Οι τελευταίες συζητήσεις των Γερμανών και των Γάλλων τεχνοκρατών στη σκιά της τελευταίας συνάντησης της Άνγκελα Μέρκελ, του Εμανουέλ Μακρόν και Όλαφ Σόλτς – Μπρούνο Λε Μέρ, φαίνεται να οδηγούν σε έναν οδικό άξονα αλλαγών στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης που αναφέρεται ευθέως στις δηλώσεις Μέρκελ – Σαρκοζί τον Οκτώβριο του 2010 στη Ντωβίλ.
Τότε οι δύο ηγέτες είχαν δηλώσει στους δημοσιογράφους μετά τον «περίπατό” τους ότι οι αγορές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να τιμολογούν τον κίνδυνο που ενσωματώνεται στα κρατικά ομόλογα, αναφέρει το capital.gr.
Αυτά που στους ισολογισμούς των τραπεζών εξακολουθούν να λογίζονται ως μηδενικού κινδύνου.
Το επιχείρημα τότε ήταν ότι έτσι το τραπεζικό σύστημα θα υποχρεωθεί από τις αγορές να αρχίσει τη μείωση των κινδύνων στο χαρτοφυλάκιό του μειώνοντας ολοένα και περισσότερο τις αγορές κρατικών ομολόγων στις προβληματικές οικονομίες, πράγμα που θα υποχρέωνε με τη σειρά του τις αντίστοιχες κυβερνήσεις να αντικαταστήσουν τον εύκολο δανεισμό με δημοσιονομική πειθαρχεία.
Η πίεση αυτή πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις από το γεγονός ότι συνοδεύτηκε από τη διευκρίνιση ότι το χρέος των χωρών που θα είχαν πρόβλημα θα μπορούσε να κουρευτεί προκειμένου να διασωθούν στο ποσοστό του κινδύνου που θα αποτυπωνόταν στα ομόλογά τους.
Στη λογική αυτή βέβαια η Ευρωζώνη υποχρεώθηκε να δρομολογήσει –χωρίς να είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο– προγράμματα στήριξης για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία αλλά και για τις ισπανικές τράπεζες, καθώς το μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers οικονομικό περιβάλλον σάρωνε τις οικονομίες αυτές.
Τότε ο προκάτοχος του Μάριο Ντράγκι, ο Ζαν Κλoντ Τρισέ, είχε αυξήσει τα επιτόκια εν μέσω κρίσης δύο φορές για να προφυλάξει το ευρώ και είχε «καταγγείλει” δημοσίως τη δήλωση των δύο ηγετών στη Ντωβίλ ως ωρολογιακή βόμβα για το ευρώ. Η περίπτωση της Ελλάδας απέδειξε ότι το PSI και το PSI + υπ΄ αυτούς τους όρους όχι μόνο δεν αντιμετώπισαν τα προβλήματα, αλλά τα χειροτέρεψαν.
Όσα ακολούθησαν όχι μόνο απέδειξαν ότι είχε δίκιο ο Τρισέ, αλλά υποχρέωσαν τον διάδοχό του κ. Ντράγκι, παρά τα προγράμματα στήριξης που κινητοποίησε, να κάνει την περίφημη δήλωση ότι θα κάνει «What ever it takes” για να στηρίξει το ευρώ.
Και το έκανε με αλλεπάλληλα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης και QE. Τώρα η «λογική” της Ντωβίλ, παρ’ όλα αυτά, επιστρέφει.
Και αυτό γιατί το Βερολίνο θεωρεί ότι η οικονομία της Ευρωζώνης έχει επανέλθει και αντέχει μία τέτοια αναπροσαρμογή. Όπως επίσης και γιατί το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης των 224 σελίδων περιέχει τόσο πολύπλοκα συστήματα δημοσιονομικής εποπτείας που μπορούν με την – ανομολόγητη – ανοχή της Κομισιόν να παρακάμπτεται και να οδηγεί σε παρεκκλίσεις.
Στην επιμονή του Βερολίνου έρχεται σταδιακά να συγκλίνει και το Παρίσι προκειμένου να διατηρηθεί ο κυρίαρχος πολιτικός και οικονομικός γαλλογερμανικός άξονας ενόψει των ευρωεκλογών του 2019.
Οι ιταλικές εκλογές σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους ήταν ο λόγος που έπεισε τον κ. Μακρόν να διολισθήσει στις γερμανικές απαιτήσεις διασφαλίζοντας έτσι την «κάλυψη” του γαλλικού τραπεζικού συστήματος, καθώς το γαλλικό δημόσιο χρέος παρ’ ό,τι αυξανόμενο αξιολογείται σχεδόν με αναλογικότητα παράλληλα με το γερμανικό.
Το πρόβλημα όμως σε ένα τέτοιο περιβάλλον απειλεί να γίνει πολύ σοβαρό τόσο για χώρες όπως η Πορτογαλία που έχει βγει από το πρόγραμμα, ή η Ελλάδα που είναι στην «έξοδο”, αλλά πολύ περισσότερο για οικονομίες όπως η Ιταλική της οποία το δημόσιο χρέος ξεπερνά πλέον το 135% του ΑΕΠ και το ιδιωτικό χτυπάει «κόκκινο” στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα.
Τι θα συμβεί στην Ελλάδα αν εφαρμοσθεί η διαφοροποίηση της τιμολόγησης του δημοσίου – και του ιδιωτικού – χρέους από τις αγορές με τον τρόπο που θέλει το Βερολίνο; Και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που οι αγορές θα αρχίσουν να προεξοφλούν την άνοδο του επιτοκίων; Για το ήδη υπάρχον χρέος η πίεση στην Ελλάδα θα είναι μικρή αφού αυτό έχει κλειδώσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Δεν θα συμβαίνει το ίδιο όμως για το «νέο” χρέος το οποίο θα αρχίσει σταδιακά να αντικαθιστά στο παλιό μετά το 2020.