νέων δυνάμεων, οι οποίες έχουν σύγχρονο τρόπο σκέψης και λειτουργίας (Χρίστος Αλεξόπουλος, «Το πολιτικό σύστημα στα όρια του;», Μεταρρύθμιση, 24.6.2018) και μπορούν να συγκρουσθούν αποφασιστικά με τις κοινωνικές παθογένειες.
Αυτό είναι εφικτό, εάν η πολιτική δεν εξαντλείται στην άσκηση κυβερνητικής ή κομματικής εξουσίας, ενώ ταυτοχρόνως δεν ταυτίζεται με την επικοινωνιακή διαχείριση της, αλλά πραγματώνει το κοινωνικό συμφέρον, στο οποίο εντάσσει και το ατομικό.
Βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι η διεύρυνση των ορίων της πολιτικής με την απόκτηση πλανητικών διαστάσεων ρυθμιστική λειτουργία, ώστε να ελέγχεται η παγκόσμια δυναμική των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων και κυρίως του οικονομικού και να αποκατασταθεί μια αειφορική σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Δεν είναι εύκολο, είναι όμως απαραίτητο σκαλοπάτι για την μετάβαση στην επόμενη φάση της ανθρώπινης διαδρομής στην ιστορία, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα τις πολυδιάστατες επιπτώσεις των λαθών του παρελθόντος (ήδη προαναφέρθηκαν ως παραδείγματα η κλιματική αλλαγή και η μαζική μετακίνηση πληθυσμών).