Το ρεκόρ σχηματισμού κυβέρνησης ήταν οι 208 ημέρες – αν συμβεί αυτό, η Ολλανδία θα αποκτήσει νέα κυβέρνηση μετά τις γερμανικές εκλογές.
Η Ολλανδία έχει παράδοση στα μακρά διαστήματα σχηματισμού κυβέρνησης, με το ρεκόρ της να ανέρχεται στις ... 208 ημέρες. Αν ισχύσει αυτό και στη δεδομένη περίπτωση, τότε οι Ολλανδοί θα αποκτήσουν τη νέα τους κυβέρνηση μετά τις γερμανικές εκλογές.
Ο νυν πρωθυπουργός και οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν την πρωτιά απέναντι στην πρόκληση του ευρωσκεπτικιστή Βίλντερς, έχασαν όμως έδρες και πιθανόν ένα κόμμα με το οποίο θα μπορούσε να συνεργαστεί.
Κανένα πολιτικό κόμμα της Ολλανδίας δεν έχει καταφέρει ποτέ να κερδίσει πλειοψηφία στην Κάτω Βουλή, οπότε οι συνεργασίες κομμάτων – δύο, τριών ή ακόμα και πέντε – αποτελούν τον κανόνα. Το μεγάλο ερώτημα είναι το πόσο θα κρατήσει αυτή η διαδικασία, αναφέρει το newmoney.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, δεν μιλάμε για μέρες, ούτε για εβδομάδες, αλλά για μήνες διαβουλεύσεων , διαδικασία στην οποία οι Ολλανδοί είναι συνηθισμένοι.
Ο μέσος χρόνος σχηματισμού κυβέρνησης είναι οι 72 ημέρες, όπως προκύπτει από την εξέταση 26 υπουργικών συμβουλίων από το 1945. Την τελευταία φορά απαιτήθηκαν 54 ημέρες, ωστόσο το ρεκόρ όλων των εποχών ήταν οι... 208 ημέρες και αυτό συνέβη το 1977.
Σήμερα, μια ημέρα μετά τις κάλπες, η πρόεδρος της Κάτω Βουλής, η Khahija Arib των Εργατικών, συγκαλεί τους ηγέτες όλων των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Στόχος είναι να βρεθεί ένας διαμεσολαβητής για τη διεξαγωγή ανεπίσημων συνομιλιών με όλα τα κόμματα επάνω στις ιδέες τους για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας.
Οι επίσημες διαπραγματεύσεις δεν μπορούν να ξεκινήσουν πριν την ανακοίνωση των επίσημων εκλογικών αποτελεσμάτων από το εθνικό συμβούλιο εκλογών την ερχόμενη Τρίτη. Δύο ημέρες μετά θα συναντηθούν τα μέλη της νέας Βουλής.
Η επίσημη διαδικασία για τις συνομιλίες για κυβέρνηση συνασπισμού ξεκινούν υπό την καθοδήγηση ενός επικεφαλής διαπραγματευτή. Μέχρι το 2012 ήταν ο Ολλανδός μονάρχης, τώρα όμως είναι η Κάτω Βουλή.
Αυτή ορίζει και τον πολιτικό (προερχόμενο κυρίως από το μεγαλύτερο κόμμα) που θα εξετάσει ποια κόμματα είναι πρόθυμα να συγκυβερνήσουν. Ο ίδιος εξετάζει και πιθανούς παράγοντες που μπορεί να εμποδίσουν μελλοντικά κυβερνητικά σχέδια – πχ σε φορολογία και δαπάνες – και είναι αυτός που πείθει τα κόμματα να υπαναχωρήσουν από προεκλογικές τους υποσχέσεις, με αντάλλαγμα την είσοδό τους στην κυβέρνηση. Το πρόσωπο αυτό εκπονεί κι ένα σχέδιο που σκιαγραφεί τους στόχους για τον επόμενο πρωθυπουργό και τους υπουργούς του.
Αν υπάρχουν πολλά ισοδύναμα κόμματα η διαδικασία γίνεται πιο επίπονη και χρονοβόρα, καθώς κανένα κόμμα δεν δέχεται να υπαναχωρήσει πρώτο από τις θέσεις του.
Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία επί αυτού του σχεδίου, ο διαπραγματευτής παραιτείται και η όλη διαδικασία ξεκινά από την αρχή. Το 2003 χρειάστηκε να γίνει αλλαγή του διαπραγματευτή τρεις φορές για τον συνασπισμό των Χριστιανοδημοκρατών του Jan-Peter Balkenende με δύο άλλα κόμματα.
Αν υπάρξει συμφωνία, μπορεί να γίνει και το τελευταίο βήμα: η εξεύρεση των σωστών προσώπων με πρώτο αυτό του επόμενου πρωθυπουργού. Ενα βήμα που συνήθως γίνεται από τον ίδιο. Αυτός, (μέχρι σήμερα, η Ολλανδία δεν είχε ποτέ γυναίκα πρωθυπουργό και όλοι οι ηγέτες των 8 μεγαλύτερων κομμάτων είναι άνδρες) θα ολοκληρώσει τις συνομιλίες και θα ορίσει την ομάδα των υπουργών και των αναπληρωτών υπουργών.
Το 1977 δεν κατέστη δυνατός ο σχηματισμός κυβέρνησης επί μεγάλο διάστημα (208 ημέρες) κυρίως λόγω διαφωνιών επί του νόμου για τις αμβλώσεις, αλλά και για τον ορισμό των υπουργικών θέσεων. Τελικά ορκίστηκε μια κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελεύθερων, ενώ οι Εργατικοί έμειναν εκτός. Αν συμβεί και τώρα κάτι τέτοιο, τότε οι Ολλανδοί θα έχουν και πάλι κυβέρνηση, μετά τη διεξαγωγή των γερμανικών εκλογών.
Το μικρότερο διάστημα σχηματισμού κυβέρνησης ήταν οι 54 ημέρες, το 2012