Το γνωστό στερεότυπο για τους Γερμανούς είναι ότι τους αρέσει να διαμαρτύρονται, συνήθως με αυτάρεσκη αγανάκτηση και ανατριχιαστική ακαμψία. Λιγότερο γνωστό είναι το παρασκήνιο της κατάληξης. Έχοντας διαμαρτυρηθεί και συνειδητοποιώντας ότι η θέση τους είναι αβάσιμη, οι Γερμανοί διαθέτουν την εξαιρετική εμπειρία και ικανότητα να αλλάξουν το θέμα και να προχωρήσουν παρακάτω.
Στην εσωτερική του πολιτική αυτό συμβαίνει όλη την ώρα. Το περασμένο φθινόπωρο, οι Σοσιαλδημοκράτες, ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος της καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ, επέλεξαν τη νέα τους ηγεσία η οποία υποσχέθηκε, με μεγάλη δόση θεατρικότητας, ότι θα διαλύσουν τον συνασπισμό για θέματα αρχών. Μόλις συνειδητοποίησαν τις συνέπειες, απέρριψαν απλά την ιδέα και μίλησαν για άλλα πράγματα.
Με λίγη τύχη και προς ανακούφιση ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι παρόμοιο αναμένεται να συμβεί ξανά.
Τον περασμένο μήνα, το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας έριξε μια νομική «βόμβα» στη ζώνη του ευρώ. Οι δικαστές στην Καρλσρούη με την χαρακτηριστική κόκκινη αμφίεση, αποφάσισαν ότι μια ανώτερη αρχή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο, είχε αποκλίνει από τις αρμοδιότητές του, εγκρίνοντας το πρόγραμμα αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας . Η ΕΚΤ έχει χρησιμοποιήσει αυτό το μέσο ποσοτικής χαλάρωσης για να αγοράσει κρατικά ομόλογα ύψους 2,7 τρισ. ευρώ από το 2015.
Η απόφαση είχε εκρηκτικές συνέπειες. Κατ’ αρχάς σήμαινε ότι η Bundesbank, ο μεγαλύτερος μέτοχος της ΕΚΤ, θα απαγορευόταν να συμμετάσχει στο PSPP εάν η ΕΚΤ δεν μπορούσε να αποδείξει (στη γερμανική κυβέρνηση και το κοινοβούλιο) έως τις 5 Αυγούστου ότι το πρόγραμμα ήταν «αναλογικό» και είχε σταθμίσει ωφέλη και κόστος. Δεύτερον, έφερε την Ευρωπαϊκή Ένωση στο χείλος μιας συνταγματικής κρίσης, καθώς ένα εθνικό δικαστήριο είχε ανατρέψει το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ, προσκαλώντας δυνητικά δικαστές άλλων κρατών-μελών, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, να κάνουν το ίδιο.
Ενώ οι γερμανοί συντηρητικοί, οι οποίοι από καιρό «λοξοκοίταζαν» την χαλαρή πολιτική της ΕΚΤ, πανηγύριζαν, οι ακροδεξιοί προχώρησαν περαιτέρω. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfG), ένα ευρωσκεπτικιστικό κόμμα, προχώρησε στην μήνυση της γερμανικής κυβέρνησης και του κοινοβουλίου προκειμένου να μπλοκάρουν ένα ακόμη εργαλείο αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων έκτακτης ανάγκης για πανδημία (PEPP). Το πρόγραμμα εγκρίθηκε ως απάντηση στην πανδημία του Covid-19 και αναμένεται να φθάσει τα 1,35 τρισ. ευρώ μέχρι τον επόμενο Ιούνιο.
Μια καταστροφική αντιπαράθεση μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και του μεγαλύτερου κράτους μέλους της είχε ξεκινήσει. Αλλά τότε, όπως συμβαίνει τόσο συχνά στην Γερμανία εξαιτίας της συναινετικής της κουλτούρας, το σύστημα άρχισε να αντιδρά. Πρώτοι οι πολιτικοί. Έχοντας καταλάβει ότι το δικαστήριο της Καρλσρούη ουσιαστικά έθεσε όρια στη νομισματική πολιτική, η Μέρκελ έκανε μια εκπληκτική πολιτική στροφή 180 μοιρών και με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν, υποστήριξε ένα πρωτοφανές δημοσιονομικό σχέδιο για την ΕΕ.
Στη συνέχεια, ανέλαβαν δράση οι νομικοί και άλλοι ειδικοί. Σε μια αξιοσημείωτη συνεργασία, έξι γνωστοί Γερμανοί οικονομολόγοι δημοσίευσαν μια λεπτομερή αποδόμηση της απόφασης του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το επιχείρημά τους, οι δικαστές εναντιώνονταν στην μακροχρόνια γερμανική ομοφωνία, η οποία είχε αποτελέσει τη βάση προηγούμενων αποφάσεων του ίδιου του δικαστηρίου και των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Σε αυτήν την παράδοση, μια κεντρική τράπεζα πρέπει να είναι εντελώς ανεξάρτητη με μοναδικό στόχο της τη σταθερότητα των τιμών και όχι άλλους οικονομικούς στόχους. Πριν από την εισαγωγή του ευρώ, η γερμανική κεντρική τράπεζα (Bundesbank) δεν απέδειξε ποτέ στο κοινοβούλιο της Γερμανίας ότι είχε σταθμίσει τον χαμηλότερο πληθωρισμό έναντι, για παράδειγμα, της υψηλότερης ανεργίας. Γιατί η ΕΚΤ θα πρέπει να αρχίσει να εξισορροπεί τους διαφορετικούς στόχους τώρα;
Ακόμα και το συνταγματικό δικαστήριο, παρότι επιφυλακτικά, τείνει κλάδο ελαίας. Η Άστριντ Γουάλαμπενσταον, η οποία εκλέχθηκε μέλος του δικαστηρίου αυτήν την εβδομάδα, δήλωσε ότι, όπως στην «πραγματική ζωή», το σημαντικό πράγμα τώρα είναι «πώς συνεχίζουμε μετά από έναν καυγά», και ότι βοηθά το να πούμε απλά συγνώμη και να αφήσουμε το παρελθόν πίσω μας, έτσι ώστε όλοι οι εμπλεκόμενοι να ξεπεράσουν τα «τραύματά» τους.
Καθώς η συναίνεση θα σχηματοποιείται όλο και περισσότερο, το τέλος της ιστορίας θα μπορούσε να είναι απλώς διαδικαστικό. Ο Γιενς Βάϊντμαν, επικεφαλής της Bundesbank και ως εκ τούτου μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, προφανώς προσφέρθηκε εθελοντικά για τη θέση του αγγελιοφόρου. Όταν η ΕΚΤ δημοσιεύσει τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης αυτήν την εβδομάδα – συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που το συμβουλίο σταθμίζει την αναλογικότητα κατά την εφαρμογή του QE – θα τα διαβιβάσει στην αρμόδια επιτροπή της γερμανικής Βουλής (Bundestag), η οποία αναμφίβολα θα τα αξιολογήσει γρήγορα ως απολύτως πειστικά.
Και έτσι, η Βουλή θα μπορεί να διακόψει στο τέλος του μήνα τις εργασίες της για τις καλοκαιρινές διακοπές. Όταν επιστρέψει, όλο αυτό το χάος πιθανότατα θα διευθετηθεί «χωρίς δράμα», όπως υποσχέθηκε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας.
Μέχρι την στιγμή που η επόμενη ομάδα Γερμανών θα αρχίσει να παραπονιέται για κάτι άλλο.