Η συστηματική προσέγγιση και ανάλυση της λειτουργίας των πολιτικών σχημάτων, τα οποία συνθέτουν το πολιτικό σύστημα και του τρόπου σκέψης και παραγωγής πολιτικής, που τα χαρακτηρίζει, οδηγούν από το ένα μέρος σε πολύ δυσάρεστες και επικίνδυνες διαπιστώσεις για την χώρα και από το άλλο στην συνειδητοποίηση της ανάγκης άμεσου και χωρίς καθυστερήσεις πολιτικού εκσυγχρονισμού.
Δυστυχώς δεν γίνεται αντιληπτή και πολύ περισσότερο δεν συνειδητοποιείται από το πολιτικό προσωπικό αυτή η κρίσιμη για την βιωσιμότητα του πολιτικού συστήματος κατάσταση σε μια περίοδο, που η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε πολυδιάστατη και βαθιά παρακμή. Το αποτέλεσμα είναι να προδιαγράφεται μια πολύ αμφιλεγόμενη, ως προς την κατάληξη της, πορεία προς το μέλλον.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου*
Τα διάφορα κοινωνικά συστήματα, από το οικονομικό μέχρι το πολιτισμικό, βυθίζονται όλο και περισσότερο στην παρακμή και τα κόμματα μαζί με το πολιτικό προσωπικό συνεχίζουν την ίδια πρακτική της στείρας αντιπαράθεσης σχετικά με την ικανότητα ή ανικανότητα τους να διαχειρίζονται κυβερνητική εξουσία και δεν αναρωτιούνται για τους λόγους αυτής της παρακμιακής πορείας της χώρας και την δική τους ευθύνη, ώστε να προχωρήσουν στις αναγκαίες ριζικές και βαθιές τομές και αλλαγές, που πρέπει να γίνουν στο εσωτερικό τους.
Η κατάσταση πλέον είναι οριακή και η ανάγκη πολιτικού εκσυγχρονισμού είναι άμεση. Αν το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να υπερβεί την στασιμότητα και τις παθογένειες, που το χαρακτηρίζουν, οι πολίτες τόσο ως ατομικά πολιτικά υποκείμενα όσο και ως συλλογικά στο πλαίσιο των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων θα πρέπει να ενεργοποιήσουν δημοκρατικές διαδικασίες αναζήτησης διεξόδων.
Δεν είναι εύκολο, διότι η παρακμή έχει «σφιχταγκαλιάσει» την πραγματικότητα. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η φοροδιαφυγή και η γενικότερη διαφθορά, που «δεσπόζει» στην καθημερινότητα. Δεν υπάρχουν όμως άλλα χρονικά περιθώρια.
Γι’ αυτό ο εκσυγχρονισμός μπορεί να αρχίσει από την πολιτική διαχείριση του χρόνου. Αντί να καλλιεργούν αυταπάτες σε σχέση με την «ευημερία», που θα φέρει η ανάληψη διαχείρισης της εξουσίας από αυτούς, καλό θα είναι να αποστασιοποιηθούν πλήρως από αυτή την λογική του γενικευτικού λόγου και της εξαγγελίας των «καλών τους προθέσεων» και να σχεδιάσουν μακροπρόθεσμα την πορεία της χώρας βασιζόμενοι σε πραγματικά δεδομένα, όχι μόνο για τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της χώρας αλλά και για τις συνθήκες, που επικρατούν σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.
Για να είναι εφικτός αυτός ο στόχος, πρέπει να προηγηθούν δομικές αλλαγές στα κόμματα και διαφορετικά κριτήρια στην επιλογή και πολιτική δραστηριοποίηση των πολιτικών, όταν αναλαμβάνουν διάφορες αρμοδιότητες. Δεν αρκεί πλέον η βούληση του ατόμου για επιτυχημένη διεκπεραίωση των διαφόρων αρμοδιοτήτων. Πρέπει να πληρούνται και άλλες προϋποθέσεις, οι οποίες έχουν σχέση με το επίπεδο των γνώσεων και την επάρκεια στην αξιοποίηση των αναγκαίων για τον μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό μεθοδολογικών εργαλείων.
Αυτό σημαίνει, ότι η αναγνωρισιμότητα στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για την ανάληψη πολιτικών ρόλων στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι, τα κόμματα να διαθέτουν στο εσωτερικό τους μηχανισμούς συνεχούς μελέτης και ανάλυσης της πραγματικότητας, διότι η δυναμική της εξέλιξης έχει πολύ μεγάλη ταχύτητα, με αποτέλεσμα τα δεδομένα να αλλάζουν συνεχώς και να επικρατεί μεγάλη ρευστότητα. Γι’ αυτό και ο πολιτικός σχεδιασμός πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες, που δημιουργούνται από τις εξελίξεις, ώστε να είναι ρεαλιστικός.
Παράλληλα είναι επιτακτική ανάγκη για την βιωσιμότητα των κοινωνιών η πρόσδωση νοήματος στην κοινωνική διάσταση της βίωσης της πραγματικότητας και όχι η αναγωγή του ατομικισμού σε βασική συνιστώσα της ανθρώπινης δραστηριοποίησης και η μετατροπή του ατόμου σε εργαλείο καταναλωτισμού και συστημικής λειτουργικότητας στο πλαίσιο του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης σε πλανητικό επίπεδο, το οποίο όμως σε σχέση με την πολιτική του διαχείριση έχει εθνικά όρια.
Εκείνο, που απουσιάζει από τις σύγχρονες κοινωνίες, είναι ένα σύστημα αξιών με σημείο αναφοράς τον άνθρωπο ως ολοκληρωμένη οντότητα και όχι τον επιμέρους καταναλωτικό του ρόλο στο πλαίσιο της οικονομίας.
Η κατάσταση σταδιακά γίνεται ακόμη πιο δύσκολη με την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης, από την παραγωγική διαδικασία μέχρι τον τομέα της υγείας, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ανθρώπινη παρουσία και να διαμορφώνονται αρνητικές συνθήκες για την κοινωνική συνοχή, διότι υπάρχουν επιπτώσεις στην απασχόληση των πολιτών και κατ’ επέκταση συρρικνώνεται η κοινωνική δικαιοσύνη.
Η πολιτική οφείλει σε κάθε χρονικό σημείο της ιστορικής πορείας του ανθρώπου να ισορροπεί την τεχνολογική εξέλιξη με την ανθρώπινη οντότητα, η οποία έχει ανάγκες και ελεύθερη βούληση.
Βέβαια σύμφωνα με τις ισχύουσες γεωπολιτικές ισορροπίες το πρόβλημα μπορεί να ελεγχθεί, αν μειωθεί ο παγκόσμιος πληθυσμός σε πολύ υψηλό ποσοστό (αλλοίμονο, αν αυτό συμβεί με την ανθρώπινη συμβολή, π.χ με περιφερειακές συγκρούσεις και άλλους τρόπους), οπότε θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την αναγκαία μετάβαση στην πλανητικών διαστάσεων διακυβέρνηση και την απομάκρυνση από την εθνικιστική λογική, αφού θα έχουν συρρικνωθεί οι πιο αδύναμες κρατικές οντότητες, ενώ παράλληλα θα διευρύνεται η επιρροή των ισχυρών γεωπολιτικά και οικονομικά χωρών.
Προς το παρόν τόσο οι κοινωνίες όσο και το πολιτικό σύστημα κινούνται και αναπαράγονται προσεγγίζοντας την πραγματικότητα με εθνική λογική. Σε βάθος χρόνου όμως τα δεδομένα θα αλλάξουν. Τα προβλήματα πλέον αποκτούν παγκόσμιες διαστάσεις (π.χ. κλιματική αλλαγή, μαζική μετακίνηση πληθυσμών), ενώ παράλληλα η αλληλεξάρτηση των κοινωνιών συνεχώς μεγαλώνει, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η πλανητικών διαστάσεων πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας.
Ειδάλλως οι εξελίξεις δεν θα είναι θετικές, ενώ θα αυξάνεται ο βαθμός διακινδύνευσης. Και αυτό δεν φαίνεται να συνειδητοποιείται επαρκώς από τις πολιτικές ηγεσίες σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της δυναμικής της εξέλιξης, που δρομολογείται από την στάση της παγκόσμιας κοινότητας.
Είναι επίσης λυπηρό να διαπιστώνεται, ότι η πολιτική (όπως υλοποιείται από το πολιτικό σύστημα) αδυνατεί να ισορροπεί θετικά την δυναμική της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών με τις ανθρώπινες ανάγκες.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τόσο ο τρόπος αξιοποίησης της ψηφιακής τεχνολογίας όσο και η στάση απέναντι στις επιστημονικές διαπιστώσεις και προειδοποιήσεις για τις κλιματικές επιπτώσεις από την ρύπανση του περιβάλλοντος και ιδιαιτέρως την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποτελεί τον «αδιάψευστο μάρτυρα» με την θετική στάση του σε σχέση με την αξιοποίηση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας, αν και η χώρα διαθέτει υψηλό ηλιακό και αιολικό δυναμικό και άλλες μορφές Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών της.
Τέλος έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατικής λειτουργίας με την διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την ευδοκίμηση του διαλόγου και την αξιοποίηση όλων των προτάσεων, που κατατίθενται από τα κόμματα και γίνονται αντικείμενο συζήτησης και αντικειμενικής προσέγγισης και κριτικής, ώστε να διευκολύνονται οι συναινέσεις και να εκφράζεται η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο της διακυβέρνησης.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα πρέπει άμεσα να μάθει να διαλέγεται και να συναινεί, αν θέλει να μετακινηθεί από την λογική της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας και να κυβερνά πράγματι με την στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Γι’ αυτό επιβάλλεται να παγιωθεί η απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα.
Το επιχείρημα της «κυβερνησιμότητας» της χώρας κατατίθεται για να καλύπτεται η ανικανότητα του να διαλέγεται και να συναινεί. Επιτέλους είναι ώριμες οι συνθήκες για να κυβερνά σεβόμενο την κοινωνική πλειοψηφία.
Η πολιτική δεν είναι η διαχείριση εξουσίας, αλλά η διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την πραγμάτωση της ανθρώπινης οντότητας και την βιωσιμότητα του πλανήτη σε συνθήκες, που προσδίδουν νόημα στην ανθρώπινη ζωή.
Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η πολιτική να ασκείται ως δυναμικό μέγεθος, το οποίο είναι σε θέση όχι να ακολουθεί, αλλά να προηγείται των εξελίξεων σχεδιάζοντας μακροπρόθεσμα την πορεία προς το μέλλον.
Αυτό αποτελεί την αφετηρία για τον διαρκή πολιτικό εκσυγχρονισμό.