Σε μια περίοδο που η χώρα μας βιώνει μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση, μοναδική ελπίδα για την υποχώρηση της ύφεσης και την έξοδο από την κρίση αποτελεί η ενίσχυση του παραγωγικού μας δυναμικού με στοχευμένες ενέργειες, που να αξιοποιούν στο μέγιστο δυνατό τους πόρους και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τόπου μας.
Του Μιχάλη Καρχιμάκη*
Οι αναπτυξιακές πολιτικές του παρελθόντος, που στόχευαν στη μεγέθυνση της οικονομίας μέσα από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, που κατευθύνονταν κυρίως στην εγχώρια ζήτηση, δεν έχουν πλέον θέση στην Ελλάδα της κρίσης και της ανέχειας.
Η τραγική υποχώρηση της εγχώριας ζήτησης και η μειωμένη εξωστρέφεια οδήγησαν αναγκαστικά στο κλείσιμο πολλών και μικρών κυρίως επιχειρήσεων, που τροφοδοτούσαν αυτού του είδους του ζήτηση.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, έχουμε ανάγκη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που θα δίνει προτεραιότητα στις παραγωγικές επενδύσεις σε πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, που έχουν υποχωρήσει σημαντικά και που ως γνωστόν έχουν τεράστιες θετικές πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Έτσι τους πολύ λίγους οικονομικούς πόρους, που σήμερα διαθέτουμε, οφείλουμε να τους διαχειριστούμε με ιδιαίτερη περίσκεψη.
Τα ευρωπαϊκά προγράμματα και οι κρατικές ενισχύσεις οφείλουν να ενισχύουν επενδύσεις που κατευθύνονται στις παραγωγικές δραστηριότητες, αφού αυτές και ιδιαίτερα η βιομηχανία –βιοτεχνία έχουν υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο (μεγάλο ποσοστό παγίων) και επομένως έχουν ανάγκη περισσότερης στήριξης.
Οι πρακτικές του παρελθόντος, όπου ενισχύονταν γενναιόδωρα στον τομέα των υπηρεσιών «επιχειρήσεις ανάγκης» θνησιγενείς ή παρασιτικές, μόνο και μόνο για να απορροφηθούν ευρωπαϊκοί πόροι, δημιούργησαν έναν υπέρμετρο και ευάλωτο τομέα εμπορίας καταναλωτικών αγαθών, που πρώτος υπέστη τις συνέπειες της καταστροφικής κρίσης.
Βέβαια για την επενδυτική άπνοια των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας την μεγαλύτερη ευθύνη φέρει η πολιτική αβεβαιότητα, ο φόβος για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, η έλλειψη ρευστότητας και τα capital controls, οι καθυστερήσεις στη ρύθμιση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, η υψηλή φορολογία και πολύ λιγότερο ο σχεδιασμός και η υλοποίηση αναπτυξιακών έργων.
Όμως οφείλουμε να σχεδιάσουμε επιτέλους αυτό το νέο παραγωγικό μοντέλο που όλοι επικαλούνται ως αναγκαιότητα, χωρίς όμως να προτείνουν στόχους και διαδικασίες υλοποίησης του.
Το νέο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να εστιάσει το ενδιαφέρον του, μέσα από ένα πλέγμα κρατικών ενισχύσεων, στη στήριξη κλάδων και δραστηριοτήτων όπου η χώρα μας διαθέτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Παράλληλα θα πρέπει να θεσμοθετηθεί μια σειρά κριτηρίων επιλογής που να τεκμηριώνουν την βιωσιμότητα των ενισχυόμενων επιχειρήσεων και επί πλέον να αναληφθούν πρωτοβουλίες εκ μέρους του κράτους επενδυτικές και θεσμικές για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, εστιάζοντας στην αναβάθμιση βιομηχανικών υποδομών και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας όπου υπάρχει έντονο πρόβλημα.
Από πλευράς κλάδων προς ενίσχυση, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο κλάδος της μεταποίησης γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, ο κλάδος της παραγωγής τουριστικών ειδών και όχι μόνο υπηρεσιών, ο κλάδος της πληροφορικής και επικοινωνίας όπου υπάρχει υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό, ο κλάδος των μη μεταλλικών ορυκτών, η φαρμακοβιομηχανία, οι ενεργειακές επενδύσεις και η πράσινη ανάπτυξη.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούν επίσης να εξετάζονται, εάν υπάρχουν, προτάσεις βιώσιμες και σε άλλους κλάδους ιδιαίτερα αν αυτές συνδέονται με επιχειρήσεις που υποκαθιστούν εισαγωγές ή έχουν εξωστρεφή και καινοτόμο χαρακτήρα.
Επενδύσεις για τη δημιουργία νέων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων δεν θα πρέπει να αναμένουμε στη χώρα μας, λόγω του μικρού μεγέθους της εγχώριας αγοράς και της παγκοσμιοποίησης που μερικές δεκαετίες πριν, ήταν η βασική αιτία για την κατάρρευση πολλών από αυτές (λιπάσματα, χαλυβουργεία, κλωστοϋφαντουργεία κλπ )
Βασικά κριτήρια στην επιλογή των ενισχυόμενων προτάσεων πρέπει να είναι τα παρακάτω λίγα, απλά και απόλυτα μετρήσιμα κριτήρια.
1. Η εγχώρια προστιθέμενη αξία (Χαρακτηρίζει την ελληνικότητα του προϊόντος).
2. Η προστιθέμενη αξία στην παραγωγή (Διακρίνεται ο βιομηχανικός ή εμπορικός χαρακτήρας της επιχείρησης)
3. Η αυξημένη ίδια συμμετοχή (Συνδέεται απόλυτα με τη βιωσιμότητα της επένδυσης και την ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου)
4. Ο εξαγωγικός προσανατολισμός ( Συνδέεται με την διεθνή ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης και τη διεύρυνση της αγοραστικής βάσης).
5. Οι προβλεπόμενες θέσεις απασχόλησης.
Ίσως έτσι μπορέσουμε να επενδύσουμε σε πραγματικά βιώσιμες επιχειρήσεις και όχι στα πολλά αποτυχημένα επενδυτικά σχέδια του παρελθόντος.
Όμως σήμερα, με το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ) να μην μπορεί να ενισχύσει παραγωγικές επενδύσεις, με το νέο αναπτυξιακό νόμο να διαθέτει μόνο 480 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2016-2022, με ένα μεγάλο αριθμό υπερχρεωμένων επιχειρήσεων να αδυνατούν να αξιοποιήσουν αναπτυξιακά προγράμματα και με τα τεράστια προβλήματα που έχει σωρεύσει στην οικονομία η πολιτική των δύο τελευταίων ετών, που αναφέρθηκαν σε προηγούμενες παραγράφους, δεν διαφαίνεται καμία σοβαρή αναπτυξιακή προοπτική.
Αυτό που απαιτείται άμεσα τουλάχιστον να γίνει για να προχωρήσει η ανάπτυξη είναι ανάγκη να αναθεωρηθεί τόσο το ΕΣΠΑ όσο και το ΠΔΕ αυξάνοντας τα κονδύλια που προορίζονται για παραγωγικές επενδύσεις.
Το νέο παραγωγικό μοντέλο τέλος είναι ανάγκη να συμπληρωθεί με παρεμβάσεις βελτίωσης των βιομηχανικών υποδομών (οργανωμένα ΒΙΠΑ-ΒΙΟΠΑ για να διασφαλισθεί φθηνή πολεοδομημένη γη με ευνοϊκούς όρους δόμησης και ελάχιστες γραφειοκρατικές απαιτήσεις κατά την πρώτη εγκατάσταση των επιχειρήσεων.
*Πρώην Υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης
Στέλεχος Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών – Β΄ Περιφέρεια Αθήνας