Η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει για το νέο σύστημα κινητικότητας, που μπαίνει σε εφαρμογή από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το νέο σύστημα, η αξιολόγηση των υποψήφιων προς μετάταξη υπαλλήλων θα γίνεται από τριμελές όργανο του φορέα που έχει ζητήσει να δεχτεί υπαλλήλους για την κάλυψη των κενών του. Το όργανο αυτό θα στελεχώνεται από τον γενικό διευθυντή και τον διευθυντή της υπηρεσίας στην οποία ανήκει η προς κάλυψη θέση, καθώς και τον διευθυντή προσωπικού του φορέα, αλλά και με τον προϊστάμενο του Τμήματος στο οποίο ανήκει η εκάστοτε προκηρυσσόμενη θέση και ο οποίος δύναται να συμμετέχει ως παρατηρητής εκπρόσωπος του οικείου συλλόγου εργαζομένων, όπως αναφέρει μια ακόμη προσθήκη.
Τα κριτήρια της αξιολόγησης
Η αξιολόγηση των υποψηφίων θα γίνεται πάνω σε τέσσερα κριτήρια:
α) τη συνάφεια των τυπικών και ουσιαστικών τους προσόντων με τη θέση που διεκδικούν
β) τις εκθέσεις αξιολόγησής τους (ζήτημα για το οποίο αναμένονται εξελίξεις, και συγκεκριμένα εάν το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης επιλέξει να «αποκλείσει» όσους απείχαν από την αξιολόγηση υπαλλήλων)
γ) την εμπειρία τους σε συναφές αντικείμενο
δ) κάθε στοιχείο του προσωπικού τους μητρώου που τεκμηριώνει την καταλληλότητά τους
Τελευταίο στάδιο
Για το τελευταίο στάδιο, της διαδικασίας αξιολόγησης πριν ολοκληρωθεί μια μετάταξη, προβλέπεται η δυνατότητα συνέντευξης μεταξύ των τριών επικρατέστερων. Ούτως ή άλλως όμως, βάσει της προωθούμενης νομοθετικής πρωτοβουλίας, εισάγεται η υποχρέωση να περιλαμβάνεται στα πρακτικά επιλογής συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων. Προβλέπεται, δε, να καθορίζονται και τρεις επιλαχόντες για τη θέση, εφόσον υπάρχουν.
Ακόμη, στην τελική του μορφή, το νομοσχέδιο για την κινητικότητα διευκρινίζει για τους Δήμους ότι «ειδικά για τη μετάταξη υπαλλήλου από ΟΤΑ α΄ βαθμού απαιτείται επιπλέον η γνώμη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου».
Προϋποθέσεις
Η έτερη σημαντική αλλαγή που αποτυπώνεται στο τελικό νομοσχέδιο αφορά τις προϋποθέσεις συμμετοχής των υπαλλήλων στο σύστημα κινητικότητας. Συγκεκριμένα, πέφτει στο 50% (από 65%) το ελάχιστο ποσοστό των θέσεων που πρέπει να έχει καλυμμένο ένας φορέας, ώστε οι υπάλληλοί του να έχουν δικαίωμα να αιτηθούν τη μετακίνησή τους σε άλλη υπηρεσία. Εν ολίγοις, υπάλληλοι που υπηρετούν σε φορείς που έχουν κενές το 50% και άνω των θέσεών τους δεν θα έχουν δυνατότητα μετάταξης ή απόσπασης. Για τους δήμους με πληθυσμό κάτω των 90.000 κατοίκων, το ποσοστό των κενών δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 35%.
Η κινητικότητα θα έχει αμιγώς εθελοντικά χαρακτηριστικά και θα διενεργείται ως μετάταξη σε κενή οργανική θέση κλάδου/ειδικότητας της ίδιας ή ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας. Οι μετατάξεις θα διενεργούνται με ενιαία σχέση εργασίας, ανεξαρτήτως εάν οι υπάλληλοι είναι μόνιμοι ή εργάζονται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ). Κατ’ εξαίρεση, εφόσον συντρέχουν αποδεδειγμένες σοβαρές και επείγουσες υπηρεσιακές ανάγκες, οι μετακινήσεις θα διεξάγονται ως αποσπάσεις διάρκειας 1 έτους, με δυνατότητα παράτασης έως 3 μήνες.
Δυνατότητα συμμετοχής στο σύστημα κινητικότητας έχουν, συνοπτικά, οι υπάλληλοι που:
-έχουν συμπληρώσει διετία από τον διορισμό τους
-έχουν συμπληρώσει διετία από προηγούμενη μετάταξη ή από προηγούμενη απόσπαση – εξαιρούνται από την υποχρέωση αυτή όσοι μετακινηθούν προς υπηρεσίες της παραμεθορίου ή ορεινών και νησιωτικών περιοχών
-έχουν μεταταχθεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου σε υπηρεσίες απομακρυσμένων/παραμεθόριων περιοχών με δέσμευση δεκαετούς παραμονής και έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 7 έτη παραμονής – όσοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 5 έτη παραμονής έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν άλλες θέσεις εντός της ίδιας παραμεθόριας περιοχής.