Η συστηματική παρατήρηση και ανάλυση της συμβολής της πολιτικής στην διαμόρφωση της πραγματικότητας προκαλεί έντονο προβληματισμό για την πορεία προς το μέλλον και την βιωσιμότητα των κοινωνιών και ιδιαιτέρως αυτών, που αντιμετωπίζουν πολυδιάστατη κρίση, όπως είναι η Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ακολουθούμενη πολιτική από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Ενώ βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η αλληλεγγύη και ο ευρωπαϊκός σχεδιασμός πολιτικών στους διάφορους τομείς, οι κυβερνήσεις λειτουργούν και αποφασίζουν με κριτήρια «εθνικού συμφέροντος», το οποίο μεταφράζεται σε πολιτικό (κυρίως με την έννοια της διεύρυνσης της επιρροής στο εκλογικό σώμα) και οικονομικό συμφέρον.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Το πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο η επιλογή της γερμανίδας καγκελαρίου Angela Merkel να αποδεχθεί την δημιουργία κέντρων σύντομης παραμονής των προσφύγων στα σύνορα της Γερμανίας και την επιστροφή τους στην χώρα εισόδου στην Ε.Ε., αν και ισχυριζόταν, ότι θα προωθήσει ευρωπαϊκή λύση.
Δεν τολμά η γερμανική κυβέρνηση να υπερβεί τον πολιτικό μικρόκοσμο του εθνικού κράτους και συμφέροντος και να κινηθεί με ευρωπαϊκή λογική, συμπορευόμενη με την συνεχώς αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των κοινωνιών σε όλους τους τομείς, από τον οικονομικό και τον πολιτικό μέχρι τον πολιτισμικό και την πλανητικών διαστάσεων αναγκαιότητα αντιμετώπισης των ανάλογου εύρους προβλημάτων (π.χ. μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας κ.λ.π.). Και αυτό συμβαίνει, αν και η Γερμανία στηρίζεται οικονομικά στις εξαγωγές.
Στην Ελλάδα η κατάσταση έχει χαρακτηριστικά ιλαροτραγωδίας. Η πρόσφατη εκτός ημερησίας διάταξης συζήτηση στην Βουλή για την οικονομία, υποτίθεται, μετά από αίτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πολύ αντιπροσωπευτική της ποιότητας του πολιτικού συστήματος και των ορίων του δικού του μικρόκοσμου, δηλαδή της φυγής από την πραγματικότητα και την αναζήτηση και εφαρμογή βιώσιμων τρόπων σφαιρικής αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Αν στη Γερμανία ή και σε άλλες χώρες, όπως στην Αυστρία και στην Ιταλία, ο πολιτικός μικρόκοσμος οριοθετείται από τον εθνικισμό και την αδυναμία διαχείρισης παγκόσμιας εμβέλειας προβλημάτων, στην Ελλάδα τα όρια του εξαντλούνται σε μεγάλο βαθμό στην πολύ χαμηλού επιπέδου αντιπαράθεση με χυδαιολογίες και στόχο την ισοπέδωση σε επικοινωνιακό επίπεδο των ικανοτήτων και της αξιοπιστίας του αντιπάλου.
Πώς να κάνουν διάλογο οι «εκπρόσωποι του λαού» για το θέμα της εκτός ημερησίας διάταξης συζήτησης στη Βουλή (5.7.2018), αφού το τμήμα του πολιτικού συστήματος, που διαχειρίσθηκε κυβερνητική εξουσία μέχρι τώρα (το ίδιο ισχύει και για το υπόλοιπο,διότι δεν κατέθεσε ολοκληρωμένες προτάσεις), δεν συνέβαλε στην οικοδόμηση υγιούς παραγωγικής οικονομίας, αλλά δημιούργησε ένα κρατικοδίαιτο οικονομικό μόρφωμα και μια δημόσια διοίκηση, όχι για να υπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον αλλά το κομματικό και αυτό της οικονομικής ελίτ, που νέμεται τον παραγόμενο πλούτο.
Ταυτοχρόνως δεν συνέβαλε στην ανάπτυξη κοινωνικής δυναμικής αντίστοιχης των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Γι’ αυτό κυριαρχεί η αργή διαχείριση του χρόνου, ο οποίος θα γίνεται όλο και πιο πλούσιος σε προϋποθέσεις, όσο προχωρούμε προς το μέλλον λόγω της παγκοσμιοποίησης και της συνεχούς παραγωγής γνώσεων και δεδομένων από την επιστήμη και τις τεχνολογικές της εφαρμογές.
Με αυτή την λογική όμως δεν πρόκειται να απαλλαγεί εύκολα ο τόπος από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες του δημόσιου τομέα και τις επιπτώσεις τους σε όλα τα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, ασφαλιστικό κ.λ.π.).
Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα και κυρίως τα κόμματα εξουσίας δέσμια του πολιτικού μικρόκοσμου του κυβερνητισμού έχουν φτάσει στο σημείο να ταυτίζουν την δημοκρατία με τυπική διαδικασία επιλογής διαχειριστών κυβερνητικής εξουσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική δεν παίρνει την μορφή σχεδιασμού μετρήσιμων μεγεθών για την πορεία προς το μέλλον, αλλά εξαντλείται σε ιδεοληπτικές ερμηνείες και στοχεύσεις για τα επιμέρους πεδία ανάπτυξης κοινωνικής δραστηριότητας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μεταξύ τους αλληλεξαρτήσεις.
Γι’ αυτό είναι ερμηνεύσιμη η ανυπαρξία κοινωνικής συνείδησης και ανάλογης λειτουργίας της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου και του πολίτη ως ατομικού.
Βασική επιδίωξη των κομμάτων δεν είναι η συμβολή στην διαμόρφωση πολιτικής στάσης με εργαλείο την ορθολογική προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας, αλλά η άσκηση επιρροής με στοιχεία χειραγώγησης.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επικοινωνιακή διαχείριση της συμφωνίας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από μια σειρά κομμάτων, τα οποία στοχεύουν στην αποκόμιση κομματικού οφέλους με τον εθνικιστικό παροξυσμό.
Και ενώ οι κραυγές «αγωνίας για την πορεία του έθνους» ακούγονται από ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού συστήματος, ουδείς καταθέτει μια τεκμηριωμένη πρόταση για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, που απειλεί την βιωσιμότητα της κοινωνίας. Το 2080 ο πληθυσμός της Ελλάδας σύμφωνα με την Eurostat δεν θα υπερβαίνει τα 7,2 εκατ. ανθρώπους και η χώρα θα αποτελεί το μικρότερο και επισφαλέστερο τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκφράζονται δε φόβοι για μη αναστρέψιμη πραγματικότητα.
Με αυτά τα δεδομένα είναι αυταπάτη η απόκτηση συλλογικής, ατομικής και κατ’ επέκταση ευρωπαϊκής συνείδησης και η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος με εταίρους το σύνολο των κρατών της γηραιάς ηπείρου και ιδιαιτέρως των Βαλκανίων. Τελικά ο πολιτικός μικρόκοσμος, στον οποίο κινούνται τόσο τα κόμματα όσο και το πολιτικό προσωπικό υποσκάπτουν την προοπτική και την βιωσιμότητα της κοινωνίας.
Η ακολουθούμενη πρακτική του πολιτικού μικρόκοσμου οδηγεί στην αποσπασματική προσέγγιση και σχεδίαση της πραγματικότητας, ενώ παράλληλα δεν εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Ταυτοχρόνως δεν υπερβαίνει τα εθνικά όρια, ούτε στηρίζεται στην γενικότερη πλανητική δυναμική.
Σε χώρες, όπως η Ελλάδα, το αποτέλεσμα είναι η επικοινωνιακή διαχείριση της πραγματικότητας στα στενά όρια της πολιτικής επικαιρότητας και η στήριξη της στην ενεργοποίηση του συναισθήματος και όχι του ορθολογισμού για την διαμόρφωση πολιτικής στάσης στο επίπεδο των πολιτών.
Με αυτό τον τρόπο όμως έχουμε το εξής παράδοξο. Ενώ η πολυπλοκότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης και με μεγάλη ταχύτητα μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας απαιτεί την αξιοποίηση του ορθολογισμού για την κατανόηση της, η πολιτική επικοινωνία βασίζεται στην ενεργοποίηση του συναισθήματος και του θυμικού, με αποτέλεσμα η κοινωνία να «άγεται και να φέρεται» χωρίς να συνειδητοποιεί τις επιπτώσεις των πολιτικών της επιλογών.
Ειδάλλως η προαναφερθείσα πολιτική της Γερμανίας σε σχέση με τους πρόσφυγες ή η ακολουθούμενη πολιτική του εθνικιστικού λαϊκισμού από πολλά ελληνικά κόμματα στην αντιμετώπιση της συμφωνίας Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας θα έπρεπε να αξιολογούνται όπως η εσωστρεφής και εθνικιστική με μορφή προστατευτισμού πολιτική του Donald Trump στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Στο πλαίσιο της μεγάλης αλληλεξάρτησης των κοινωνιών σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα και των επιπτώσεων των πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων (π.χ. κλιματική αλλαγή, μαζική μετακίνηση πληθυσμών κ.λ.π.) η αδυναμία υπέρβασης του εθνικισμού τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο δυσχεραίνει τον σχεδιασμό βιώσιμων πολιτικών και την αναγκαία διαπολιτισμική όσμωση των κοινωνιών, ώστε να καταστεί εφικτή η απαραίτητη πλέον υπερεθνικών διαστάσεων διακυβέρνηση.
Οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αφετηρία τις προσφυγικές ροές και την δυναμική, που θα αναπτυχθεί πιο έντονα λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (ξηρασίες, μείωση καλλιεργήσιμων επιφανειών σε διάφορα σημεία του πλανήτη, ακραία καιρικά φαινόμενα, αυξανόμενες κοινωνικές αναταράξεις τόσο στον πλούσιο Βορρά όσο και στον φτωχό Νότο λόγω της μετακίνησης πληθυσμών κ.λ.π.) πιστοποιούν με έντονο τρόπο, ότι η λογική του πολιτικού μικρόκοσμου, με την έννοια της φυγής από την σύνθετη και ταχύτατα μετασχηματιζόμενη πραγματικότητα και την αναζήτηση βιώσιμων λύσεων για την σφαιρική αντιμετώπιση των προβλημάτων και την κάλυψη των βασικών αναγκών της ανθρώπινης οντότητας, είναι πολύ επικίνδυνη.