Σε αντικατάσταση του ΕΝΦΙΑ με το Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) που θα επιβάλλεται στη συνολική ακίνητη περιουσία και με κλιμακωτούς συντελεστές προχωρά η κυβέρνηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το νέο σχέδιο που βρίσκεται σε φάση επεξεργασίας προβλέπει την κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου που επιβάλλεται σήμερα για περιουσίες αντικειμενικής αξίας άνω των 200.000 ευρώ και τη δημιουργία ενός ενιαίου φόρου ακινήτων.
Συγκεκριμένα, το σχέδιο για τον νέο φόρο στα ακίνητα που επεξεργάζονται στο υπουργείο Οικονομικών προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:
• Την κατάργηση των δύο φόρων του ΕΝΦΙΑ (κύριος και συμπληρωματικός) και καθιέρωση ένας φόρου που θα επιβάλλεται σε όλα τα ακίνητα εντός και εκτός σχεδίου.
• Την κατάργηση του φόρου ανά τετραγωνικό μέτρο. Ο φόρος θα υπολογίζεται με βάση το σύνολο της αξίας των ακινήτων κάθε φορολογούμενου.
• Ο υπολογισμός του φόρου για τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας θα γίνεται με βάση προοδευτική κλίμακα χωρίς αφορολόγητο όριο. Στις αρχικές σκέψεις του οικονομικού επιτελείου ήταν να καθιερωθεί ένα μικρό αφορολόγητο όριο της τάξης των 50.000 ευρώ που θα οδηγούσε σε φοροελάφρυνση των μικροϊδιοκτητών ακινήτων.
• – Η κλίμακα υπολογισμού του νέου φόρου θα έχει πολλούς συντελεστές και αντίστοιχα πολλά κλιμάκια αξίας περιουσίας. Ο πρώτος συντελεστής θα είναι χαμηλός και θα υπολογίζεται για τα πρώτα 30.000 ή 50.000 ευρώ αξίας ακίνητης περιουσίας. Οι συντελεστές θα αυξάνονται ανάλογα με το ύψος της ακίνητης περιουσίας.
Παράλληλα, στο τραπέζι του υπουργείου Οικονομικών βρίσκονται και μέτρα για τη διευκόλυνση των φορολογουμένων στην καταβολή του υγιστάμενου ΕΝΦΙΑ, ιδιαίτερα για όσους είναι κάτοχοι μεγάλου αριθμού ακινήτων και θα ήθελαν να αξιοποιήσουν μικρό μέρος της περιουσίας τους για την αποπληρωμή των φορολογικών τους υποχρεώσεων.
Αυτό αποτελεί πάγιο αίτημα των ιδιοκτητών ακινήτων το οποίο εξετάζεται από τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο για ιδιοκτήτες που έχουν κληρονομήσει ακίνητα και οι ίδιοι δεν διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν τον φόρο που αναλογεί.