Αντιμέτωποι με έναν ακόμη φόρο κινδυνεύουν να βρεθούν από την Πρωτοχρονιά οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Πρόκειται για τον φόρο υπεραξίας, η εφαρμογή του οποίου έχει ανασταλεί ήδη δύο φορές στο παρελθόν.
Ωστόσο, τρίτη αναστολή, όπως έχει έως τώρα η κατάσταση, δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Ο φόρος που βαρύνει τους πωλητές των ακινήτων (οι αγοραστές επιβαρύνονται με τον φόρο μεταβίβασης) ψηφίστηκε με τον νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος το 2013, αλλά ακόμη δεν εφαρμόστηκε. Κρίθηκε ότι θα προκαλούσε πολύ περισσότερα προβλήματα στις συναλλαγές των ακινήτων σε σχέση με τα φορολογικά έσοδα που θα έφερνε στο δημόσιο ταμείο. Και μάλιστα σε μια περίοδο που η κτηματαγορά βρισκόταν στη χειρότερη κατάσταση των τελευταίων πολλών δεκαετιών.
Η αναστολή της εφαρμογής του φόρου εκπνέει στο τέλος του έτους και το επιτελείο του υπουργείου Οικονομικών έχει υποβάλει στους θεσμούς αίτημα για νέα αναστολή της εφαρμογής του για ακόμη ένα έτος. Ωστόσο, το αίτημα δεν έχει γίνει αποδεκτό και ο κίνδυνος να εφαρμοστεί τελικά ο φόρος από το 2018 είναι υπαρκτός.
Πώς υπολογίζεται ο φόρος υπεραξίας:
-Με συντελεστή 15% στη θετική διαφορά που προκύπτει μεταξύ της τιμής στην οποία αποκτήθηκε ένα ακίνητο (αυτή που αναγράφεται στον σχετικό τίτλο κτήσης) και της τιμής στην οποία πουλήθηκε. Τον φόρο υπεραξίας επιβαρύνεται, σύμφωνα με τον σχετικό νόμο, ο πωλητής του ακινήτου ενώ ο αγοραστής επιβαρύνεται με τον φόρο μεταβίβασης ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή 3% επί της αναγραφόμενης αξίας στο συμβόλαιο, με ελάχιστη όμως βάση υπολογισμού την αντικειμενική.
-Αν ο πωλητής έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι το ποσό των 25.000 ευρώ.
-Στις περιπτώσεις ακινήτων τα οποία αποκτήθηκαν από τον πωλητή πριν από το 1995 προβλέπεται απαλλαγή από τον φόρο υπεραξίας.
-Η υπεραξία που θα προκύπτει από τους παραπάνω υπολογισμούς θα απομειώνεται ανάλογα με τα έτη που το μεταβιβαζόμενο ακίνητο βρίσκεται στην κατοχή του. Για παράδειγμα, για διακράτηση πάνω από ένα έτος προκύπτει απομείωση της υπεραξίας κατά 2% η οποία ανέρχεται σε έως 60% για τα ακίνητα που έχουν διακρατηθεί για περισσότερο από 26 έτη.
Παράδειγμα φόρου
Ιδιοκτήτης πουλά ακίνητο το οποίο απέκτησε το 2002 με τιμή 100.000 ευρώ. Προχωρά το 2018 στην πώληση του ακινήτου το 2018 με τιμή πώλησης 150.000 ευρώ. Θα επιβληθεί φόρος για την υπεραξία των 50.000 ευρώ. Επειδή όμως έχει διακρατήσει το ακίνητο για 16 έτη εφαρμόζεται συντελεστής απομείωσης υπεραξίας 0,748, δηλαδή προκύπτει υπεραξία 37.400 ευρώ. Παράλληλα, επειδή έχει διακρατήσει το ακίνητο για περισσότερα από 5 έτη υπεραξία έως 25.000 ευρώ είναι αφορολόγητη. Έτσι θα πληρώσει φόρο υπεραξίας 15% επί της υπεραξίας 12.400 ευρώ, δηλαδή θα πληρώσει 1.860 ευρώ.