Όταν το συνολικό περιβάλλον αλλάζει σε παγκόσμιο επίπεδο, η πολιτική της αυτοθυματοποίησης οδηγεί στην αδράνεια και τελικά στην κατάρρευση...
Του Τάσου Γιαννίτση
Πρώην υπουργός
Εθνικιστές, κωμικοί, Brexit, τραμπίστες, παραμυθάδες, ακροδεξιοί, έντονες κοινωνικές αμφισβητήσεις στις κοινωνίες της κορυφής της παγκόσμιας πυραμίδας της ευημερίας. Κάτι αλλάζει, είτε σε ποσότητα είτε σε ποιότητα. Γίνεται ορατή μία νέα τάξη πραγμάτων, που αποσταθεροποιεί όλο και περισσότερο θεσμούς, πολιτικό σύστημα, οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες. Το έργο έχει ξαναπαιχτεί.
Ερμηνείες σε διάφορους επιλεκτικούς συνδυασμούς δεν αρκούν. Το ζητούμενο είναι «συστημικές απαντήσεις». Τα αίτια είναι υπαρκτά και περισσότερα. Θα επικεντρωθώ σε τέσσερα, που αλληλοσυνδέονται.
Στην «παλαιά Δύση» έχουμε δύο κεντρικά ρήγματα στην γραμμικότητα της αναπτυξιακής δυναμικής, την οποία οι κοινωνίες αυτές είχαν θεωρήσει ότι θα απολάμβαναν δικαιωματικά και αέναα. Το πρώτο έρχεται «απ’ έξω» και δείχνει ότι τα «κακομαθημένα παιδιά» καλούνται να αποδεχθούν μία νέα τάξη πραγμάτων και να καταλάβουν ότι δεν ζουν πια μόνοι στον κόσμο.
«Οι άλλοι» αποκτούν πλέον υπόσταση και ικανότητες ανοδικής εξέλιξης. Το δεύτερο ρήγμα έρχεται «από μέσα» και δείχνει ότι βασικά εργαλεία της ανάπτυξης που στήριξαν για τέσσερις δεκαετίες την πορεία των κοινωνιών αυτών χάνουν την δυναμική τους και, επιπλέον, οδηγούν σε στάσιμα εισοδήματα και αύξηση των ανισοτήτων, με σοβαρές κοινωνικές, μακροοικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις.
Η πρώτη μεγάλη, εξωγενής και μη αναστρέψιμη μεταβολή αφορά την ανακατανομή στην παγκόσμια παραγωγή πλούτου και διανομή εισοδήματος. Ξεκίνησε την δεκαετία του 1970 και οδήγησε στην τελευταία δεκαετία σε μία νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική ευημερίας και δύναμης. Πολύ απλά, το παγκόσμιο εισόδημα και η δύναμη διανέμονται πλέον διαφορετικά. Αναδεικνύονται νέοι, υπολογίσιμοι ανταγωνιστικοί πόλοι, σημειώνεται γεωγραφική μετατόπιση παραγωγής έντασης ανειδίκευτης εργασίας, αν και οι ανερχόμενοι πόλοι δύναμης διεύρυναν ήδη σημαντικά τις ικανότητές τους και σε τομείς μεσαίας ή μεσαίας προς υψηλή τεχνολογία.
Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των ανερχόμενων χωρών «χαμηλού και μέσου εισοδήματος» στο παγκόσμιο ΑΕΠ έφθασε το 2015 στο 53%, έναντι 38% το 1990. Ειδικά η Κίνα και η Ινδία αύξησαν το βάρος τους από 6,8% σε 24,3% αντίστοιχα. Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και ΗΠΑ είδαν το μερίδιό τους να μειώνεται από το 45% στο 32% την ίδια περίοδο.
Η ανατροπή αυτή συνοδεύτηκε από μία δεύτερη: ΕΕ και ΗΠΑ, πέρα από την αποδυνάμωση της σχετικής θέσης τους στο διεθνές σύστημα, πέρασαν επιπλέον σε συνθήκες πολύ χαμηλής μεγέθυνσης του μέσου εισοδήματος σε σχέση με το ιστορικό τους παρελθόν. Στην διάρκεια μιας δεκαπενταετίας (2000-2015) το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε συνολικά μόλις κατά 6,7% στις ΗΠΑ και κατά 4,4% στην ΕΕ. Η αντίστοιχη αύξηση την προηγούμενη δεκαπενταετία (1985-2000) ήταν 42%-43% και στις δύο.
Τρίτη ανατροπή ήταν η επιδείνωση της ανισότητας σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες και ιδίως στις ΗΠΑ. Ένα από τα βασικά αίτια ήταν η εκρηκτική εξάπλωση της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης, η οποία επέτρεψε σημαντικά κέρδη και εξαιρετικά υψηλές αμοιβές για τα στελέχη και τους παίκτες που συμμετείχαν.
Όμως, τα κέρδη και οι αμοιβές από αυτή την μορφή ανάπτυξης παρέμειναν ασύμμετρα, συγκεντρωμένα στους ευνοημένους πόλους του ανεπτυγμένου κόσμου (Λονδίνο, Νέα Υόρκη κ.α.). Συνεπώς, ακόμα και η περιορισμένη οικονομική βελτίωση, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, άφησε απ’ έξω σημαντικά τμήματα της κοινωνίας και, παρά την αύξηση του ΑΕΠ, οδήγησε στην αύξηση της ανισότητας.
Τέταρτος κρίσιμος παράγοντας ήταν η αποδυνάμωση της τεχνολογικής αλλαγής ως μοχλού υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες η ανάπτυξη συνδέθηκε από τις αρχές του 1970 με μία συστηματική προώθηση της τεχνολογικής αλλαγής, της γνώσης, των επενδύσεων σε νέους κλάδους. Τεχνολογική πρόοδος και καινοτομία θα διασφάλιζαν υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης και την διατήρηση της σχετικής υπεροχής των χωρών αυτών.
Σήμερα διαπιστώνεται ότι η στρατηγική αυτή είναι μεν σημαντικό εργαλείο, όμως αντιμετωπίζει όρια που διαψεύδουν τις ως τώρα προσδοκίες. Ένα κεντρικό ερώτημα που πλανάται σήμερα είναι γιατί, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, η παραγωγικότητα εξελίσσεται τόσο αργά ή σημειώνει και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής. Είναι σαφές ότι η μεγέθυνση πρέπει να βρει νέα στηρίγματα και η αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών –αν υπάρχουν– έχει πλέον επιτακτικό χαρακτήρα.
Συνολικά, από περισσότερες αφετηρίες οδηγούμαστε στο ίδιο αποτέλεσμα: χαμηλή ανάπτυξη, στασιμότητα εισοδημάτων και βιοτικού επιπέδου σε συνδυασμό με ισχυρότερες ανισότητες, συμπιεσμένες κρατικές δυνατότητες για παροχές και κοινωνική δυσαρέσκεια ενός σημαντικού τμήματος των κοινωνιών, το οποίο αν και εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας, βλέπει να χάνονται οι παλαιές καλές ανοδικές εποχές.
Η ιστορική μετάβαση πολλών χωρών από συνθήκες στασιμότητας ή εξαθλίωσης σε τροχιά ανάπτυξης είναι μη αναστρέψιμη. Μορφές επιλεκτικής προστασίας απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό μπορεί να δημιουργήσουν παραπλανητικές εντυπώσεις στην εύπιστη κοινή γνώμη, αλλά όχι να αλλάξουν την ιστορική αναστροφή που εξελίσσεται. Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο διάστημα οι ΗΠΑ θα βάλουν πιθανότατα σε κίνηση μία σκληρή πολιτική πολλαπλών πιέσεων απέναντι στην Κίνα, με στόχο την συστηματική δημιουργία σκληρών εμποδίων στην ανοδική της εξέλιξη και «για να πάρει πίσω τις θέσεις εργασίας και τον πλούτο που η Κίνα έκλεψε από τις ΗΠΑ».
Όσο η παγκοσμιοποίηση επαγγελλόταν ότι θα ευνοήσει όλους, πλούσιους και αδυνάμους, ήταν το Καλό. Όταν φάνηκε ότι πράγματι οδηγεί στο αποτέλεσμα αυτό, παίρνει στην οπτική των εμπνευστών της και των συνοδοιπόρων της την μορφή του Κακού που τούς απειλεί.
Η πρώτη ανατροπή είναι ένα «δεδομένο». Αντίθετα, οι λοιπές τρεις δεν είναι. Για να αντιμετωπιστούν, όμως, οι πιέσεις αυτές, πρέπει να απαντηθούν θεμελιώδη ερωτήματα, όπως πώς ενισχύεται η παραγωγική βάση των χωρών που συμπιέζονται, πώς επιτυγχάνεται ανάπτυξη κάτω από νέες συνθήκες, πώς διασφαλίζονται η απασχόληση και το επίπεδο ευημερίας και πώς θα διανέμεται διαφορετικά το όφελος από την ισχνή αύξηση του ΑΕΠ ή το κόστος από μία συρρίκνωσή του.
Για τις πιο αδύναμες κοινωνίες, που απέτυχαν να διατηρήσουν την θέση τους ακόμα και στην προηγούμενη «τάξη πραγμάτων», το πρόβλημα είναι εκρηκτικό. Ο τρόπος για να μην πέσουν χαμηλότερα είναι να κατανοήσουν τις αδυναμίες, τα λάθη και τα αίτια που τις οδηγούν προς τα κάτω και να επιλέξουν τί θέλουν. Διαφορετικά, η πραγματικότητα θα τις οδηγεί σε συνεχή συμπίεση μισθών, κερδών, ΑΕΠ και μεριδίου του κράτους (φόροι).
Γενικότερα, η θέση κάθε κοινωνίας στο νέο σκηνικό εξαρτάται από την αντίληψη που έχει για τον κόσμο γύρω της, την συλλογική ευφυΐα και τον τρόπο λειτουργίας της σε ένα περιβάλλον που αλλάζει διαρκώς, την υπέρβαση εμπεδωμένων συμφερόντων και την ικανότητα επινόησης νέων στρατηγικών μετεξέλιξής της κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες.
Η στρατηγική της αυτοθυματοποίησης δεν οδηγεί πουθενά.
«Η πεποίθηση μιας κοινωνίας ότι δεν εξουσιάζει το μέλλον της και ότι είναι θύμα των καιρών είναι ο θεμέλιος λίθος για να παραμείνει θύμα».