Tο να καταλήγει το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από δημιουργίας ελληνικού κράτους στις «αποχρώσες ενδείξεις» κάποιων εικονικών τιμολογίων δείχνει πολλά για το πού μπορεί να καταλήξει μια πολιτικά στοχευμένη διερεύνηση ποινικών υποθέσεων.
Και το να γίνεται φύλλο και φτερό μια ακόμη κατάθεση μάρτυρα που βρέθηκε στο παρά πέντε για να αντικαταστήσει τους άλλους που έφυγαν νωρίς, δείχνει απελπισία.
Δείχνει ότι μπορεί να φτάσει στην πλήρη εργαλειοποίηση της ποινικής διερεύνησης, στην μετατροπή της αναζήτησης υπευθύνων σε αναζήτηση πολιτικών που θα μπουν στο στόχαστρο, στη διαμόρφωση ενός γενικευμένου κλίματος απαξίωσης των πολιτικών ως εκ προοιμίου υπόπτων για διαφθορά.
Ήδη από πριν την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία είχε γίνει σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει πολύ στη λογική της «κάθαρσης» και στην ανάγκη να «καθίσουν στο σκαμνί οι υπεύθυνοι».
Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ιδίως μετά την τραυματική εμπειρία των μνημονίων επιζητούσε να δει κάποιους να τιμωρούνται, κάποιους να έχουν πολιτικό κόστος.
Αυτό συνδυάστηκε με μια γενικότερη δυσπιστία απέναντι στην επίσημη πολιτική που παίρνει και τη μορφή της εκτεταμένης πεποίθησης ότι οι πολιτικοί είναι ούτως ή άλλως διεφθαρμένοι και καθοδηγούμενοι από οικονομικά συμφέροντα.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να εκπροσωπήσει αυτό το αίτημα, ενώ σύντομα κατάλαβε ότι μπορούσε να είναι και ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη διαμόρφωση πολιτικών συσχετισμών.
«Μνημόνια δεν θα καταργήσουμε, αλλά θα στείλουμε μερικούς στη φυλακή»
Πριν από μερικούς μήνες είχε υπάρξει μεγάλος θόρυβος για μια ομιλία του Παύλου Πολάκη όπου σε ένα κομματικό ακροατήριο εξηγούσε την τακτική για να κερδίσει το κυβερνών κόμμα τις εκλογές, μέσα από ένα συνδυασμό ανάμεσα σε κάποιες μικρές παροχές και την προσπάθεια «να πάνε μερικοί στη φυλακή».
Στην πραγματικότητα όταν το καλοκαίρι του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να προσφέρει σπουδαία μέτρα «κοινωνικού προφίλ» εφόσον τα επόμενα χρόνια αναγκαστικά θα εφάρμοζε τα μνημόνια, τότε το ζήτημα των «ποινικών υποθέσεων» απέκτησε πολύ μεγαλύτερη σημασία.
H διερεύνηση των... «σκανδάλων» αναδείχτηκε σε μια βασική πολιτική αιχμή. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να πάει στις εκλογές προβάλλοντας ως έργο ότι τόλμησε και πήγε σκάνδαλα στη δικαιοσύνη.
Θεωρούσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να χτυπήσει τόσο τη ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ εφόσον στοχοποιώντας υπουργούς που παραμένουν ακόμη στελέχη πρώτης γραμμής μπορούσε να χτυπάει τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και διαρκώς να εγκαλεί τις ηγεσίες τους ότι στηρίζουν «υπόδικους».
Άλλωστε, με προεξάρχοντα τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη η κυβέρνηση είχε και ένα δικό της επικοινωνιακό μηχανισμό για την προβολή αυτών των υποθέσεων και την τόνωση της αυτοπεποίθησης του κομματικού ακροατηρίου.
Επιπλέον, ο υπερτονισμος των σκανδάλων των προηγούμενων κυβερνήσεων εξυπηρετούσε και μια άλλη σκοπιμότητα: συντηρούσε το αφήγημα περί του «ηθικού πλεονεκτήματος» της αριστεράς την ώρα που πλήθαιναν τα σημάδια «διαπλοκής» και από τη μεριά της «κυβέρνησης της αριστεράς».
Προφανώς και η υπόθεση έπρεπε να ερευνηθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ευθυνών πολιτικών προσώπων. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν όντως συγκάλυψη.
Μόνο διερεύνηση μιας υπόθεσης σημαίνει πραγματική αναζήτηση όλων των στοιχείων και των δεδομένων. Δεν σημαίνει πως όταν κάποιος λέει «ξέρω ότι δωροδοκήθηκε κάποιος» αυτό είναι και απόδειξη ότι όντως δωροδοκήθηκε.
Σε αυτό το φόντο γίνεται σαφές ότι σε μεγάλο βαθμό η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αντλήσει τη μέγιστη δυνατή πολιτική υπεραξία από την υπόθεση Novartis αποτυγχάνει.
Δεν βρέθηκαν στοιχεία, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο για αρκετά πολιτικά πρόσωπα, στη Βουλή έρχεται μόνο ένας φάκελος και αυτός με λιγοστά στοιχεία και η επιμονή στη διερεύνηση των υπολοίπων προσώπων πλέον έχει εμφανές πολιτικό πρόσημο.
Το «μεγαλύτερο σκάνδαλο» κινδυνεύει να αποδειχτεί μια μεγάλη αποτυχία πραγματικής διερεύνησης ενός πραγματικού ζητήματος και να μείνει στην ιστορία ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου η βιασύνη πολιτικής εκμετάλλευσης ενός υπαρκτού θέματος οδήγησε σε ένα πολιτικοδικαστικό φιάσκο.
Ο Αλέξης Τσίπρας επεδίωξε να πάει στις εκλογές εκπροσωπώντας το αίτημα της κάθαρσης και υποστηρίζοντας ότι τελικά συνέβαλε ώστε να «κάτσει στο σκαμνί» το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα.
Τελικά, έκανε το ακριβώς αντίθετο: έδειξε ότι ο ίδιος δεν είχε κανένα πρόβλημα να εργαλειοποιεί τη δικαιοσύνη στο ίδιο βαθμό με προηγούμενες κυβερνήσεις. Από το θα σας «ταράξουμε στη νομιμότητα» περάσαμε στο «θα χρησιμοποιήσουμε κάθε μέσο».