Τέσσερις διαφορετικές φορολογικές επιβαρύνσεις ανεβάζουν το ποσό του φόρου για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, για τελευταία χρονιά φέτος, αφού από του χρόνου το σύστημα αλλάζει προς το δικαιότερο.
Aθροιστικά από το 26% έως και το 54% των ετησίων εισοδημάτων που απέκτησαν το προηγούμενο έτος, καλούνται να καταβάλουν καί φέτος στην Εφορία όσοι φορολογούμενοι ασκούν ατομικά εμπορικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή ελευθέρια επαγγέλματα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το φορολογητέο εισόδημα από την ατομική άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προσδιορίζεται σε εξωπραγματικό επίπεδο βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης.
Στη συνέχεια, επί του πλασματικού εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων επιβάλλεται ο κύριος φόρος εισοδήματος με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ και μέχρι το επίπεδο των 20.000 ευρώ και με συντελεστές κλιμακούμενους από 29% έως 45% πάνω από το επίπεδο των 20.000 ευρώ.
Κατόπιν, επί του κύριου φόρου εισοδήματος επιβάλλεται προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους με συντελεστή 100% επί του κύριου φόρους.
Ταυτόχρονα, σε κάθε φορολογούμενο που ασκεί ατομική επιχείρηση για χρονικό διάστημα άνω των 5 ετών επιβάλλεται και τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ.
Η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία έχει καταστεί πλέον εχθρική για όσους ασκούν ατομικά επιχειρηματικές δραστηριότητας καθώς προκαλεί υπέρμετρα υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις ακόμη και σε περιπτώσεις που η δραστηριότητα αυτή δεν επιφέρει κέρδη αλλά ζημιές στο φορολογούμενο.
Για παράδειγμα, για εισόδημα 30.000 ευρώ η συνολική επιβάρυνση φτάνει στο 28,75%, ενώ για 50.000 ευρώ στο 36,45%.
Aυτό το καθεστώς υπερφορολόγησης θα πάψει να υφίσταται από το 2021, όταν θα τεθούν σε πλήρη εφαρμογή οι διατάξεις του ν. 4646/2019 με τις οποίες επήλθαν ουσιαστικές αλλαγές επί τω δικαιότερω στον τρόπο υπολογισμού του φόρου εισοδήματος των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων.