Χωρίς γενναίες αποφάσεις θεσμικού χαρακτήρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να οδηγηθεί στη διάσπασή της χωρίς να το καταλάβει.
Η Ευρώπη δεν πάει καλά και αν δεν προσέξει τα προσεχή βήματά της, οι εκπλήξεις θα μπορούσαν να είναι δυσάρεστες. Μια οντότητα όπως η ΕΕ δεν νοείται να πηγαίνει από κρίση σε κρίση χωρίς βιώσιμη λύση.
Της Helen Thompson*
Η αντιπαράθεση μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και των Αρχών της ευρωζώνης σχετικά με το μέγεθος του ελλείμματος του ιταλικού προϋπολογισμού είναι το τελευταίο παράδειγμα της ανικανότητας της ΕΕ να ταιριάξει με την δημοκρατία.
Και τα δύο κόμματα στην ιταλική κυβέρνηση συνασπισμού, η Lega και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, έκαναν υποσχέσεις για φόρους και δαπάνες κατά τη διάρκεια των γενικών εκλογών πέρυσι. Αλλά δεν μπορούν να τις εφαρμόσουν, δεδομένου ότι αυτό θα σήμαινε μεγαλύτερα ελλείμματα.
Αυτό θα αθετούσε τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η προηγούμενη κυβέρνηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και [θα καταστρατηγούσε] τους δημοσιονομικούς κανόνες που κατοχυρώνονται στις συνθήκες που δημιούργησαν την ευρωζώνη. Η Ιταλία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τη χρηματοδότηση του δανεισμού της, οπότε δεν μπορεί απλώς να αψηφήσει την ΕΕ.
Ωστόσο, η πλειοψηφία των Ιταλών ψηφοφόρων δε θα δεχτεί εύκολα τον ευρωπαϊκό έλεγχο επί της ιταλικής πολιτικής. Πράγματι, ήταν μόλις μετά το 2011 που ξεκίνησε η θεαματική άνοδος του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, όταν η ΕΚΤ και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ώθησαν τον Ιταλό πρόεδρο Giorgio Napolitano να απολύσει τον απείθαρχο Ιταλό πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι και να διορίσει μια τεχνοκρατική κυβέρνηση.
Σήμερα, η ιταλική κυβέρνηση πιστεύει ότι όσο περισσότερο αντιστέκεται στην ΕΕ, τόσες περισσότερες ψήφους θα κερδίσει στις εκλογές του επόμενου Μαΐου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Παρά τις εμφανείς διαρθρωτικές αδυναμίες του ευρώ, τα κράτη μέλη του δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το τι είναι λάθος με αυτό – πόσω μάλλον για το πώς θα μπορούσε να διορθωθεί. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, παρουσίασε4 τις προτάσεις του για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης ως μια πρακτική ανάγκη για να εξοπλίσει το μπλοκ για την επόμενη κρίση. Αλλά στην πεποίθηση του ότι οι λύσεις του είναι αναπόφευκτες, υποθέτει λανθασμένα ότι υπάρχει συναίνεση για το τι χρειάζεται να γίνει σωστά.
Πέρα από ορισμένα τεχνικά ερωτήματα σχετικά με την τραπεζική ένωση, η αναμόρφωση του ευρώ είναι ένα πολιτικό ζήτημα, και κάθε αλλαγή θα πρέπει να νομιμοποιείτα8ι δημοκρατικά από τις χώρες που θα φέρουν το βάρος της μεταρρύθμισης.
Για παράδειγμα, ο Macron επιθυμεί έναν ουσιαστικό προϋπολογισμό της ευρωζώνης, ο οποίος θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τους φορολογούμενους της βόρειας και της κεντρικής Ευρώπης. Αλλά αυτές οι χώρες δεν συμφωνούν.
Αρκετές από αυτές σχημάτισαν μια συμμαχία νωρίτερα φέτος, τη Νέα Χανσεατική Ένωση, η οποία περιλαμβάνει την Εσθονία, την Φινλανδία, την Ιρλανδία, την Λετονία, την Λιθουανία και την Ολλανδία. Επιθυμούν αυστηρότερους και καλύτερα επιβαλλόμενους ελέγχους στους εθνικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι θα περιόριζαν τις χώρες της νότιας Ευρώπης και πιθανώς και την Γαλλία.
Η σύγκρουση δεν θα επιλυθεί έως ότου η μια ή η άλλη πλευρά εξηγήσει στα εθνικά εκλογικά της σώματα ΄τοι όσο η ευρωζώνη περιλαμβάνει χώρες με αποκλίνουσες οικονομίες, ένα σύνολο μελών θα πρέπει να φέρει μεγαλύτερο πολιτικό βάρος από όσο τα άλλα μέλη. Ανίκανο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, το Eurogroup των εθνικών υπουργών Οικονομικών επινόησε προσωρινά ένα ακόμα παραμύθι.
Τα προβλήματα της ευρωζώνης είναι διαρθρωτικά. Η ευρωζώνη αποτελεί τμήμα μιας πολυεθνικής ΕΕ που είναι μια αποτελεσματική εργασιακή ένωση χάρη στην ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων στο εσωτερικό της. Και το οικονομικό της κέντρο, στο Λονδίνο, βρίσκεται έξω από αυτήν.
Η πορεία προς τη μεγαλύτερη ρήξη της ΕΕ, το Brexit, ξεκίνησε από τα προβλήματα που αυτά τα δομικά λάθη δημιούργησαν στην πρώτη κυβέρνηση του Βρετανού πρωθυπουργού, David Cameron.
Μόλις άρχισε η κρίση της ευρωζώνης το 2011, οι οικονομικές μοίρες μεγάλου μέρους της ευρωζώνης απόκλιναν από εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου χάρη στις διαφορές της νομισματικής πολιτικής μεταξύ της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Αγγλίας. Η συντηρητική προσέγγιση της ΕΚΤ ώθησε την ευρωζώνη σε ύφεση, ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας βοήθησε την βρετανική οικονομία να εδραιώσει την ανάκαμψη της από την οικονομική κρίση.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έγιναν τότε ο προορισμός για ανθρώπους που δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά στις χώρες της νότιας Ευρώπης, όπου η ανεργία παρέμεινε ψηλή. Η βρετανική δημοκρατική πολιτική έπρεπε να απορροφήσει τις συνέπειες. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δημοψήφισμα για την ΕΕ που στράφηκε σε μεγάλο βαθμό στο ζήτημα της μετανάστευσης.
Οι διαρθρωτικές ανισορροπίες της ΕΕΒ έχουν επιδεινωθεί από τον τρόπο με τον οποίο η κρίση της ευρωζώνης μετατόπισε την πολιτική ισχύ μέσα στην ΕΕ. Τα κράτη- μέλη της ΕΕ που δεν ήταν μέλη της ευρωζώνης δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν την απάντηση στη μεγαλύτερη υπαρξιακή κρίση που αντιμετώπισε ποτέ η Ε. Επιπλέον, η θέση της Γερμανίας ως κύριου δανειστή για την διάσωση άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης -και το γεγονός ‘ότι η ΕΚΤ εδώ και καιρό απέχει από το να προβεί σε μεγάλες αγορές ομολόγων λόγω του φόβου μιας αντίδρασης της γερμανικής κυβέρνησης και του ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας-0 αύξησε δραματικά τη γερμανική επιρροή εντός της ΕΕ.
Για αρκετά χρόνια στα μέσα αυτής της δεκαετίας, η ευρωπαϊκή πολιτική φαινόταν να είναι θέμα αναμονής μέχρι η Μέρκελ να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει. Θα αποβάλει την Ελλάδα από το ευρώ; Θα καλωσορίζει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ή θα διαπραγματευθεί με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να τους κρατήσει στην Τουρκία; Θα κάνει παραχωρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο για να αποτρέψει ένα πιθανό Brexit;
Μαζί, αυτά τα δύο γεγονότα-η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια της Μέρκελ και οι διαρθρωτικές αντιφάσεις της πολυεθνικής ΄ένωσης της ΕΕ- παρείχαν την τελική ώθηση που ήταν απαραίτητη για να επιτύχει η εκστρατεία υπέρ της «εξόδου» [από την ΕΕ] στο βρετανικό δημοψήφισμα για την ΕΕ.
Οι δύσμοιρες προσπάθειες του Cameron για την επαναδιαπραγμάτευση της θέσης του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ πριν από την εκστρατεία του δημοψηφίσματος επεδίωκαν την ανάκτηση ορισμένων πτυχών της βρετανικής κυριαρχίας ενώ [η χώρα] θα παρέμενε στο εσωτερικό της ένωσης.
Ο Κάμερον επένδυσε τις ελπίδες του στην επιρροή της Μέρκελ. Όμως, η ΕΕ ήταν ανίκανη να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτό που ο Cameron μπόρεσε να προσφέρει στο βρετανικό κοινό ήταν μια τέλεια επίδειξη των ορίων της βρετανικής πολιτικής ισχύος στο εσωτερικό της ένωσης.
Τώρα, το Brexit έχει διχάσει εκ νέου την ΕΕ. Παρότι η ΕΕ παρέμεινε ενωμένη απέναντι στο ίδιο το Brexit, η προοπτική της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου συνέβαλε στην δημιουργία της Νέας Χανσεατικής Συμμαχίας με το να ωθήσει τις χώρες που προηγουμένως συμμάχησαν με το Λονδίνο για τη ρύθμιση της ενιαίας αγοράς, σε συμμαχία με τα δύο υπόλοιπα εκτός ευρώ κράτη της Βόρειας Ευρώπης, την Δανία και τη Σουηδία. Αυτή η νέα ομάδα μόνο πρόσθεσε στις πολιτικές δυσκολίες της ευρωζώνης.
Ένας τρόπος με τον οποίο η ευρωζώνη θα μπορούσε να θέσει τέρμα στις αέναες κρίσεις της θα ήταν να διαμορφώσει μια φορολογική ένωση που θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις δημοκρατικές πολιτικές.
Ωστόσο, δεν υπάρχει επαρκής δημόσια υποστήριξη εντός της ΕΕ για την περαιτέρω ,απώλεια κυριαρχίας επί των εθνικών προϋπολογισμών και την κατανομή του χρέους που θα απαιτούσε μια τέτοια ένωση.
Επιπλέον, η κρίση της ευρωζώνης έδειξε ότι η ΕΕ είναι τώρα πολιτικά ανίκανη να προβεί σε αλλαγές που απαιτούν την αναθεώρηση των συνθηκών της.
Ως απάντηση σε κρίσεις, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ χρειάστηκε να λάβουν ad hoc [κατά περίπτωση] μέτρα έκτακτης ανάγκης. Το κυριότερο παράδειγμα είναι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για την υποστήριξη των χρεωμένων χωρών της νότιας Ευρώπης.
Το πρόγραμμα άφησε την ΕΚΤ σε μια δυσάρεστη κατάσταση, καθώς οι νέες εξουσίες της δεν έχουν νομιμοποιηθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις. Και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Πρόκειται για την αντιπαράθεση πλέον μεταξύ ευρωπαϊκών θεσμών και Ευρωπαίων πολιτών υπό συνθήκες διόλου ευνοϊκές για δημοκρατικό διάλογο.
Αυτός ο τελευταίος, θα απαιτούσε ακριβώς τις αλλαγές στις συνθήκες που είναι πολύ δύσκολες χωρίς μια πολιτική συναίνεση που δεν υπάρχει. Επιπλέον, η ΕΕ έχει ήδη διαρκέσει αρκετά για να υπονομεύσει την δημοκρατική νομιμοποίηση των εθνικών κρατών-μελών της, ιδίως όταν οι εκλογές των χωρών αποκλείουν τους πολίτες της ΕΕ που δεν κατέχουν την εθνική ιθαγένεια, αλλά κατά τα άλλα είναι ελεύθεροι να ζουν και να εργάζονται εκεί. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι παγιδευμένη.
Στην παρούσα κατάστασή της, δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις δημοκρατικές πολιτικές, διότι οι θεσπισμένοι κανόνες της πρέπει να επιβληθούν ανεξάρτητα από την απόφαση των εθνικών εκλογέων. Αλλά οι άνθρωποι φυσικά αναμένουν ότι οι εθνικοί πολιτικοί θα πρέπει να έχουν τον τελευταίο λόγο σε σχέση με τους αξιωματούχους της ΕΕ.
Δεδομένου ότι η ΕΕ δεν μπορεί να κινηθεί αποφασιστικά προς μια στενότερη ένωση ή αποφασιστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάθε προσπάθεια επίλυσης των θεμελιωδών αντιθέσεών της θα καταλήξει μόνο στη διάσπασή της.
*Καθηγήτρια Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge